ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ελληνικό γουέστερν και ατμοσφαιρικό θρίλερ τρόμου

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

** ½ – Αγέλη προβάτων

Ελλάδα, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Δημήτρης Κανελλόπουλος. Ηθοποιοί: Δημήτρης Λάλος, Άρης Σερβετάλης, Γιάννης Βασιλώττος, Λευτέρης Πολυχρόνης. 113´

Πώς μπορεί κανείς να ξεχρεώσει από τους τοκογλύφους που φτάνουν στο σημείο να σου ζητάνε τα διπλάσια και τα τριπλάσια από όσα σε δάνεισαν, διερωτάται ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κανελλόπουλος στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Αγέλη προβάτων». Ο Θανάσης, ο γεωπόνος και ιδιοκτήτης του φυτωρίου μιας επαρχιακής πόλης, αδυνατεί να ξεπληρώσει τον τοκογλύφο Στέλιο, και καλεί άλλα τρία «θύματα» του Στέλιου, να συμμαχήσουν μαζί του και ομαδικά να απαιτήσουν μια καλύτερη συμφωνία, χωρίς τους απαράδεκτους τόκους. Ο Στέλιος όμως αναθέτει σε δυο μπράβους του να τους εκφοβίσουν, με τον Θανάση να πείθει τους υπόλοιπους να αντισταθούν και από αγέλη προβάτων να μετατραπούν σε αγέλη λύκων.

Ο Κανελλόπουλος αναφέρθηκε σε μια ταινία με θέματα που μπορούν να συνθέσουν ένα σύγχρονο γουέστερν. Υπάρχουν σίγουρα στοιχεία επίδρασης του γουέστερν στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όταν ο Θανάσης και η ομάδα του αναγκάζονται να πιάσουν όμηρο τον ένα από τους μπράβους και στη συνέχεια ν’ αρχίσουν την καταδίωξη του δεύτερου μπράβου στα χωράφια και στο δάσος (από τις καλύτερες και με πετυχημένο ρυθμό σκηνές της ταινίας, όλες γυρισμένες σε όμορφα τοπία στην Πελοπόννησο), το πρώτο όμως μέρος παραμένει μια αρκετά ρεαλιστική απεικόνιση του δράματος, με τους δυο μπράβους να παρακολουθούν από το αυτοκίνητό τους τον Θανάση και τους άλλους, με τον φοβιτσιάρη Αποστόλη, ένα από τα τέσσερα μέλη της ομάδας, να προσπαθεί να αποφύγει τη σύγκρουση και με τους καβγάδες ανάμεσά τους μέχρι τελικά να αποφασίσουν να δράσουν από κοινού.

Εκτός από τις πράγματι πολύ καλές ερμηνείες όλων των εξαίρετων πρωταγωνιστών (Δημήτρης Λάλος, Άρης Σερβετάλης, Γιάννης Βασιλώττος, Λευτέρης Πολυχρόνης, Δημήτρης Λιόλιος, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Κωνσταντίνος Σειραδάκης, Κίμωνας Κουρής και Γιώργος Βαλαή), αξίζει να αναφέρω την ωραία φωτογραφία του Στέλιου Πίσσα και την περιορισμένη, πάντα αποτελεσματική, μουσική του Dejan Pejovic.

** ½ – Νεκρό τηλέφωνο

The Black Phone. ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία: Σκοτ Ντέρικσον. Σενάριο: Σκοτ Ντέρικσον, Σι Ρόμπερτ Κάργκιλ, από διήγημα του Τζο Χιλ. Ηθοποιοί: Μέισον Τέιμς, Μαντλίν ΜακΓκρο, Ίθαν Χοκ, Τζέρεμι Ντέιβις. 102´

Μια με σωστό ρυθμό ανατριχιαστική ταινία τρόμου από τον Σκοτ Ντέρικσον («Ξόρκισε το κακό», «Sinister»), που προσπαθεί να ανανεώσει το πνεύμα ταινιών όπως το «Διχασμένος» του Νάιτ Σιάμαλαν. Τους κατοίκους μιας μικρής επαρχιακής πόλης της Αμερικής της δεκαετίας του ‘70, τρομοκρατεί ένας μανιακός σίριαλ κίλερ, με το όνομα The Grabber – ο «Αρπαχτής»), που απάγει και δολοφονεί νεαρά παιδιά.

Οι πρώτες ήρεμες, «φυσιολογικές» σκηνές στο σχολείο που φοιτά ο νεαρός, ντροπαλός, Φιν (Μέισον Τέιμς), θύμα bullying των συμμαθητών του κι ενός πατέρα που τον κακοποιεί, σκηνές με τις οποίες αρχίζει η ταινία, αλλάζουν πολύ γρήγορα ατμόσφαιρα, για να μας εισάγουν στο θέμα και τα κύρια πρόσωπα της ταινίας – με τον Ντέρικσον να δημιουργει το απειλητικό κλίμα που θα κυριαρχήσει από δω και μπρος στην ταινία. Οι σκηνές γίνονται πιο ανατριχιαστικές με τον Φιν φυλακισμένο σε ένα υπόγειο, με μόνο «σύντροφο» το «μαύρο» (νεκρό) τηλέφωνο, με το οποίο έρχεται σε επαφή με τα προηγούμενα νεαρά θύματα του Αρπαχτή, και με την με μαντικές ικανότητες αδερφή του Φιν, Γκουέν (μια πολύ καλή Μαντλίν ΜακΓκρο), να προσπαθεί να έρθει σε επαφή και να βοηθήσει τον αδερφό της, ενάντια στον παρανοϊκό Αρπαχτή του Ίθαν Χοκ, ο οποίος, κρυμμένος πίσω από μια τρομερή μάσκα, θυμίζοντας πρόσωπα από κλασικές ταινίες του είδους, σχεδιάζει τρόπους για να παρασύρει τον Φιν στα φρικιαστικά, αποτρόπαια παιχνίδια του.

Παρόλο που ορισμένοι χαρακτήρες και κάποιες καταστάσεις δεν αναπτύσσονται αρκετά (η αδερφή και ο πατέρας του Φιν, οι δυο αστυνομικοί που αναλαμβάνουν την υπόθεση, ο αδερφός του Αρπαχτη που προσπαθεί να ανακαλυψει τον σίριαλ κίλερ, χωρίς να ξέρει πως αυτός είναι ο αδερφός του), ο Ντέρικσον χειρίζεται τα διάφορα επεισόδια με δεξιοτεχνία, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το κάθε στοιχείο για να δημιουργήσει την τεταμένη, ανατριχιαστική ατμόσφαιρα, τόσο εικαστικά όσο και ηχητικά, προσφέροντας μας μια ευπρόσδεκτη ταινία τρόμου, σε μια περίοδο που οι περισσότεροι σκηνοθέτες επιλέγουν το σπλάτερ και τις σοκαριστικές εικόνες, καταστρέφοντας συνήθως την όλη ατμόσφαιρα.

** Έλβις

Elvis. ΗΠΑ, 2022. Σκηνοθεσία: Μπαζ Λούρμαν. Σενάριο: Μπαζ Λούρμαν, Σαμ Μπρόμελ, Κρεγκ Πίαρς. Ηθοποιοί: Τομ Χανκς, Όστιν Μπάτλερ, Ολίβια ΝτεΓιονγκ, Χέλεν Τόμσον. 159´

Η φαντασμαγορία και η φρενίτιδα στο στιλ είναι τα βασικά στοιχεία στο έργο του Αυστραλού Μπαζ Λούρμαν («Μουλέν Ρουζ», «Ο υπέροχος Γκάτσμπι»). Στοιχεία όμως που δεν βοηθούν σε μια σε βάθος και πειστική διαγραφή των κεντρικών χαρακτήρων των ταινιών του. Το ίδιο συμβαίνει, και σε λιγότερο πετυχημένη μορφή, στη νέα του αυτή ταινία, όπου προσπαθεί να μας δώσει μια εικόνα (βιογραφία;) του εμβληματικού τραγουδιστή του ροκ εντ ρολ.

Μια παρουσίαση της μεγάλης διαδρομής του Έλβις μέσα απο την αφήγηση του ατζέντη του, του παμπόνηρου, τυραννικού «Συνταγματάρχη» Τομ Πάρκερ (Τομ Χανκς), που από το 1954 είχε αναλάβει την καθοδήγηση του και τη διαμόρφωση της εικόνας του. Όλα μέσα από φαντασμαγορικές εικόνες, με εντυπωσιακά χρώματα, εκκωφαντική μουσική και ήχους, με τολμηρούς φωτισμούς και τεχνικές μοντάζ, που, αν εικαστικά και ηχητικά ικανοποιούν, ο Λούρμαν δεν καταφέρνει (παρά τις δυόμισι τόσες ώρες που διαρκεί η ταινία) να μας δώσει την πραγματική, ανθρώπινη εικόνα του Έλβις, ή να διεισδύσει στην κοινωνική πολιτική κατάσταση της τότε περιόδου (ιδιαίτερα της μουσικής των μαύρων καλλιτεχνών), που τόσο επέδρασε στη μουσική του Έλβις. Αξίζει, πάντως, να σημειώσω πως ο Όστιν Μπάτλερ καταφέρνει, τουλάχιστο εμφανισιακά, να δώσει μια πειστική εικόνα του ειδώλου μιας ολόκληρης εποχής.