ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από το εφιαλτικό δράμα μιας γυναίκας στην παλαιστινιακή «Παγίδα» στη σατιρική εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας στην ταινία του Γκορίτσα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Η παγίδα

Huda’s Salon. Αίγυπτος/Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη/Ολλανδία/Κατάρ 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χάνι Αμπού-Ασάντ. Ηθοποιοί: Μάιζα Αμπντ Ελχάντι, Αλί Σουλιμάν, Μανάλ Αβάντ, Γιαλάλ Μασαρβά. 91΄

Όλα αρχίζουν ήρεμα στην ταινία αυτή του εγκαταστημένου στην Ολλανδία Παλαιστίνιου σκηνοθέτη Χάνι Αμπού-Ασάντ (δημιουργού του πρώτου, υποψηφίου για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, παλαιστινιακού φιλμ, «Ο παράδεισος τώρα»), με τα πρώτα πλάνα να μοιάζουν με τηλεοπτική σαπουνόπερα: μια νεαρή γυναίκα, στη Βηθλεέμ, που κόβει τα μαλλιά της στο κομμωτήριο της Χούντα (του πρωτότυπου τίτλου της ταινίας), με το μικρό μωρό της να κοιμάται δίπλα, και να κουτσομπολεύει με τη Χούντα την οικογενειακή ζωή τους.

Ξαφνικά όμως όλα ανατρέπονται όταν η Χούντα προσφέρει ένα τσάι στην Ριμ (Μάιζα Αμπντ Ελχάντι), στο οποίο έχει ρίξει μερικές σταγόνες που μέσα σε λίγα λεπτά την ναρκώνουν. Το τι ακολουθεί αρχίζει να μοιάζει με χιτσκοκική ταινία. Η Χούντα, με τη βοήθεια ενός άντρα, αφαιρούν τα ρούχα της Ριμ και την ξαπλώνουν, ολόγυμνη, σ’ ένα κρεβάτι,στο διπλανό δωμάτιο, με τον άντρα, επίσης να ξεγυμνώνεται και να παίρνει δίπλα της διάφορες ερωτικές στάσεις που η Χούντα φωτογραφίζει.

 

Πρόκειται, όπως θα πληροφορηθούμε, για δυο Παλαιστίνιους, τη Χούντα και τον άγνωστο αυτό άντρα, που, εκβιασμένοι με διάφορους τρόπους έχουν αναγκαστεί να εργάζονται για τις μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ, εκβιάζοντας με τη σειρά τους νεαρές παντρεμένες γυναίκες, που έχουν προβλήματα με τους άντρες τους (βασικός λόγος για την επιλογή τους), να γίνονται πληροφοριοδότες για τις κατοχικές δυνάμεις. Μια συνηθισμένη στην πραγματικότητα μέθοδος που χρησιμοποιούν σήμερα οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες για να αποσπούν πληροφορίες για τη δράση Παλαιστινίων αγωνιστών, από γυναίκες, τρομοκρατημένες για τυχόν αποκάλυψη της προδοσίας τους ή ακόμη και για δολοφονία των ίδιων και των οικογενειών τους.

Στην ιστορία των δυο αυτών γυναικών προστίθεται κι η ιστορία δυο αντρών, του συζύγου της Ριμ, Γιούσεφ και του Χασάν, του υπεύθυνου της Παλαιστινιακής Αρχής που ανακρίνει τη Χούντα, με τον Χάνι ΑμπούΑσάντ να ελέγχει τέλεια τη δομή ενός γραμμένους από τον ιδιο σεναρίου, και να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στους δυο για να στήσει, με εξαιρετική αξίζει να τονίσω, ισορροπία, την όλη, δοσμενη με δραματική ένταση, πορεία της ιστορίας. Από τη μια, με τη Ριμ, παρόλο το εφιαλτικό δράμα που αντιμετωπίζει, να προσπαθεί ακλόνητη και με πείσμα να βρει τρόπο να αντισταθεί στον εκβιασμό, με τον πιεστικό, ζηλιάρη σύζυγο να υποψιάζεται αρχικά πως αυτή έχει κάποια κρυφή ερωτική σχέση και στη συνέχεια να αισθάνεται πως κάτι τρομερό βασανίζει τη γυναίκα του, και από την άλλη, τη Χούντα, το ίδιο δυνατή και ακλόνητη, να μην υποκύπτει στους εκβιασμούς του Χασάν, στην προσπάθεια της να μην αποκαλύψει τα ονόματα των παγιδευμένων γυναικών, τις οποίες εκβίαζε να συνεργαστούν μαζί της, γνωρίζοντας ποια τύχη τις περιμένει αν γίνουν γνωστά τα ονόματά τους.

Εκείνο που καταφέρνει πάνω από όλα ο σκηνοθέτης είναι, μέσα από το προσωπικό δράμα των δυο αυτών γυναικών, να δώσει, πέρα από το πολιτικό θέμα της ταινίας, την κατάσταση της γυναίκας σε μια αυστηρά συντηρητική, ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπου η καταπιεσμένη γυναίκα, είτε παντρεμένη με «μαλάκες», όπως τους περιγράφει η Χούντα, είτε υποταγμένη σε απομόνωση και προκαταλήψεις (όπως η διαζευγμένη, καταδικασμένη να μη μπορεί να δει τα παιδιά της, Χούντα), στρέφονται, σε ένα είδος ατομικής απελευθέρωσης, σε εξτρεμιστικές αποφάσεις.

*** Εκεί που ζούμε

Ελλάδα, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σωτήρης Γκορίτσας. Ηθοποιοί: Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Στέλιος Μάινας, Μάκης Παπαδημητρίου, Χριστίνα Τσάφου, Μαρία Καλλιμάνη, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Αργύρης Μπακιρτζής, Άκης Σακελλαρίου, Ναταλία Τσαλίκη. 90´

Η φιλία, οι οικογενειακές σχέσεις, η ζωή και ο θάνατος, με τους ήρωες και τις ηρωϊδες να προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια μεταβατική, αποξενωμένη κοινωνία, μια Ελλάδα γραφειοκρατίας κι ενός Δημοσίου που κάθε άλλο παρά ενδιαφέρεται για τον πολίτη, απασχόλησαν τον σκηνοθέτη Σωτήρη Γκορίτσα, ξεκινώντας από την πρώτη του ταινία «Δέσποινα», περνώντας από την εμβληματική «Απ’ το χιόνι» και φτάνοντας ως την τελευταία του, γυρισμένη το 2011, «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα». Θέματα, με τα περισσότερα να επανέρχονται με το ίδιο θα σ έλεγα πάθος αλλά και το ίδιο σατιρικό χιούμορ, στη σημερινή ταινία του, «Εκεί που ζούμε», βασισμένη στο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη και γυρισμένη 11 χρόνια μετά.

Μια μελέτη χαρακτήρων, με τον βασικό ήρωα, Αντώνη Σπετσιώτη (ένας πολύ καλός Προμηθέας Αλειφερόπουλος, με όλο το βάρος της ταινίας να στηρίζεται πάνω του), να τρέχει πάνω κάτω, την ημέρα των γενεθλίων (ημέρα στην οποία διαρκεί και όλη η ταινία), για να τακτοποιήσει θέματα επαγγελματικά αλλά και θέματα οικογενειακά.

Δικηγόρος χωρισμένος, με χόμπι (πάθος θα έλεγα) το θέατρο, χωρίς λεφτά, κυνηγημένος όπως μαθαίνουμε από πολύ νωρίς, από τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος του για τα απλήρωτα ενοίκια, με παιδικά τραύματα και την αποξένωση από τον πατέρα του (η ταινία αρχίζει με ένα όνειρο που σμίγει την παιδική ηλικία με κατοπινά πρόσωπα, με τον Αντώνη παιδί να φοράει την ποδοσφαιρική φανέλα με το 10), ο Αντώνης ακολουθεί μια ζωή μπερδεμένη, από την οποία όμως δεν έχει χάσει ακόμη την ανθρωπιά του – θα προτιμήσει να βοηθήσει επαγγελματικά και χωρίς αμοιβή έναν επίσης απένταρο, στενό φίλο και τη μητέρα του, παρά να ασχοληθεί με αδιάφορες δίκες που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να πληρώσει τα χρέη του. Η αλλαγή επέρχεται με το ξαφνικό κάλεσμα του πατέρα, τη μέρα των γενεθλίων του, να τον βοηθήσει σ’ ένα ταξίδι που θα εξελιχθεί αρχικά σε μια σύγκρουση για να καταλήξει στην αναγνώριση λαθών και μια καλύτερη βάση αναβίωσης των σχέσεων τους.

«Μόνο που πρέπει να χωρίσουμε για να μιλάμε σαν άνθρωποι» παραδέχεται κάποια στιγμή ο πατέρας, απευθυνόμενος στο γιο του, στο αυτοκίνητο, στο τρίτο και τελευταίο μέρος της ταινίας (είδος ρόουντ-μούβι), ενώ ταξιδεύουν για να παραδώσουν, όπως πιστεύει ο Αντώνης, ένα γερανό, ταξίδι που του αποκαλύπτει, μαζί και σε μας, τις κάθε άλλο παρά νόμιμες δουλειές στις οποίες είναι μπλεγμένος ο απογοητευμένος από μια κοινωνία που τον καταπιέζει και τον εκμεταλλεύεται πατέρας.

Μια ατέλειωτη, εξαντλητική πορεία, φωτογραφημένη με ξεχωριστή φροντίδα από τον Διονύση Ευθυμιόπουλο, δίνοντας την ευκαιρία στον Γκορίτσα να κάνει κι ένα, με σατιρική διάθεση, σχόλιο, πάνω στη γραφειοκρατία (στις σκηνές στο νοσοκομείο) αλλά και γενικότερα σε μια κοινωνία, με τους ανθρώπους της σε ένα συνεχές, εξαντλητικό, όπως και με τον Αντώνη και την πρώην γυναίκα του, τρέξιμο, για την εξασφάλιση του προς το ζην, σε βάρος όχι μόνο της προσωπικής τους ζωής αλλά και των σχέσεων με την οικογένεια και τους άλλους ανθρώπους γύρω τους.

** ½ – Φρανς

France. Γαλλία/Γερμανία/Ιταλία/Βέλγιο, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μπρούνο Ντιμόν. Ηθοποιοί: Λέα Σεϊντού, Μπλανς Γκαρντέν, Μπενιαμίν Μπιολέ. 133´

Μελόδραμα που στρέφεται περισσότερο προς τον εύκολο εμπορικό κινηματογράφο έφτιαξε με την ταινία του, «Φρανς» (το όνομα της ηρωίδας του αλλά που σημαίνει και Γαλλία), ο Μπρούνο Ντιμόντ, γνωστός για ενός πιο καλλιτεχνικού, συχνά και ανατρεπτικού είδους ταινίες («Η ζωή του Ιησού», «Ανθρωπότητα», «29 φοίνικες»).

Η Φρανς της ταινίας είναι μια διάσημη, αγαπητή στο κοινό, δημοσιογράφος της γαλλικής τηλεόρασης, που προσπαθεί να στριμώξει πολιτικούς στις διάφορες συνεντεύξεις της, και που η ζωή της ανατρέπεται εξαιτίας ενός ατυχήματος (χτυπάει και τραυματίζει με το αυτοκίνητο της ένα σε μηχανάκι γιο μεταναστών μουσουλμάνο). Ατύχημα που θα την οδηγήσει σε μια σε βάθος εξέταση της ζωής της και την απόφαση ν αποσυρθεί από την δημοσιογραφία. Ένα όμως άλλο, το ίδιο τραυματικό επεισόδιο, με ένα νεαρό που ερωτεύεται στη διάρκεια μιας κούρας που κάνει σε ελβετική κλινική θα ανατρέψει για μια ακόμη φορά τη ζωή της.

Ο Ντιμόντ αντιμετωπίζει σατιρικά την ιστορία και τα θέματά της (ιδιαίτερα τη δημοσιογραφία και τις παγίδες της αλλά και την όλη γαλλική πολιτική κατάσταση), αν και πρέπει να πω, εντελώς επιφανειακά, με την πολύ καλή Λέα Ζεϊντού, να προσπαθεί, όχι πάντα με την ίδια επιτυχία, να πείσει στο ρολο της έξυπνης και ευρηματικής δημοσιογράφου που ξαφνικά έχει να αντιμετωπίσει διάφορα ουσιαστικά προβλήματα.

** ½ – Καλημέρα γλυκιά πατρίδα

Merhaba Güzel Vatanim. Τουρκία, 2019. Σκηνοθεσία: Τζενκίζ Οζκαραμπεκίρ. Σενάριο: Αχμέντ Ουμίτ. Ηθοποιοί: Γετκίν Ντικιντσιλέρ, Σερκάν Αλτιντάς, Μπερνά Λαντσίν. 99´

Με βάση τη ζωή του διάσημου Τούρκου κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, γνωστού για μια ποίηση συμβόλου ειρήνης, και εκείνη του συμπατριώτη του, συγγραφέα Αχμέτ Ουμίτ, ο σκηνοθέτης φτιάχνει ένα οδοιπορικό σε μια σημαντική ιστορικά καμπή στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ακολουθώντας τον Χικμέτ στην αρχική ένταξη του στον Αγώνα Ανεξαρτησίας και στη συνέχεια στα ταξίδια του στη Μόσχα, περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού, πόλη όπου έζησε αργότερα και ο θαυμαστής του Χικμέτ, ο συγγραφέας/ποιητής Αχμέτ Ουμίτ (ο οποίος εμφανίζεται στην ταινία και παρουσιάζει τη συμμετοχή του σε όλη αυτή τη διαδρομή), περνώντας από το κυνηγητό του από τις τουρκικές αρχές και τη φυλάκισή του.

Δυστυχώς ο Οζκαραμπεκίρ στρέφεται σε ένα είδος αγιογραφίας, με τηλεοπτικό βασικά στιλ και με ένα σενάριο που στηρίζεται περισσότερο στην αφήγηση off παρά σε διαλόγους, καταφέρνοντας να κρατήσει το ενδιαφέρον όχι τόσο στις μονοδιάστατες ερμηνείες των ηθοποιών του όσο στην παρουσίαση μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου (εκείνης των πρώτων χρόνων του υπαρκτού σοσιαλισμού και των αγώνων τουρκικής ανεξαρτησίας), συχνά μέσα από ενδιαφέρον αρχειακό υλικό.