ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Εβδομαδα εξαιρετικών ταινιών από Οντιάρ, Σρέιντερ, Καουσμάνεν και Τζιανολί

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Παρά τους δεινόσαυρους που δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από του να επαναλαμβάνουν τα ίδια πρότυπα, η νέα αυτή κινηματογραφική βδομάδα προσφέρει τέσσερις νέες εξαιρετικές ταινίες από σκηνοθέτες όπως ο Ζακ Οντιάρ, ο Γιούχο Καουσμάνεν, ο Πολ Σρέιντερ και ο Ξαβιέ Τζιανολί, καθώς και μια αριστουργηματική επανέκδοση, την «Γκαρσονιέρα» του Μπίλι Γουάιλντερ! Σίγουρα δύσκολο να διαλέξει κανείς…

**** Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα

Les Olympiades, Paris 13e. Γαλλία, 2021. Σκηνοθεσία: Ζακ Οντιάρ. Σενάριο: Ζακ Οντιάρ, Νικόλας Λιβεκί, Σελίν Σιαμά, Λεά Μιζί. ηθοποιοί: Λουσί Ζανγκ, Μακίτα Σάμπα, Νοεμί Μερλάν, Τζένι Μπεθ. 105´

Τις διακυμάνσεις του έρωτα, με τη μοναξιά, τα αδιέξοδα, την αναποφασιστικότητα και τη μελαγχολία, καταγράφει στην εξαιρετική αυτή, ρομαντική δραμωδία του, ο Ζακ Οντιάρ («Οι αδερφοί Σίστερς», «Προφήτης», «Ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα», «Ο χτύπος που έχασε η καρδιά μου»).

Η ιστορία στρέφεται γύρω από τέσσερα άτομα, τρεις γυναίκες (η Εμιλί, η Νορά και η Άμπερ Σουίτ) και ένας άντρας (ο Καμίγ), που τα παρακολουθούμε μέσα από ένα «γαϊτανάκι του έρωτα» (που, πολύ σωστά, έκανε τους Γάλλους κριτικούς, όταν πρωτοπροβληθηκε στις Κάνες, να μιλήσουν για την κλασική ομότιτλη ταινία του Μαξ Οφίλς), στην περιοχή, γνωστή ως Olympiades (φτιαγμένη την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων), που σήμερα διατηρείται χάρη στην εγκατάσταση εκεί μεταναστων, και που ο Οντιάρ, από την πρώτη στιγμή, δεν χάνει την ευκαιρία να κινηματογραφήσει, σε υπέροχα μαυρόασπρα μακρινά πλάνα, με το καθε διαμέρισμα του να έχει τη δική του, όπως υπονοεί ιστορία, φέρνοντας στο νου τον «Σιωπηλό μάρτυρα» του Χίτσκοκ.

Εκείνος όμως που κυριαρχει πίσω από την ιστορία του Οντιάρ, δεν είναι ο Χίτσκοκ αλλά ο Ρομέρ, με την ταινία του «Μια νύχτα με τη Μοντ», ταινία που αναφέρει σε συνεντεύξεις του ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Αντίθετα όμως με την καταγραφή του έρωτα (και στη συνέχεια την εξαφάνισή του) που περιγράφει μέσα από τις ατέλειωτες συζητήσεις των πρωταγωνιστών του ο Ρομέρ, ο Οντιάρ επιλέγει να καταγράψει τον έρωτα (αρχικά θα έλεγα το σεξ), μέσα από τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα τέσσερα του πρόσωπα: Η Εμιλί (Λούσι Ζανγκ), γυμνή κιόλας από το πρώτο πλάνο, να δέχεται συγκάτοικο, και περιστασιακό εραστή, τον Καμίγ (Μακίτα Σάμπα), ένα καθηγητή που αρχικά, εξαιτίας του ονόματος του, παρεξηγεί για γυναίκα και διστάζει να τον δεχτεί για συγκάτοικο, με τη σεξουαλικη τους σχέση να διακόπτεται απότομα, η Νορά (Νοεμί Μερλάν), που έχει εγκαταλείψει το Μπορντό για να συνεχίσει τις σπουδές της στο Παρίσι, να να δημιουργεί μια το ίδιο περιστασιακή σεξουαλική σχέση με τον Καμίγ και η Άμπερ Σουίτ (Τζένι Μπεθ), το cam girl με το οποίο μοιάζει τόσο η Νόρα )με αποτέλεσμα να την πειράζουν στο πανεπιστήμιο), την οποία στη συνέχεια γνωρίζει μέσω Ίντερνετ για να γίνει κολλητή της.

Παιχνίδια, αλλαγές συντρόφων στο σεξ, συνεχείς διακυμάνσεις, με τη μοναξιά, τις αναζητήσεις και περιστασιακό σεξ, με το φόβο της απομόνωσης να αιωρείται κάπου στο βάθος, με τα πρόσωπα να περιφέρονται στους φυσικούς τους χώρους, και με βάση τα graphic novels του Έντριαν Τόμαϊν, ο Οντιάρ, με τη βοηθεια του διευθυντή φωτογραφίας, Πολ Γκιλόμ, και την εξαίρετη ηλεκτρονική μουσική του Rone φτιάχνει μια όμορφη, βουτηγμένη σε ένα λυρισμό, πέρα για πέρα νεανική ταινία, αφήνοντας τα πρόσωπά του να περιφέρονται σε ένα Παρίσι που θυμίζει εκείνο της παλιάς νουβελ βαγκ. Μόνο που εδώ το σημερινό Παρίσι έχει μετατραπεί σε ένα πολυπολιτισμικό Παρίσι, με την κινεζικής καταγωγής Εμιλί και τον αφρικανικής καταγωγής Καμίγ (η μόνη Γαλλίδα είναι η Νορά) να απολαμβάνουν τις χαρές, τις απογοητεύσεις και τις λύπες του, με μια άνεση και μια ζωντάνια που εκφράζουν με τον καλύτερο και πιο πειστικό τρόπο οι έξοχοι ηθοποιοί του. Με τον πραγματικό έρωτα, που τόσο φοβούνται να αποδεχτούν τα τέσσερα αυτά, απομονωμένα στα ηλεκτρονικά «κουτιά» τους, πρόσωπα, να κάνει τελικά την εμφάνιση του στην πιο απρόσμενη μορφή του, μέσα από ένα τηλέφωνο, σε μια από τις πιο ωραίες σκηνές της ταινίας.

**** Βαγόνι αριθμός 6

Compartment No. 6. Φινλανδία/Ρωσία/Εσθονία/ Γερμανία, 2021. Σκηνοθεσία: Γιούχο Κουοσμάνεν. Σενάριο: Άντρις Φελντμάνις, Γιούχο Κουοσμάνεν. Ηθοποιοί: Σέιντι Χάαρλα, Γιούρι Μπορίσοφ, Γιούλιγα Άουγκ, Βαλέρι Νικολάεβ. 107´

Στο κουπέ ενός τρένου διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας «Βαγόνι αριθμός 6», του Φινλανδού σκηνοθέτη Γιούχο Κουοσμάνεν (Μέγα Βραβείο στο φεστιβάλ Κανών, 2021). Σ’ αυτό, μια νεαρή Φινλανδή φοιτήτρια του πανεπιστημίου της Μόσχας ξεκινά ένα ταξίδι για την Αρκτική, στη δεκαετία του ‘80, περίοδο δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης, για να επισκεφτεί αρχαιολογικά ευρήματα κάπου κοντά στο Μούρμανσκ.

Η ταινία περιγράφει τις συναντήσεις που η φοιτήτρια έχει με διάφορα πρόσωπα στο κουπέ της δεύτερης θέσης όπου ταξιδεύει: ένα Ρώσο, αρχικά άξεστο άνθρωπο, που δεν χωνεύει κανένα, ιδιαίτερα το ίδιο το σοβιετικό κράτος, και που εργάζεται σε ορυχείο, με τον οποίο στη συνέχεια καταφέρνει να κάνει μια αρκετά ευχάριστη παρέα και να συνεννοηθεί μαζί του, κι ένα πολύ αρχικά φιλικό, μουσικό συμπατριώτη της, που τελικά την κλέβει.

Ο Κουοσμάνεν (βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» στις Κάνες το 2016 για την ταινία του «Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλι») εστιάζει την κάμερα του στα βασικά του πρόσωπα, καταγράφοντας τις σχέσεις που αρχίζουν να αναπτύσσονται μεταξύ τους, συχνά με χιούμορ και δημιουργώντας ταυτόχρονα τη σωστή ατμόσφαιρα με τα κοινωνικά και άλλα προβλήματα της εποχής (τη μίζερη ζωή των ανθρώπων που έχουν χάσει την πίστη τους στο καθεστώς, αλλά και την, παρόλη τη γύρω μιζέρια, καλή τους διάθεση, καθώς και τα διάφορα καθημερινά προβλήματα σε ένα όχι ιδιαίτερα φροντισμένο τρένο), και αποσπώντας πολύ καλές ερμηνείες από όλο το καστ του. Με την ταινία του αυτή ο Καουσμάνεν προσθέτει το όνομά του πλάι σε σκηνοθέτες όπως ο Άκι Καουρισμάκι, που τα τελευταία χρόνια δίνουν μια νέα πνοή στον φινλανδικό κινηματογράφο.

**** Μετρητής καρτών

The Card Counter. ΗΠΑ/Ηνωμένο Βασίλειο/Κίνα/Σουηδία, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πολ Σρέιντερ. Ηθοποιοί: Όσκαρ Αϊζακ, Τίφανι Χάντις, Τάι Σέρινταν, Γουίλεμ Νταφόε. 111´

Η αναζήτηση υπαρξιακής λύτρωσης αλλά και ο ρόλος της μοίρας είναι στο επίκεντρο του έργου του καλβινιστή Πολ Σρέιντερ, είτε στα σενάρια του («Ο ταξιτζής», «Οργισμένο είδωλο», «Σταυροδρόμια της ψυχής») είτε στις ταινίες που σκηνοθέτησε («Hardcore Story», «Επάγγελμα ζιγκολό», «Μισίμα», «Affliction», «Ακρότητες»). Στοιχεία που κυριαρχούν και στη νέα του αυτή ταινία.

Θαυμαστής τριών μεγάλων δημιουργών, του Ντράγιερ, του Όζου και του Μπρεσόν, που εξήρε στην περίφημη διατριβή του (Transcendental Style in Film), ο Σρέιντερ ακολουθεί εδώ το στιλ του Μπρεσόν στο «Ημερολόγιο ενός εφημέριου», όπου ο ιερέας κρατούσε ημερολογιο, με τον ήρωά του, στη δίκη του ταινία, τον Γουίλιαμ Τελ (αναφορά στο μυθικό Ελβετό ήρωα που ξεσήκωσε τους συμπατριώτες του ενάντια σε ένα τυρρηνικό ηγεμόνα) να κρατάει σημειώσεις και να αφηγείται ενδιαμεσα την πορεία του.

Ο Γουίλ Τελ (εξαιρετικός σε μια λιτή, συγκλονιστική ερμηνεία ο Όσκαρ Άιζακ)πρώην στρατιωτικός, που έχει καταδικαστεί ως βασανιστής υπόπτων για τρομοκρατία (στο Άμπου Γκράιμπ), και που στην περίοδο της φυλάκισης του έχει γίνει εξπρές ως μετρητής καρτών, έχει τώρα μετατραπεί σε ένα εξαιρετικά πειθαρχημένο επαγγελματία χαρτοπαίκτη, με χαμηλό προφίλ και με μότο, «κερδίζεις φεύγεις, χάνεις φεύγεις».

Στην πορεία του, θα γνωρίσει το νεαρό και φιλόδοξο Κερκ (ένας πολύ καλός Τάι Σέρινταν), ο οποίος του προτείνει ένα σχέδιο εκδίκησης: να απαγάγουν και να βασανίσουν, με τις δικές του μεθόδους, τον στρατιωτικό αξιωματικό (Γουίλεμ Νταφόε) που εκπαίδευσε στις μεθόδους βασανιστηρίων τον Γουίλ και τον πατέρα του Κερκ (ο οποίος από ενοχές αργότερα αυτοκτόνησε). Ο Γουίλ όμως έχει αλλά σχέδια για τον Κερκ. Μαζί με τον Κερκ και τη Λα Λίντα (Τίφανι Χάντις), βοηθό του στα χαρτοπαικτικά παιχνίδια και ερωτευμένη μαζί του, ξεκινά μια σειρά τουρνουά με στόχο να κερδισει αρκετά χρήματα για να βοηθήσει τον Κερκ να εξοφλήσει τα χρέη του και να επιστρέψει σε μια φυσιολογική ζωή, χωρίς την εκδίκηση που σχεδιάζει.

Ο Σρέιντερ αποφεύγει να φτιάξει μια ταινία στο στιλ των ταινιών του είδους (βλέπε το «Ο κόσμος είναι δικός μου» του Ρόσεν ή «Το χρώμα του χρήματος» του Σκορσέζε). Αντίθετα, επιμένει στην καταγραφή της πορείας και της συμπεριφοράς του ήρωα του: στις καθημερινές, περίεργες, στο πνεύμα της υπερβολικής πειθαρχίας, ζωής του: στα μουντά δωμάτια των ξενοδοχείων, με τα σεντόνια που καλύπτει τα διάφορα έπιπλα (δωμάτια αντίστοιχα με τα μουντά, ελεγχόμενα, κελιά της φυλακής του), γενικά την απομόνωση και αποφυγή του για συμμετοχή σε μεγάλα τουρνουά (μέχρι την απόφαση του να βοηθήσει τον Κερκ, που του θυμίζει το νεαρό εαυτό του), παράλληλα με τους συνεχείς εφιάλτες του (στα απομονωμένα, τρομακτικά κελιά του Αμπου Γκράιμπ), έναν άνθρωπο «ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο» (όπως ανάφερε ο Σρέιντερ σε μια συνέντευξη του), που προσπαθεί απεγνωσμένα να εξιλεωθεί.

**** Χαμένες ψευδαισθήσεις

Illusions perdues. Γαλλία, 2021. Σκηνοθεσία: Ξαβιέ Τζιανολί. Σενάριο: Ζακ Φιεσκί, Ξαβιέ Τζιανολί, Ιβ Σταυριδης, από μυθ. Οντρέ Ντε Μπαλζάκ. Ηθοποιοί: Μπενιαμέν Βουαζέν, Σεσιλ Ντε Φρανς, Βενσάν Λακόστ, Ξαβιέ Ντολάν, Ζεράρ Ντεπαρντιέ. 149´

Μια με κριτική ματιά, και εύστοχες παρατηρήσεις πάνω σε μια συγκεκριμένη εποχή, με έμμεσες αναφορές στη σημερινή, ταινία, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μπαλζάκ, γύρω από ένα νεαρό φιλόδοξο επαρχιώτη που αναζητά την καλλιτεχνική αναγνώριση και τον έρωτα στο Παρίσι για να έρθει αντιμέτωπος με την διαφθορά, την προδοσία και την απογοήτευση.

Μετά από μερικές όμορφες, βουκολικές σκηνές στην επαρχία, ο ονειροπόλος ποιητής Λουσιέν καταφέρνει να διαφύγει στο Παρίσι μαζί με την αριστοκράτισσα ερωμένη του, Λουιζ, για να βρεθεί σε ένα Παρίσι που βρίθει από κόλακες, και πρόσωπα που κοροϊδεύουν και εξοστρακίζουν τον ονειροπόλο ποιητή, οπου η ποίηση γι’ αυτούς όχι απλά δεν έχει καμία αξία αλλά είναι και λόγος για κοροϊδία – μόνη εξαίρεση ο Ραουλ Ναθάν (ρόλο που ερμηνεύει ο γνωστός σκηνοθέτης, Ξαβιέ Ντογάν), που πιστεύει στην αξία της ποίησης. Οι χαμένες αυτές ψευδαισθήσεις για μια ποίηση που τελικά δεν βρίσκει ανταπόκριση, μαζί με τον κυνισμό και την υποκρισία που κυριαρχει στην πρωτεύουσα, θα οδηγήσουν τον Λουσιέν πίσω στην επαρχία.

Με ένα καλογραμμένο σενάριο από τον ίδιο και τον Ζακ Φιεσκί, που έχει κρατήσει τα πιο σημαντικά στοιχεία του τεράστιου αυτού έργου του Μπαλζάκ, ο Τζιανολί καταγράφει με λαμπρές εικαστικά εικόνες και με εξαιρετική λεπτομέρεια, την μεταβατική κοινωνία μιας μετεπαναστατικής εποχής, όπου μια νέα τάξη αναρριχάται στην κορυφή, και όπου αρχίζει να αναπτύσσεται μια δημοσιογραφία που αγοράζεται και ελέγχεται από την άρχουσα τάξη, ενώ ήδη έχουν βρει τρόπο να κυκλοφορούν και οι ψευδείς ειδήσεις, αναφορά κα τα σημερινά fake news. Ευκαιρία για τον Τζιανολί να κάνει μια καυστική κριτική σε μια δημοσιογραφία που έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα και να καταγγείλει (όπως και ο Μπαλζάκ) τις βρώμικες μεθόδους που χρησιμοποιούν τα επίσημα ΜΜΕ και η άρχουσα τάξη, με τον ίδιο κυνισμό και στις μέρες μας.