Από το πολιτικό θρίλερ του Κρουιτόφ στο ανανεωτικό σλάσερ του Τι Γουέστ – και μια γενναία Φιλιππινέζα στην ταινία της Λαιμού

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Υποσχέσεις

Les promesses. Γαλλία, 2021. Σκηνοθεσία: Τομά Κρουιτόφ. Σενάριο: Ζαν-Μπατίστ Ντελαφόν, Τομά Κρουιτόφ. Ηθοποιοί: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Ρεντά Κατέμπ, Λοράν Πουατρενό, Ζάν-Πολ Μπορντές. 98´

Στο πολιτικό θρίλερ στρέφεται τη φορά αυτή ο Τομά Κρουιτόφ («Η συνωμοσία της σκιάς») για να αφηγηθεί τον αγώνα μιας τολμηρής δημάρχου ενάντια στη διαφθορά και τις πολιτικές ίντριγκες.

Η δυο φορές εκλεγμένη δήμαρχος Κλεμάνς (εξαίρετη στο ρόλο η Ιζαμπέλ Ιπέρ), προσπαθεί με τη βοηθεια του δυναμικό βοηθού της, Γιαζίντ (μια δοσμένη με δύναμη και εκπληκτική πειθώ ερμηνεία από τον Ρεντά Κατέμπ), στον οποίο η Κλεμάνς σχεδιάζει να παραχωρήσει τη θέση στις επόμενες εκλογές, να εξασφαλίσει την έγκριση ενός σημαντικού ποσού για να σώσει τα κτίρια μιας υποβαθμισμένης περιοχής όπου στεγάζονται χιλιάδες φτωχοί, πολλοί από αυτούς και άνεργοι, μετανάστες. Έγκριση την οποία η κυβέρνηση αρνείται επειδή, πίσω από τον οικισμό κρύβονται σημαντικά άτομα που εκμεταλλεύονται οικονομικά τα στοιβαγμένα με μετανάστες διαμερίσματα.

Με ένα σενάριο που συνδυάζει με επιτυχία τις διάφορες επιμέρους ιστορίες που μας δίνουν την αληθινή εικόνα πίσω από τον αγώνα εξουσίας ανάμεσα στα πρόσωπα που αποτελούν κυβέρνηση, τοπικές αρχές και φιλόδοξους πολιτικούς, με μόνο ίσως ελάττωμα, την έλλειψη μιας σε βάθος ανάπτυξη του χαρακτήρα της Κλεμανς, ο Κρουιτόφ έφτιαξε ένα δυνατό πολιτικό θρίλερ, ισορροπώντας ανάμεσα στην επιμονή αλλά και τις αμφιβολίες της Κλεμάνς και των προσπαθειών των ανθρώπων γύρω της (υποστηρικτών και μη) να περάσουν τα δικά τους προσωπικά συμφέροντα στο πολύπλοκο πρόβλημα μιας κοινωνίας όπου το κέρδος και οι προσωπικές φιλοδοξίες υπερισχύουν στις ανάγκες των απλών, χωρίς τα μέσα για να εκφράσουν ή να υποστηρίξουν τις απόψεις τους, πολιτών.

*** 16 φορές άνοιξη

Seize printemps. Γαλλία, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σουζάν Λεντόν. Ηθοποιοί: Σουζάν Λεντόν, Αρνό Βαλουά, Φρεντερίκ Πιέρο. 73´

Η φαντασία και η πραγματικότητα αναμιγνύονται μέσα από την ιστορία του πρώτου έρωτα ενός 16χρονου κοριτσιού για ένα 35χρονο άντρα, στην όμορφη αυτή πρώτη ταινία της Σουζάν Λεντόν, κόρης της Σαντρίν Κιμπερλέν και του Βενσάν Λεντόν.

Βαριεστημένη από τις συμμαθήτριες και τους συμμαθητές της, η Σουζάν (που την ερμηνεύει η ίδια, η 21χρονη σκηνοθέτρια) βρίσκει ξαφνικά ενδιαφέρον σ’ ένα μεγαλύτερος της άντρα, τον ηθοποιό Ραφαέλ (ένας πολύ καλός Αρνό Βαλουά), που βλέπει να στέκεται έξω από ένα θέατρο της Μονμάρτης. Βαριεστημένος κι αυτός, ύστερα από ένα ρόλο που παίζει εδώ και μερικά χρόνια, και θέλοντας να ερμηνεύσει πολύ διαφορετικούς ρόλους, αφήνεται να παρασυρθεί από την αθωότητα και την μαγευτική αφέλεια της Σουζάν.

Παρόλο που οι συναντήσεις τους δεν έχουν καμία σεξουαλική επαφή, η σκηνοθέτρια ακολουθεί τα δυο βασικά της πρόσωπα, καταγράφοντας σε γκρο πλάνα, με μια κάμερα στο χέρι, και αναμιγνύοντας, όμορφα και με ένα σχεδόν μουσικό θα έλεγα ρυθμό, τα ερωτικά σκιρτήματα και τα μπερδεμένα αισθήματα και τις ανασφάλειες, μιας μοναχικής, που πιστεύει πως δεν μπορεί να ταιριάξει με τους συνομηλίκους της, Σουζάν, με τη φαντασία και το όνειρο, όπως στη σκηνή όπου ενώ οι δυο τους πίνουν το κόκκινο αναψυκτικό τους στο δίπλα στο θέατρο καφέ, οδηγούνται ξαφνικά σε ένα πανέμορφο χορογραφικό ντουέτο. Προσφέροντας μας, μέσα από το σφιχτοδεμένο σενάριο κι ένα τέλεια ελεγχόμενο, χωρίς περιττές σκηνές, ρυθμό (με την ταινία να διαρκεί μόλις 73 λεπτά), μια ξεχωριστή, τρυφερή ματιά πάνω στο συχνά βασανιστικό, αγχωτικό πέρασμα από την παιδική αθωότητα στην ενηλικίωση.

*** Χ

ΗΠΑ, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τι Γουέστ. Ηθοποιοί: Μία Γκοθ, Τζένα Ορτέγκα, Μπρίτανι Σνόου, Κιντ Κούντι, Μάρτιν Χέντερσον. 105´

Συναρπαστικό, καθηλωτικό, ανανεωμένο splasher, με ρυθμό, πρωτοτυπίες και εκπλήξεις, είναι το θρίλερ τρόμου «Χ» του Τι Γουέστ, που μου θύμισε την περίοδο των ταινιών σκηνοθετών όπως ο Τζον Κάρπεντερ. ο Τόμπ Χούπερ, ο Γουές Κρέιβεν και ο Τζορτζ Ρομέρο.

Βρισκόμαστε στο Τέξας το 1979, περίοδο άνθησης των ταινιών πορνό,
όταν μια ομάδα νεαρών, με επικεφαλής ένα φιλόδοξο σκηνοθέτη, φτάνει σε ένα απόμερο αγρόκτημα έξω από το Χιούστον, για να γυρίσει ένα χαμηλού κόστους πορνό με το τίτλο, «Τα κορίτσια του αγρότη». Πέντε άτομα που διψάνε για διασημότητα, ανάμεσα τους ο φιλόδοξος με όνειρα auteur και ανατροπών στο ειδος του πορνό, σκηνοθέτη, Αρ Τζέι και η φιλενάδα του και ηχολήπτρια Λορέν, ο ιμπρεσάριος Γουέιν και η φιλενάδα του Μαξίν, η σέξι χορεύτρια, πρωταγωνίστρια του πορνό, Μπόμπι-Λιν και ο φίλος της και συμπρωταγωνιστής της, Τζάκσον.

Στο 24ωρο που διαρκεί η ταινία και με το μεγαλύτερο μέρος της να εκτυλίσσεται τη νύχτα, τα πράγματα αρχίζουν πολύ γρήγορα να αλλάζουν, όταν το ηλικιωμένο ζευγάρι στο οποίο ανήκει η αγροικία κάνει την εμφάνιση του και από υποτιθέμενη ταινία πορνό η ταινία αρχίζει να μετατρέπεται σε ταινία τρόμου/slasher. Η φαινομενικά άκακη γριά Περλ (ίσως μια γερασμένη Περλ από τη «Μονομαχία στον ήλιο» που εδώ καταλήγει σε μονομαχία στο σκοτάδι) και ο γέρος σύντροφος της, Χάουορντ, δυο άτομα με μαραμένη σεξουαλικότητα, είτε για να ενδυναμώσουν τη σεξουαλική τους ανεπάρκεια (εξαιρετική είναι η σκηνή όπου μια γυμνή Περλ χώνεται στο κρεβάτι δίπλα σε μια κοιμισμένη Μαξίν και αρχίζει να τη χαϊδεύει),είτε για να εκδικηθούν την αχαλίνωτη νεολαία (στοιχείο που τονίζει και η τηλεοπτική εκπομπή – λάιτ-μοτίβ της ταινίας – με τον φανατισμένο ευαγγελιστή), αρχίζουν μια άγρια, αποτρόπαιη σφαγή, με σκηνές που φέρνουν στο νου τόσο τον «Σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι» όσο και το «Ψυχώ» του Χίτσκοκ (στο οποίο γίνεται ξεχωριστή, με μαύρο χιούμορ, αναφορά).

Με τις διάφορες αναφορές στις ταινίες της περιόδου και με επίκεντρο πάντα τον ίδιο τον κινηματογράφο (τα γυρίσματα και τεχνικές λεπτομέρειες μέχρι το ντύσιμο των ηθοποιών και και τη συμπεριφορά τους), και με το χιούμορ πάντα παρόν, με έμμεσες αναφορές στη σύγχρονη πραγματικότητα (ο γέρος δολοφόνος θα μπορούσε να είναι ένας Τραμπ που αρνείται να δεχτεί τις αλλαγές μιας νεότερης Αμερικής), ο Τι Γουέστ κατάφερε να φτιάξει ένα είδος διασκεδαστικού, ευπρόσδεκτου «Σχιζοφρενή πορνοδολοφόνου με το πριόνι».

*** Αγία Έμυ

Ελλάδα, 2021. Σκηνοθεσία: Αρασέλη Λαιμού. Σενάριο: Αρασέλη Λαιμού, Τζούλια Καρούζο. Ηθοποιοί: Αμπιγκάελ Λόμα, Χασμίν Κίλιπ, Ειρήνη Ιγγλέση, Μιχάλης Συριόπουλος. 111´

Σ’ ένα ταξίδι σε ένα είδος μυστικισμού, αλλά και σ’ ένα κόσμο που σε μας φαίνεται «εξωτικός», μας οδηγεί η Αρασέλη Λαιμού με το σκηνοθετικό της ντεμπούτο «Αγία Έμυ», που είχε πρωτοπροβληθεί (και βραβευτεί με Ειδική μνεία της επιτροπής) στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.

Η Λαιμού μας μεταφέρει σε μια Καθολική κοινότητα Φιλιππινέζων στον Πειραιά, που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυστικισμού. Η Έμυ είναι μια έφηβη Φιλιππινέζα που ζει με τη μεγαλύτερη αδερφή της, Τερέζα, σε μια κοινότητα που αγωνίζεται καθημερινά για ένα καλύτερο – αν και δυστυχώς απομακρυσμένο – μέλλον. Με υπερφυσικές δυνάμεις – όπως και η μητέρα της που αναγκάστηκε να τις εγκαταλείψει και να επιστρέψει στις Φιλιππίνες – που χρησιμοποιεί για να γιατρέψει τους ανθρώπους, η Έμυ προσπαθεί να ζήσει και να αφομοιώσει ότι καλύτερο, ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους: εκείνο της θρήσκας, παραδομένης στο μυστικισμό, φιλιππινέζικης κοινότητας, κι εκείνο του σύγχρονου ελληνικού χώρου, πού, όπως και η πλούσια αντιπαθητική Ελληνίδα, σκοπό της έχει να την εκμεταλλευτεί.

Η Λαιμού έφτιαξε μια συναρπαστική ταινία γύρω από ενός άλλου είδους διαφορετικότητα, με ηρωίδα μια νεαρή γενναία γυναίκα που χρησιμοποιεί το σώμα και τις διανοητικές της ικανότητές για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα βάρη, μαζί και τις συχνά καταπιεστικές παγανιστικές παραδόσεις και θρησκευτικές αντιλήψεις της κοινότητάς της αλλά και τα βάσανα της ζωής των μεταναστών, και να ανακαλύψει τον πραγματικό εαυτό της και να μπορέσει τελικά να απελευθερωθεί.

** ½ – Η πόλη και η πόλη

Ελλάδα/Γερμανία/ΗΠΑ, 2021. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία: Σύλλας Τζουμέρκας, Χρήστος Πασιαλής. Με τους: Βασίλη Κανάκη, Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου, Αγγελική Παπούλια, Αργύρη Ξάφη. 87´

Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ταξίδι στο παρελθόν και στη μνήμη, μέσα από την ιστορία και τη συμπεριφορά μιας πόλης, της Θεσσαλονίκης, στη διάρκεια δυο αιώνων, κάνουν με το ντοκιμαντερ τους αυτό (μαζί και με αναπαραστάσεις συγκεκριμένων γεγονότων) ο γνωστός σκηνοθέτης Σύλλας Τζουμέρκας («Το θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών») και ο ηθοποιός, στην πρώτη του σκηνοθεσία, Χρήστος Πασιαλής («Κυνόδοντας»).

Η μισαλλοδοξία, ο συντηρητισμός, η ρατσιστική συμπεριφορά, τα πολιτικά παιχνίδια και τα διάφορα ψέματα, μέσα από την ιστορία μιας πόλης και μιας κοινότητας, εκείνης των Εβραίων, που πλήρωσε ακριβά την παρουσία και την άνθιση της, περνάνε κάτω από το μικροσκόπιο των δυο σκηνοθετών που διεισδύουν στις απωθημένες μνήμες, μέσα από την τολμηρή βουτιά που κάνουν ανάμεσα στο παρελθόν – την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας – και το παρόν (τις ενοχές) μιας πόλης με κρυμμένα και απωθημένα μυστικά!

** ½ – Διόνυσος, η επιστροφή

Ελλάδα, 2020. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σπύρος Τσιφτσής. Με τον: Θεόδωρο Τερζόπουλο. 97´

Την πορεία του πρωτοποριακού σκηνοθέτη Θόδωρου Τερζόπουλου, από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του στη Βόρειο Ελλάδα μέχρι την καριέρα του στην Αθήνα και τα ταξίδια του ανά τον κόσμο (από Αυστραλία και Κίνα μέχρι το Μπερλίνερ Ανσάμπλ του Βερολίνου, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ) παρουσιάζει στο ντοκιμαντέρ του αυτό ο Σπύρος Τσίφτσης.

Ένα μακρύ, συναρπαστικό ταξίδι, με οδηγό τον ίδιο τον Τερζόπουλο μπροστά στο φακό, να αφηγείται όχι μόνο τον τρόπο εργασίας του αλλά και να βλέπουμε την ίδια δουλειά του – με ενδιάμεσα αποσπάσματα – από έργα όπως η «Μήδεια» και οι «Βάκχες» που ανέβασε τόσο στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας (χρησιμοποιώντας στοιχεία από τα τοπικά, συγγενικά με τα ελληνικά, έθιμα των Αβορίγινων) όσο και στους Δελφούς και στο Θέατρο Άττις στο Μεταξουργείο.