ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Mudbound: Δάκρυα στον Μισισιπή

Mudbound. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Ντι Ρις. Σενάριο: Βέρτζιλ Γουίλιαμς, Ντι Ρις, από μυθ. Χίλαρι Τζόρνταν. Ηθοποιοί: Κάρι Μάλιγκαν, Γκάρετ Χέντλαντ, Τζέισον Μίτσελ, Τζέισον Κλαρκ, Τζόναθαν Μπανκς, Ρομπ Μόργκαν, Μαίρη Τζέι Μπλιτζ. 134 λεπτά.

Οι ζωές δυο οικογενειών – μιας λευκής και μιας μαύρης – διασταυρώνονται στον αμερικανικό Νότο, στην περίοδο αμέσως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, στο συγκλονιστικό αυτό, υποψήφιο για 4 Όσκαρ, δράμα που σκηνοθέτησε με ξεχωριστή γνώση και έμπνευση η Ντι Ρις, με βάση το μυθιστόρημα (2008) της Χίλαρι Τζόρνταν. Οι δυο οικογένειες, αυτή του λευκού Χένρι ΜακΆλαν (Τζέισον Κλαρκ) και εκείνη του μαύρου Χαπ Τζάκσον (Ρομπ Μόργκαν) αγωνίζονται το ίδιο σκληρά και επίπονα ενάντια σε ασθένειες, στις αντιξοότητες της φύσης αλλά και του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας, καλλιεργώντας βαμβάκι στο Δέλτα του Μισισιπή, για να επιβιώσουν. Η πρώτη οικογένεια, χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενθουσιασμό (άνθρωποι της πόλης, αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν όταν ο πατριάρχης της οικογενειας, έχοντας πέσει θύμα ψεύτικης αγοραπωλησίας, αγοράζει μια φτωχική, εγκαταλειμμένη φάρμα στο Δέλτα του Μισισιπή) και η δεύτερη προσπαθώντας να ορθοποδήσει στο δικό τους, αντίστοιχο αγρόκτημα.

Εκείνο που πέτυχε πάνω από όλα η Αφροαμερικανίδα σκηνοθέτρια είναι να αναπτύξει με τον καλύτερο τρόπο τους διάφορους χαρακτήρες του μυθιστορήματος: από τη μια, εκείνους της οικογένειας του ΜακΆλαν, τη γυναίκα του, Λόρα (Κάρι Μάλιγκαν), τον αδερφό του, Τζέιμι (Γκάρετ Χέντλαντ) και τον ρατσιστή πατέρα του (Τζέισον Κλαρκ), κι από την άλλη, εκείνους της οικογενειας του Τζάκσον, τη γυναίκα του, Φλόρενς (Μαίρη Τζέι Μπλιτζ) και τα παιδιά τους, ιδιαίτερα το μεγαλύτερο, Ρονζέλ. Στο επίκεντρο οι δυο νέοι, ο Τζέιμι και ο Ρονζέλ, που επιστρατεύονται και φεύγουν για την Ευρώπη για να πολεμήσουν τους ναζί (σε σκηνές που παρακολουθούμε σε διαφορα φλας-μπακ) για να επιστρέψουν, κάποια στιγμή, διαφορετικοί από όταν ξεκίνησαν, μεταφέροντας μέσα τους τα διαφορα ψυχικά τραύματα της φρίκης του πολέμου.

Ανάμεσα στους δυο τους, θα αναπτυχθεί σταδιακά μια δυνατή φιλία, με τον Τζέιμι να περνάει τις ώρες του κουβεντιάζοντας και πίνοντας με τον Ρονζέλ, με τον τελευταίο να ανακαλύπτει, ξαφνικά και βίαια, πως η ελευθερία και η ισότητα που αισθάνθηκε στην Ευρώπη (μαζί και ο έρωτάς του με μια Γερμανίδα στη διάρκεια της παραμονής του εκεί), όχι μόνο δεν εχει καμία αξία στην Αμερική αλλά και προκαλεί τους ρατσιστές του Νότου, οδηγώντας ακομη και στην τραγωδία – σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές, όταν την πρώτη μέρα της επιστροφής του στην πατρίδα, οι λευκοί της περιοχής, μαζι και ο πατέρας του Χένρι, αναγκάζουν τον Ρονζέλ, να βγει από την πίσω πόρτα του μαγαζιού όπου εχει παει να ψωνίσει, αυτός, φεύγοντας, με λιγοστά εύστοχα λόγια τους βάζει στη θέση τους.

Μια παρόμοια ελευθερία και ισότητα επιδιώκουν, και τελικά την πετυχαίνουν, και οι γυναίκες των δυο οικογενειών, η Λόρα και η Φλόρενς, με τη Λόρα να αναγνωρίζει την αξία της Φλόρενς και να τη βοηθάει, αντίθετα με τη στάση του άντρα της, που, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, αντιμετωπίζει τον Χαπ και την οικογένεια του ως κατώτερα όντα, υποχρεωμένα να τον εξυπηρετούν. Δεν έχω να πω τίποτα περισσότερο για τον ρατσιστή πατέρα του, εκπρόσωπο της χειρότερης μορφής ρατσισμού και απάνθρωπης νοοτροπίας του Νότου, που δυστυχώς φαίνεται να αναβιώνει και σήμερα στην Αμερική του Τραμπ – ένα από τα στοιχεία που υποβάλλει έμμεσα η ταινία της Ρις.

 

Η Ρις (που είχε εντυπωσιάσει στο φεστιβάλ του Σάντανς με την προηγούμενη ταινία της «Pariah») δεν περιπριζεται απλά στην ανάπτυξη των καταστάσεων και των χαρακτήρων, σε χώρους που η φωτογραφία της Ρέιτσελ Μόρισον τονίζει άλλοτε τη βρομιά, τη λάσπη (απ’ όπου και ο τίτλος Mudbound) και γενικά την αγριότητα της φύσης, και άλλοτε το λυρισμό τους, αλλά και εκμεταλλεύεται τη φωνή off, βάζοντας κάθε τόσο τους έξι βασικούς χαρακτήρες της (τον Χαπ, τον Χένρι, τον Τζέιμς, τον Ρονζέλ, τη Λόρα και τη Φλόρενς) να αφηγούνται (όπως φαίνεται και στο βιβλίο), με ποιητικό συχνά οίστρο, τις σκέψεις τους. Για να φτιάξει αυτό το συναρπαστικό, συγκλονιστικό μελόδραμα (με την καλύτερη έννοια της λέξης), με ερμηνείες, αξίζει να τονίσω, εξαιρετικές από όλους τους ηθοποιούς της (με επικεφαλής τους Κάρι Μάλιγκαν, Τζέισον Μίτσελ και Μαίρη Τζέι Μπλιτζ), μια ταινία που το εύρος και ο ρυθμός της θυμίζουν τόσο τον κλασικό κινηματογράφο του Τζον Φορντ όσο και εκείνο του Τέρενς Μάλικ.

*** 1/2 – Μαζί ή τίποτα

Aus dem Nichts/In the Fade. Γερμανία/Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία: Φατίχ Ακίν. Σενάριο: Φατίχ Ακίν, Χαρκ Μπόμπ. Ηθοποιοί: Νταϊάν Κρούγκερ, Ντένις Μοσκίτο, Νούμαν Άκαρ, Γιοχάνες Κρις, Γιάννης Οικονομίδης. 106 λεπτά.

Σε ένα πολύ επίκαιρο θέμα, εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα, στρέφεται ο Φατίχ Ακίν στην ταινία του «In the Fade» (Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας): εκείνο μιας Γερμανίδας, της Κάτια, που ο Τούρκος άντρας της και το παιδί της δολοφονούνται σε τρομοκρατική επίθεση νεοναζιστικής ομάδας στο Αμβούργο, και η οποία, όταν η δικαιοσύνη απαλλάσσει τους ενόχους λόγω έλλειψης αρκετών στοιχείων, αποφασίζει να στραφεί σ’ ένα δικό της τρόπο εκδίκησης.

Η ταινία του Ακίν παρουσιάζεται ακριβώς σε μια περίοδο ανόδου των ακροδεξιών φασιστικών κομμάτων και της δολοφονικής δράσης των μελών τους σε ολόκληρη την Ευρώπη, μαζί και την Ελλάδα (στην ταινία ο σκηνοθέτης συνδυάζει το νεοναζιστικό ζευγάρι με μέλη της Χρυσής Αυγής, με τον γνωστό Κύπριο σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη να ερμηνεύει τέλεια τον Χρυσαυγίτη που ψεύδεται στο δικαστήριο για να σώσει τους δυο εγκληματίες).

Στο πρώτο μέρος, και παρά την επιμονή της αστυνομίας πως πρόκειται για επίθεση είτε ισλαμιστών τρομοκρατών είτε συμμοριών, επειδή ο άντρας της ήταν Τούρκος και πρώην διακινητής ναρκωτικών, παρακολουθούμε τις προσπάθειες της γυναίκας (μια πολύ καλή Νταϊάν Κρούγκερ) και του δικηγόρου της να ξεσκεπάσουν τους νεοναζιστές ενόχους στη δίκη που ακολουθεί, ενώ ο δικηγόρος του ζευγαριού των εγκληματιών αντιδρά, με τρόπο υπεροπτικό, για να αποδείξει την «αθωότητά» τους, με τη βοήθεια του Έλληνα Χρυσαυγίτη – οι σκηνές του δικαστηρίου είναι από τις καλύτερες της ταινίας.

Ο Ακίν ξέρει να κρατάει το σασπένς μέχρι το τέλος αν και, η λύση που δίνει στο δεύτερο μέρος – με τη μορφή ενός θρίλερ εκδίκησης, με ωραίες πρέπει να πω σκηνές γυρισμένες σε όμορφους χώρους της Ελλάδας – με τη γυναίκα να μετατρέπεται σε ερασιτέχνη ντετέκτιβ, αδυνατίζει κάπως την κορύφωση που περιμέναμε, αν και, η Νταϊάν Κρούγκερ, με την έξοχη ερμηνεία της (που της απέσπασε και το αναντίστοιχο βραβείο στο φεστιβάλ των Κανών), καταφέρνει τελικά να σε παρασύρει στην οποιαδήποτε απόφαση της.

 

*** Ταξιδεύοντας με τον εχθρό μου

Hostiles. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σκοτ Κούπερ. Ηθοποιοί: Κρίστιαν Μπέιλ, Ρόζαμουντ Πάικ, Γουές Στάντι, Σκοτ Σέπερντ, Άβα Κούπερ, Στέλλα Κούπερ, Ντέιβιντ Μίντθαντερ. 134 λεπτά.

Είναι αρκετός καιρός που δεν έχουμε δει ένα καλό γουέστερν, και η εμφάνιση του πολύ καλού αυτού, βίαιου γουέστερν, «Ταξιδεύοντας με τον εχθρό μου» του ηθοποιού/σκηνοθέτη Σκοτ Κούπερ («Ανίερη συμμαχία», «Σκουριασμένη πόλη») ειναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη. Η ταινία ξεκινά με ένα απόσπασμα του Ντ. Χ. Λόρενς, «βασικά η αμερικανική ψυχή είναι σκληρή, απομονωμένη, στωική και δολοφονική. Ακομη δεν εχει λιώσει.» Αυτή τη «βασανισμένη» ψυχή παρακολουθούμε μέσα από το ταξίδι που αναλαμβάνει ένας λοχαγός του αμερικανικού στρατού, που μισεί τους Ερυθρόδερμους, να μεταφέρει, το 1892, έναν αρχηγό της φυλής των Σεγιέν από το Νέο Μεξικό στη Μοντάνα, ενώ μαζι τους ταξιδεύει και μια γυναίκα της οποίας οι Κομάντσι έχουν σφαγιάσει τον σύζυγο και τα τρία παιδιά της.

Ταξίδι δύσκολο, με συγκρούσεις, εκπλήξεις και ωμότητα, σκηνοθετημενο με ωραίο ρυθμό, με τους χώρους έξοχα φωτογραφημένους από τον Μασανόμπου Τακαγιανάγκι, δίνοντας στα τοπία την ομορφιά και το λυρισμό που συναντάμε στις ταινίες του Τζον Φορντ (με ενα θέμα μάλιστα που θυμίζει την «Αιχμάλωτο της ερήμου»), του Σάμ Πέκινπα και του Άντονι Μαν. Η μόνη βασικά αδυναμία της ταινίας είναι η επιμονή του σκηνοθέτη να δώσει ένα διδακτικό τόνο (ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος) στην ιστορία που μας αφηγείται

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΙΣΙ 15:17 (The 15:17 to Paris). ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία:Κλιντ Ίστγουντ

Την αληθινή ιστορία των τριών Αμερικανών που τον Αύγουστο του 2015 στη Γαλλια, στο τρένο Thalys, που κατευθυνόταν στο Παρίσι, κατάφεραν να αποτρέψουν τρομοκρατική επίθεση. Μια «πατριωτική», σκηνοθετημένη με ρυθμό και σασπένς, περιπέτεια με τον Ιστγουντ, δημιουργό μερικών κλασικών σήμερα ταινιών («Οι ασυγχώρητοι», «Grand Torino») να επιλέγει τους πραγματικούς ήρωες του περιστατικού για να ερμηνεύσουν τους ρόλους – κάτι που πετυχαν κάποτε οι Ιταλοί στις νεορεαλιστικές τους ταινίες αλλά που δυστυχώς δεν αποδίδει όσο θα περίμενε κανείς σε μια περιπέτεια αγωνίας.