ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από το νεαρό θύμα του φονταμενταλισμού των Νταρντέν στη δεύτερη εισβολή των εξωγήινων τεράτων του Κρασίνσκι

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Ανάμεσά μας
Le jeune Ahmed. Βέλγιο/Γαλλία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ζαν-Πιερ & Λικ Νταρντέν. Ηθοποιοί: Ιντίρ Μπεν Αντί, Ολιβιέ Μπονό, Μιριέμ Αχεντιού. 85’

Μια πολύ δυνατή, αρκετά, πρέπει να πω, διαφορετική από τις προηγούμενες ταινίες τους, αποδείχτηκε η ταινία «Ανάμεσά μας» (πρωτότυπος τίτλος: «Ο νεαρός Αχμέντ») των γνωστών μας Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν, που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Κανών. Ταινία που αντιμετωπίζει τον τζιχαντισμό και γενικά τον θρησκευτικό φανατισμό με ένα έξυπνο τρόπο, μέσα από ένα 13χρονο αγόρι, τον Αχμέντ του τίτλου, γιο μεταναστών, γεννημένο στη Γαλλία, που παρασύρεται από τα διδάγματα ενός φανατικού Ιμάμη, που προσπαθεί να τον μετατρέψει σε «αληθινό» και πιστό μουσουλμάνο, για να εναντιωθεί, με κάθε τρόπο (ακόμη και με το έγκλημα) ενάντια στους άπιστους.

Αντίθετα με τη μητέρα του, τη φιλελεύθερη δασκάλα του, που του έχει αδυναμία, και άλλους γύρω του, που προσπαθούν να τον συνεφέρουν και να τον απομακρύνουν από τα επικίνδυνα διδάγματα του Ιμάμη, ο νεαρός Αχμέντ συνεχίζει με πείσμα την επικίνδυνη πορεία του, αποφασισμένος, να δράσει όσο πιο αποτελεσματικά και, κάποια στιγμή, να σκοτώσει την «ακάθαρτη», σύμφωνα με τον Ιμάμη, δασκάλα του.

Οι βραβευμένοι δυο φορές με το Χρυσό Φοίνικα («Το αγόρι» και «Ροζέτα») Νταρντέν αποφεύγουν τον οποιοδήποτε συναισθηματισμό για να πάνε κατευθείαν, και με ένα αυστηρό, λιτό, μπρεσονικό θα έλεγα, τρόπο, στο θέμα τους. Με μικρές, απλές, ωραία στημένες, σκηνές, «χτίζουν» μεθοδικά το χαρακτήρα του Αχμέντ, ενώ παράλληλα, αναπτύσσουν τις προσπάθειες των συγγενών και φίλων (μαζί κι ενός κοριτσιού, που για ένα πολύ σύντομο δυστυχώς διάστημα κάνει τον Αχμέντ να ξεφύγει από το σκοπό του) να τον βοηθήσουν να ξεφύγει από τον φανατικό κλοιό που τον οδηγεί αναπόφευκτα στην καταστροφή του.

Χωρίς να είναι από τα μεγάλα τους αριστουργήματα, η ταινία είναι σίγουρα ένα σημαντικό, αναγκαίο για την εποχή μας, σκηνοθετημένο με νεύρο και δύναμη, έργο, που δείχνει πως οι αδερφοί Νταρντέν παραμένουν ανάμεσα στους λίγους δυστυχώς Ευρωπαίους σκηνοθέτες που σήμερα εξακολουθούν με την ίδια επιμονή, πίστη και, πάνω απ’ όλα, εξαιρετικό ταλέντο, να μας μιλούν για επίκαιρα, καυτά θέματα της εποχής μας.

*** Ένα ήσυχο μέρος 2

A Quiet Place Part II. ΗΠΑ, 2020. Σκηνοθεσία: Τζον Κρασίνσκι. Σενάριο: Τζον Κρασίνσκι, Σκοτ Μπακ, Μπράιαν Γουντς. Ηθοποιοί: Έμιλι Μπλαντ, Μίλισεντ Σίμοντς, Κίλιαν Μέρφι, Τζον Κρασίνσκι. 97΄

Σπάνια ένα σίκουελ πετυχαίνει όσα πετυχαίνει η αρχική ταινία. Κι όμως ο Τζον Κρασίνσκι, σκηνοθέτης της ιδιαίτερα πετυχημένης ταινίας τρόμου «Ένα ήσυχο μέρος» (2018), το κατάφερε. Με το δεύτερο αυτό μέρος έδειξε πως ένας σκηνοθέτης μπορεί, με ταλέντο, ευρηματικότητα και πρωτοτυπία, να φτιάξει κάτι το διαφορετικό και εξίσου συναρπαστικό. Ο τρόμος δεν δημιουργείται ούτε με τα αμέτρητα τέρατα και τους εκκωφαντικούς ήχους, ούτε με τα γρήγορο, κοφτό μοντάζ, σχεδιασμένο για να τρομάξει με τις απρόσμενες φριχτές εικόνες του, ούτε με το μπόλικο αίμα που προσφέρουν τα splatter movies.

Η ταινία ξεκινάει ήρεμα, σχεδόν σαν την ταινία του Χίτσκοκ «Τα πουλιά». Εκεί, οι κάτοικοι μιας παραθαλάσσιας πόλης ξαφνικά ανακαλύπταν τον τρόμο να έρχεται από τον ουρανό, με τα πουλιά να επιτίθενται σε μια πλατεία, με τον κόσμο να τρέχει τρομαγμένος να σωθεί, με πολλούς να βρίσκουν άσυλο σε ένα εστιατόριο.

Στην ταινία του Κρασίνσκι, βρισκόμαστε σ’ ένα γήπεδο μπέζιμπολ, όπου, όταν ξαφνικά το κακό φτάνει από τον ουρανό, τρομάζει τους κατοίκους που το βάζουν στα πόδια έντρομοι, στην προσπάθειά τους να σωθούν από την ξαφνική επιδρομή εξωγήινων όντων, με τον Λι Άμποτ (Τζον Κρασίνσκι), την κωφάλαλη κόρη του, Ρίγκαν (Μίλισεντ Σίμοντς) και την Έβελιν (Έμιλι Μπλαντ), με τους δυο γιους της, να προσπαθούν να σώσουν τα παιδιά τους. Στη γνωστή μας ήδη οικογένεια των Άμποτ και ύστερα από το θάνατο του Λι, θα προστεθεί ένα καινούριο πρόσωπο, ο Έμετ (Κίλιαν Μέρφι), εχθρικός στην αρχή αλλά που τελικά θα συνεργαστεί μαζί τους για να αντιμετωπίσουν τα τέρατα.

Με γρήγορα τράβελινγκ, απειλητικούς ήχους και ωραίο μοντάζ, που τονίζουν τον πανικό, ο Κρασίνσκι καταφέρνει, από τα πρώτα πλάνα, να δώσει το ρυθμό αλλά και να διευθύνει με μαεστρία τον τρόμο που σταδιακά και με σιγουριά, απλώνεται στην πόλη και έξω από την οθόνη στους θεατές, που, παρασυρμένοι, αφήνονται σ’ αυτό το ατέλειωτο roller coaster τρόμου.

Ο Κρασίνσκι γνωρίζει καλά το είδος, ξέρει όμως και να το ανανεώνει και να το κρατάει ζωντανό όταν χρειάζεται. Με ένα έξυπνα ενορχηστρωμένο ρυθμό (άλλοτε γρήγορο κι άλλοτε ήρεμο για να δημιουργηθούν οι αναγκαίες, χωρίς ποτέ να κουράζουν, παύσεις), με κυνηγητά και συνεχή ευρήματα, με τα πρόσωπά του να εφευρίσκουν έξυπνους τρόπους για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό, δίνοντας στα νεότερα πρόσωπα (την κόρη και το γιο) σκηνές που αναδεικνύουν την εξυπνάδα και την προσωπικότητά τους και διευρύνοντας τη φορά αυτή ακόμη και το διάλογο, καταφέρνει να μας κρατήσει ακίνητους και σε συνεχή ένταση στις θέσεις μας, παρόλο που, σε αντίθεση με άλλες ταινίες επιστημονικής φαντασίας/τρόμου, ποτέ δεν μαθαίνουμε ποια είναι αυτά τα τέρατα και τι γυρεύουν στον πλανήτη μας.

** ½ – Μήλα

Ελλάδα, 2020. Σκηνοθεσία: Χρήστος Νίκου. Σενάριο: Χρήστος Νίκου, Σταύρος Ράπτης. Ηθοποιοί: Άρης Σερβετάλης, Σοφία Γεωργοβασίλη, Άννα Καλαϊτζίδοιυ, Αργύρης Μπακιρτζής, Κώστας Λάσκος. 91΄

Ταινία δοσμένη μ’ ένα φαινομενικά «ουδέτερο» στιλ και με κάποιες σουρεαλιστικές πινελιές, αποδείχτηκε η ταινία «Μήλα» του Χρήστου Νίκου, που ήδη μας έρχεται με διάφορα διεθνή βραβεία σε φεστιβάλ όπως αυτά του Δουβλίνου, του Ντένβερ και του Σικάγου. Με ξένους κριτικούς να βιαστούν να την τοποθετήσουν στο είδος του weird cinema του Λάνθιμου και της ομάδας του, όταν μάλιστα ο Νίκου  διετέλεσε βοηθός του Λάνθιμου στον «Κυνόδοντα» (αν και η ταινία του Νίκου δείχνει να έχει περισσότερο συναίσθημα και να προσφέρει μια πιο αισιόδοξη λύση από τις ελληνικές ταινίες του μέντορά του).

Η ταινία εκτυλίσσεται σε μια Ελλάδα όπου, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, έχει ξεσπάσει μια πανδημία αμνησίας – ο Covid 19 δεν είναι μακριά. Με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να χάνουν ξαφνικά τη μνήμη τους (σε μια από τις πρώτες σκηνές βλέπουμε ένα άνθρωπο που μόλις έχει τρακάρει με το αυτοκίνητό του να κάθεται απορημένος έξω από αυτό και να επιμένει πως δεν έχει καμιά σχέση με το αυτοκίνητο). Τη φροντίδα των πλουσίων που χάνουν τη μνήμη τους αναλαμβάνουν οι δικοί τους, ενώ, αντίθετα, τους υπόλοιπους τους κλείνουν σε νοσοκομεία, όπου, με βάση ένα πρόγραμμα αποκατάστασης, αρχίζουν να τους δημιουργούν μια νέα ταυτότητα.

Μια τέτοια ταυτότητα προσπαθούν να δώσουν και στον πρωταγωνιστή της ταινίας, τον Άρη (Άρης Σερβετάλης), ο οποίος ξυπνάει μια μέρα κι αρχίζει να κάνει διάφορα πράγματα, ασυνήθιστα από την προηγούμενη, οργανωμένη, συζυγική, όπως μαθαίνουμε αργότερα, ζωή του: ήδη από την πρώτη σκηνή τον βλέπουμε να κτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο, ενώ, στη συνέχεια, αγοράζει λουλούδια χωρίς να ξέρουμε ή να ξέρει ο ίδιος για ποιον και, λίγο μετά, ξυπνάει σε λεωφορείο χωρίς να ξέρει πού βρίσκεται, απ’ όπου θα τον μεταφέρουν σε ειδικό νοσοκομείο όπου προσπαθούν να του δημιουργήσουν μια νέα ταυτότητα και μια καινούρια ζωή.

Έτσι αρχίζει η καινούρια πορεία για τον Άρη (με τον Άρη Σερβετάλη σ’ ένα ρόλο που δυστυχώς δεν τον αφήνει να εκφραστεί αρκετά – η μόνη βασικά σχέση με τους deadpan ρόλους που συναντάμε στον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου), στο καινούριο, άχαρο διαμέρισμα που του παρέχουν, και ο οποίος πρέπει ν’ ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα σύμφωνα με ηχογραφημένες, αν και συχνά παράλογες, οδηγίες, να τραβάει φωτογραφίες με την πολαρόιντ για να δείχνει την πορεία του στους γιατρούς που τον φροντίζουν αλλά και για τη νέα του ταυτότητα που του ετοιμάζουν. Εμπειρίες που ταυτόχρονα μας αποκαλύπτουν την κενότητα μιας χωρίς σκοπό, ή διέξοδο, αποξενωμένης ζωής και που η «συμμαζεμένη», με ξεθωριασμένα χρώματα, φωτογραφία (σε φορμά 4:3) του Μπαρτόζ Σβιρνιάσκι τονίζει ακόμη περισσότερο.

Στη «νέα» του αυτή ζωή θα γνωρίσει και μια το ίδιο μ’ αυτόν αμνησιακή κοπέλα (στο σινεμά που πηγαίνουν), την Άννα, που προσπαθεί να ενταχθεί στο πρόγραμμα αποκατάστασης που προσφέρει το κράτος και να ανοίξει ένα καινούριο δρόμο στη νέα της ζωή – δυστυχώς σχέση που δεν αναπτύσσεται αρκετά. Με τα μήλα που αγοράζει στην αρχή της ταινίας και τρώει με απληστία ο Άρης (θα σταματήσει να τα τρώει όταν ο μανάβης του πει πως αυτά επαναφέρουν τη μνήμη), να χρησιμοποιούνται ως μεταφορά για την επαναφορά στην προηγούμενη ζωή, τις ομορφιές και τις απολαύσεις της. Με τον σκηνοθέτη να βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει, με μαύρο, αν και όχι πάντα, χιούμορ, για την ανάγκη της μνήμης, την απώλεια αλλά και γενικότερα τη ζωή και το θάνατο.

** ½ – Ράφτης

Ελλάδα, 2020. Σκηνοθεσία: Σόνια Λίζα Κέντερμαν. Σενάριο: Σόνια Λίζα Κέντερμαν, Τρέισι Σάντερλαντ. Ηθοποιοί: Δημήτρης Ήμελλος, Ταμίλλα Κουλίεβα, Θανάσης Παπαγεωργίου, Στάθης Σταμουλακάτος, Δάφνη Μιχοπούλου. 100΄

Την κρίση, όπως τη ζει ένας ονειροπόλος ράφτης, παρουσιάζει στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της η Ελληνογερμανίδα Σόνια Λίζα Κέντερμαν, που είχαμε γνωρίσει από τις μικρού μήκους ταινίες της, «Νικολέτα» και «Λευκό σεντόνι». Το επάγγελμα του ράφτη βέβαια έχει αρχίσει να εξαφανίζεται εδώ και αρκετά χρόνια, υπάρχουν όμως, ευτυχώς, ακόμη μερικοί, που, όπως ο ήρωας της ταινίας της Κέντερμαν, ο 50χρονος Νίκος (Δημήτρης Ήμελλος) και ο πατέρας του, εξακολουθούν με πάθος και επιμονή να ράβουν ανδρικά κοστούμια. Μόνο που η πελατεία είναι σπάνια, το ραφτάδικο κινδυνεύει να το πάρει η τράπεζα και ο Νίκος, ράφτης της «παλιάς κοπής», για αριστοκράτες πελάτες της δεκαετίας του ’60, παρόλο που κάθε μέρα, ανοίγει το οικογενειακό του ραφτάδικο, κανένας πελάτης δυστυχώς δεν εμφανίζεται.

Ώσπου, απελπισμένος, και με τον πατέρα του στο νοσοκομείο, ο Νίκος, εμπνευσμένος από ένα πλανόδιο πωλητή βιβλίων, αποφασίζει να φτιάξει το δικό του κινητό ραφτάδικο. Με τη βοήθεια μάλιστα μιας συμπαθητικής γειτόνισσας και την επιμονή μιας πελάτισσας που τον θέλει να ράψει νυφικό για την κόρη της, ο Νίκος θα στραφεί γρήγορα και με ανέλπιστη επιτυχία, σε ράφτη νυφικών.

Η Κέντερμαν θέλησε να φτιάξει ένα είδος παραμυθιού με ήρωα ένα ονειροπόλο, που αρνείται να ενηλικιωθεί, ράφτη, σε μια κοινωνία, που δεν είναι έτοιμη να τον αποδεχτεί.

Παρόλο που το σενάριο δεν έχει πάντα την ανάπτυξη και το ρυθμό που θα περίμενες (οι σχέσεις με τη γειτόνισσα αναπτύσσονται κάπως σπασμωδικά αντίθετα μ’ εκείνες με τη μικρή της κόρη, ή με τους δυο ηλικιωμένους φίλους του πατέρα), η σκηνοθέτρια καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, ιδιαίτερα χάρη στην εξαιρετική ερμηνεία του Ήμελλου, που καταφέρνει με το βλέμμα να εκφράσει δύσκολες καταστάσεις και γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του (συχνά θυμίζοντάς μου τον Πιέρ Ετέξ), καθώς και με το ιδιαίτερα πρώτο μέρος, με τον Νίκο είτε εγκλωβισμένο στο ραφτάδικό του είτε να περιφέρεται στους δρόμους και τις λαϊκές αγορές, αναζητώντας πελάτες – σκηνές που έχουν έντονα το νεορεαλιστικό στοιχείο, στο οποίο ο Γιώργος Μιχαλής καταφέρνει, με την κάμερά του, να δώσει την απαιτούμενη αυθεντικότητα.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Η ωραία της ημέρας

Belle de jour. Γαλλία, 1967. Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ. Σενάριο: Ζαν-Κλοντ Καριέρ, Λουίς Μπουνιουέλ, από μυθ. Ζοζέφ Κεσέλ. Ηθοποιοί: Κατρίν Ντενέβ, Ζαν Σορέλ, Μισέλ Πικολί, Πιέρ Κλεμαντί, Ζενεβιέβ Παζ. 100΄

Κάθε ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ δεν είναι μόνο ένα σπάνιο και ανεκτίμητο δώρο για τον φίλο του καλού κινηματογράφου, αλλά και για όποιον αγαπά τη μεγάλη και αληθινή τέχνη. Η ταινία του, «Η ωραία της ημέρας», που ο σκηνοθέτης γύρισε στη Γαλλία, παραμένει μια από τις καλύτερες ταινίες του σκηνοθέτη της «Χρυσής εποχής» (L’age d’or).

Βασισμένη σ’ ένα μυθιστόρημα του ακαδημαϊκού Ζάν Κεσέλ, η ιστορία της ταινίας αφηγείται τις περιπέτειες μιας γυναίκας της αστικής τάξης, που, όταν δε βρίσκει σεξουαλική ικανοποίηση κοντά στον άντρα της, αποφασίζει να την αναζητήσει και να την αποκτήσει μ’ οποιονδήποτε άλλο τρόπο, φτάνοντας στο σημείο να δέχεται «πελάτες» σ’ έναν οίκο ανοχής.

Εκείνο που βασικά θέλησε να δώσει στην ταινία του ο Μπουνιουέλ δεν είναι, όπως υποστήριξαν μερικοί, να κάνει μια απολογία των σεξουαλικών διαστροφών, αλλά να ρίξει το τείχος της ντροπής που χωρίζει τους ανθρώπους από την πλήρη σεξουαλική ικανοποίηση. Η Σεβερίν (Κατρίν Ντενέβ), ηρωίδα της ταινίας, είναι θύμα της τάξης της, θύμα που όμως καταφέρνει να «επαναστατήσει» με τον τρόπο που μπορεί.

Όταν στον άντρα της βρίσκει την ψυχρότητα, η Σεβερίν, στην αρχή μέσα από το όνειρο, και αργότερα μέσα από την ίδια την πραγματικότητα, καταφέρνει να ικανοποιήσει τις μαζοχιστικές τάσεις της, τάσεις που όπως μας διδάσκει η ψυχολογία υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις γυναίκες.

Όταν μαθαίνει πως μια φίλη τους, μια γυναίκα της «καλής τάξης» εργάζεται κρυφά σε οίκο ανοχής, η Σεβερίν ταράζεται, δεν μπορεί να ησυχάσει. Σε λίγο καταφέρνει να κατανικήσει τους δισταγμούς της και να πάει και η ίδια σ’ ένα «κρυφό σπίτι». Οι ερωτικές της επαφές με ανθρώπους όλων των ορέξεων (σαδιστές, μαζοχιστές, κτήνη) την κάνουν να ξεπεράσει την ίδια την ψυχρότητά της και ν’ αρχίσει να φέρεται εντελώς διαφορετικά στον άντρα της.

Ώσπου, στο «σπίτι» αυτό η Σεβερίν θα γνωρίσει έναν νεαρό γκάνγκστερ και θα τον ερωτευτεί. Φοβισμένη, και προτιμώντας τελικά την ασφάλεια που της προσφέρει ο άντρας της, η Σεβερίν θα εγκαταλείψει την «απασχόλησή» της, ο νεαρός όμως θα την ανακαλύψει και, όταν εκείνη τον αποκρούσει, αυτός θα στήσει καρτέρι και θα πυροβολήσει τον άντρα της. Η πράξη του αυτή θα του στοιχίσει τη ζωή, ενώ ο άντρας της Σεβερίν θα μείνει παράλυτος σε μια καρέκλα. Και η Σεβερίν θα επιστρέψει στα μαζοχιστικά της όνειρα…

Η ιστορία αυτή, που στο χαρτί ίσως φανεί κάπως κοινότυπη, μετατράπηκε από τον Μπουνιουέλ σ’ ένα εφιαλτικό έργο, έργο γεμάτο θαυμάσιες σκηνές, έργο εντελώς προσωπικό στο οποίο συναντούμε τα ίδια προβλήματα που απασχολούν τον Μπουνιουέλ από την εποχή του «Ανδαλουσιανού σκύλου» και της «Χρυσής εποχής» μέχρι τη «Βιριδιάνα» και τον «Εξολοθρευτή άγγελο».

Η εξαιρετική έγχρωμη φωτογραφία του Σασά Βιερνί, η χρησιμοποίηση των ήχων (καμιά μουσική υπόκρουση) και η ερμηνεία των ηθοποιών –από την Κατρίν Ντενέβ και τον Ζαν Σορέλ μέχρι τη Ζενεβιέβ Παζ (Μαντάμ Αναίς). τον Μισέλ Πικολί, τη Μάσα Μερίλ, τον Πιέρ Κλεμαντί, τον Φρανσίσκο Ραμπάλ, τον Ζορζ Μαρσάλ, τον Φρανσίς Μπλανς και τον Φρανσουά Μεστρ– κάνουν την ταινία μια τέλεια επιτυχία που δεν χορταίνει να τη βλέπει κανείς.

**** ΖΟΥΣΕ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ (Vivre sa vie). Γαλλία, 1962. Σκηνοθεσία: Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Σενάριο: Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Μαρσέλ Σακότ. Ηθοποιοί: Άνα Καρίνα, Σάντι Ρεμπότ, Αντρέ Σ. Λαμπάρθ. 80΄

Πώς μια κακοπληρωμένη και χωρίς να μπορεί να ξοφλήσει τα χρέη της νεαρή πωλήτρια μετατρέπεται σταδιακά σε πόρνη, μας παρουσιάζει μέσα από 12 ταμπλό/κεφάλαια ο Γκοντάρ στην ταινία του αυτή, όπου για πρωταγωνίστρια χρησιμοποιεί την τότε μούσα και γυναίκα του, Άνα Καρίνα. Και μια και πρόκειται για ταινία του Γκοντάρ, ξέρουμε από το πρώτο κιόλας πλάνο πως όλα παίζονται. Ολόκληρο μάλιστα το πρώτο κεφάλαιο είναι γυρισμένο με την πλάτη της Νανά (όνομα σίγουρα εμπνευσμένο από τον Ζολά (με την Καρίνα να θυμίζει τη Λουίζ Μπρουκς και τον Γκοντάρ να μας θυμίζει την αγάπη του για τον κλασικό κινηματογράφο) απέναντι από την κάμερα και χρειάζεται να φτάσουμε στο κεφάλαιο με την Νανά να παρακολουθεί, σε σινεμά, την προβολή της κλασικής ταινίας του Ντράγιερ, «Τα πάθη της Ζαν Ντ’ Αρκ», για να δούμε το πρόσωπό της (πρόσωπο μάλιστα που συγκινείται μέχρι δακρύων βλέποντας την Φαλκονετί να υπόκειται στα βασανιστήρια των ιεροεξεταστών της).

«Εδώ πρόκειται για τη δική μας ιστορία», μας εκμυστηρεύεται ο Γκοντάρ, «ένας καλλιτέχνης που σκιτσάρει το πορτρέτο της γυναίκας του». Με τον ίδιο να διαβάζει το κείμενο του Έντγκαρ Άλαν Πόε, που υποτίθεται διαβάζει ο νεαρός τον οποίο ερωτεύεται σ’ ένα από τα κεφάλαια, η Νανά. Αναφορές σε συγγραφείς και κινηματογραφιστές, από Γαλλία, Γερμανία και Αμερική, που τονίζουν τη σχέση του Γκοντάρ με τον αμερικανικό και τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, τις βάσεις και την έμπνευσή του. Με τον τακτικό του συνεργάτη Ραούλ Κουτάρ να συλλαμβάνει με τη φωτογραφία του την αμεσότητα και την ακατέργαστη ομορφιά της καθημερινότητας, μια καθημερινότητας όμως που μονάχα ο Γκοντάρ γνωρίζει τα ξεχωριστά και απρόσιτα μυστικά της.