ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από το απολαυστικό μπλοκ-μπάστερ του Κάμερον στο συγκινητικό πορτρέτο του «Χειροπαλαιστή» του Γιώργου Γούση

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Avatar: The Way of Water

ΗΠΑ, 2022. Σκηνοθεσία: Τζέιμς Κάμερον. Σενάριο: Τζέιμς Κάμερον, Ρικ Τζάφα, Αμάντας Σίλβερ. Ηθοποιοί: Σαμ Γουέρδινγκτον, Ζόε Σαλντάνα, Σιγκούρνι Γουίβερ, Κέιτ Γουίνσλετ, Στίβεν Λανγκ, Κλιφ Κέρτις. 192´

Στο εξωτικό φεγγάρι της Πανδώρας, που μας είχε συστήσει, πριν από 13 χρόνια, με το πρωτοποριακό στο χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας Avatar (2009), επιστρέφει με το εξίσου εντυπωσιακό, και απολαυστικό, αυτό «Άβαταρ: ο τρόπος του νερού», ο Τζέιμς Κάμερον («Άβυσσος», «Τιτανικός», «Aliens»).

Σε ένα πλανήτη (αλληγορία ίσως για το δικό μας πλανήτη), όπου η ήρεμη, ειδυλλιακή ζωή του πολεμιστή, πρώην παραπληγικού πεζοναύτη, και νυν αρχηγού της φυλής των Ομαρικάγια, Σάλι (Σαμ Γουέρδινγκτον) και της οικογένειάς του, της γυναίκας του, Νεϊτίρι (Ζόε Σαλντάνα) και των τεσσάρων παιδιών τους, κινδυνεύει, όταν στην Πανδώρα εισβάλλουν οι «άνθρωποι του ουρανού», άπληστοι, γήινοι πολεμιστές, έτοιμοι να σφάξουν και να καταστρέψουν, για να μπορέσουν, για διάφορους λόγους, να εκμεταλλευτούν τον πλανήτη και να δημιουργήσουν αποικίες για τους ανθρώπους της Γης, που ο πλανήτης τους κινδυνεύει με εξαφάνιση.

Για να γλιτώσει τους κατοίκους των «Πλασμάτων του Δάσους», και να εξασφαλίσει την ασφάλεια της οικογένειάς του, ο Σάλι ζητά άσυλο από μια εχθρική, απομακρυσμένη, κρυμμένη σε ένα από τα αμέτρητα νησιά της Πανδώρας, φυλής των Μετκαγίξα, γνωστή ως φυλή των «Πλασμάτων του Υφάλου», εξαιτίας μιας ζωής που στηρίζεται στο θαλάσσιο κυνήγι.

Ύστερα από την εισαγωγή αυτή, αρχίζουμε να παρακολουθούμε τη σχέση που σταδιακά αναπτύσσεται ανάμεσα στην οικογένεια του Σάλι κι εκείνη του Τονογουάρι (Κλιφ Κέρτις), αρχηγού της φυλής Μετκαγίξα, της γυναίκας του, Ρόναλ (Κέιτ Γουίνσλετ) και των δυο παιδιών τους, καθώς και τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Λόακ (Μπρίτεν Ντάλτον), τον ανυπότακτο γιο του Σάλι, με ένα απόκληρο τούλκουν, είδος ψαριού που μοιάζει με τεράστια φάλαινα (φιλική σε αντίθεση με εκείνη στο «Μόμπι Ντικ»), με το οποίο ο Λόακ καταφέρνει να συνεννοείται με νοηματική γλώσσα.

Ευκαιρία για τον Κάμερον να δημιουργήσει μερικές από τις πιο εντυπωσιακές σεκάνς της ταινίας, με σκηνές γυρισμένες κάτω από την επιφάνεια του νερού (και στις οποίες πήραν μέρος και οι ηθοποιοί του), εισάγοντάς μας σε κόσμους φανταστικούς, δημιουργημένους με την πιο άρτια τεχνολογία (μας είχε ήδη δείξει τις ικανότητές του στην «Άβυσσο»), εμπνευσμένους από τους γήινους ωκεανούς, που αν και χαλαρώνουν το ρυθμό της ταινίας, προσφέρουν μια ξεχωριστή, φανταστική απόλαυση. Μια και το νερό (που συναντάμε και στον τίτλο της ταινίας) και η θάλασσα είναι η ζωή και ο θάνατος των συμπαθητικών αυτών μπλε, με τα πτερύγια και τις ουρές, πλασμάτων της Πανδώρας – «η θάλασσα είναι το σπίτι σου, η θάλασσα σου δίνει και σου παίρνει», όπως τονίζεται σε κάποια στιγμή στην ταινία.

Παράλληλα, παρακολουθούμε την άφιξη των γήινων εισβολέων, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Μάιλς Κουάριτς (Στίβεν Λανγκ) και τους επίλεκτους στρατιώτες του, όλοι νέου είδους avatar, με ενσωματωμένες τις μνήμες των ανθρώπων από τους οποίους πήραν το DNA. Εισβολείς που σκοτώνουν και καίνε χωριά και, με τη βοήθεια ενός κυνηγού, εξολοθρευτή για οικονομικό κέρδος των τούλκουν, που παρέχουν ένα σπάνιο υγρό, προσπαθούν να ανακαλύψουν το νησί όπου κρύβεται ο Σάλι και η οικογένειά του και να τους εξοντώσουν.

Για να ακολουθήσει ένα τρίτο, γεμάτο δράση και σασπένς μέρος, με την τελική επίθεση της ελίτ ομάδας των στρατιωτών του Μάιλς και τους ευρηματικούς τρόπους με τους οποίους αντιστέκονται ο Σάλι και η οικογένεια του, μαζί με την οικογένεια του Ρόναλντ και τη φυλή των πλασμάτων του υφάλου, αντίσταση στην οποία συμμετέχει και το απόκληρο τούλκουν.

Μπορεί το σενάριο του να μην έχει καμία πρωτοτυπία και οι χαρακτήρες να είναι επιδερμικοί και αναμένομενοι, ο Κάμερον όμως δεν παύει να περνάει, μέσα από την ιστορία του, με τρόπο διακριτικό, τα διάφορα θέματά του (ανάγκη και ασφάλεια της οικογένειας, κλιματική αλλαγή, διαφορετικότητα, κλπ.) έστω και αν αυτά αντιμετωπίζονται απλοϊκά. Σε μια όμως περίοδο που σκηνοθέτες όπως ο Σπίλμπεργκ του «Ιντιάνα Τζόουνς» και ο Λουκάς των «Πολέμων των άστρων», έχουν στραφεί σε άλλου, όχι ιδιαίτερα συναρπαστικού είδους ταινίες, ο Κάμερον συνεχίζει να φτιάχνει συναρπαστικά, και, έστω με απλοϊκά «μηνύματα», μπλοκ-μπάστερ, που προσφέρουν μια όμορφη, εικαστικά εντυπωσιακή, ποτέ προσβλητική, απόλαυση, αντίθετα με τα ανόσια, επαναλαμβανόμενα κατασκευάσματα του είδους που κάθε τόσο ξεφουρνίζει το Χόλιγουντ. Και τώρα, ας ετοιμαστούμε για το τρίτο και τέταρτο σίκουελ του Avatar, που έχει κιόλας αρχίσει να προετοιμάζει ο Κάμερον!

*** Νυχτερινοί επισκέπτες

Les passagers de la nuit. Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία: Μικαέλ Ερς. Σενάριο: Μοντ Αμελίν, Μαριέτ Ντεζέρ, Μικαέλ Ερς. Ηθοποιοί: Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Κουίτο Ραγιόν Ρίχτερ, Εμανουέλ Μπεάρ. 111´

Στη Γαλλία την περίοδο της εκλογικής νίκης του Μιτεράν και την αλλαγή που άρχισε να εμφανίζεται στην γαλλική πολιτική, μας μεταφέρει ο Μικαέλ Ερς, με τους «Νυχτερινούς ταξιδιώτες» του, με την Σαρλότ Γκενσμπούργκ εξαιρετική στο ρόλο της Ελιζαμπέτ, μιας χωρισμένης, που αναρρώνει από καρκίνο του στήθους, γυναίκα που εργάζεται σε νυχτερινό πρόγραμμα ραδιοφωνικού σταθμού, φροντίζοντας ταυτόχρονα τα δυο παιδιά της. Στη ζωή της θα προστεθεί και η Ταλούλα, ένα άστεγο κορίτσι, καλεσμένη της νυχτερινής εκπομπής, που η Ελιζαμπέτ αποφασίζει να φιλοξενήσει στο σπίτι της.

Ανάμεσα στις οικογενειακές σχέσεις, τη χειραφέτηση και την ενηλικίωση, αλλά και τις αλλαγές και τις απογοητεύσεις μιας συγκεκριμένης κοινωνικής περιόδου, κινείται η χαμηλών τόνων (ακόμη και στις λιγοστές δραματικές στιγμές της, όπως όταν η Ταλούλα πηδάει στον Σηκουάνα για να σώσει τον γιο της Ελιζαμπέτ) ταινία του Ερς («Αμάντα»), ταινία βασικά σχέσεων, με την κάμερά του να εστιάζει στις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα πρόσωπά του, από εκείνο γύρω από τις σχέσεις της Ελιζαμπέτ με την διευθύντρια της εκπομπής (μια εκπληκτική στο ρόλο Εμανουέλ Μπεάρ) μέχρι τις σχέσεις ανάμεσα στα τρία παιδιά (απο τις ωραίες σκηνές αναφέρω αυτή όπου παρακολουθούν κατά λάθος, την ταινία «Νύχτα με πανσέληνο» του Ρομέρ, ταινία που τελικά τους συναρπάζει) καθώς και το ερωτικό ρομαντικό «διάλειμμα» που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Ταλούλα και τον γιο της Ελιζαμπέτ.

*** Χειροπαλαιστής

Ελλάδα, 2022. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία: Γιώργος Γούσης. Σενάριο: Γιώργος Γούσης, Γιώργος Κουτσαλιάρης. Ηθοποιοί: Στεφανία Καλομοίρη, Παναγιώτης Γούσης, Δημήτρης Φιλκίδης. 78´

Γνωστός κομίστας («Ερωτόκριτος», «Ληστές») και σκηνοθέτης της βραβευμένης «Μαγνητικά πεδία» ταινίας, ο Γιώργος Γούσης στρέφεται σε μια ταινία του, μικρού μήκους, «Ο Χειροπαλαιστής» (2020), που βραβεύτηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, για να μας δώσει μια νέα, πιο ανεπτυγμένη, και σε βάθος, πλευρά της, με αυτό τον μεγάλου μήκους «Χειροπαλαιστή» του (βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης).

Ένα συγκινητικό πορτρέτο του αδερφού του, που αποφασίζει να εγκαταλείψει το καφέ που έφτιαξε στο χωριό του, γλιτώνοντας από μια ασφυκτική, χωρίς γι’ αυτόν μέλλον, επαρχία, και να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή στην Αθήνα, ανοίγοντας εκεί το δικό του μικρό καφέ και αρχίζοντας εντατική προπόνηση για να μετατραπεί σε επαγγελματία χειροπαλαιστή.

Προσπάθεια μάταιη, σε μια κοινωνία σε κρίση, όπου το άτομο στριμώχνεται διαρκώς σε μια ζωή χωρίς ρόδινο μέλλον κι όπου ο ανταγωνισμός και η εκμετάλλευση περιορίζουν στο ελάχιστο τους ορίζοντες της διψασμένης για επιτυχία νεολαίας. Εικόνα που ο Γούσης περιγράφει άλλοτε με μελανά κι άλλοτε με χιούμορ χρώματα, παρουσιάζοντας μας μια εικόνα τελικά της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, όπου η ελπίδα, οι αγνές προσπάθειες και τα όνειρα καταπλακώνονται από ένα αδιάφορο για τον απλό πολίτη και τη μοίρα του κράτος.

*** Zombi Child

Γαλλία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μπερτράν Μπονελό. Ηθοποιοί: Λουιζ Λαμπέκ, Βισλαντά Λουιμάκ, Μακένσον Μπιζιού, Κατιάνα Μιλφόρ. 103´

Ανάμεσα στην ταινία τρόμου και την ταινία φαντασίας κινείται η εμπνευσμένη από κλασικές ταινίες για ζόμπι ταινία του Μπερτράν Μπονελό (στο νου έρχεται το I Walked With a Zombie του Ζακ Τουρνέρ), δημιουργού της βραβευμένης στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν ταινίας του,  «Nocturama». Τη φορά αυτή ο Μπονελό συνδυάζει δυο διαφορετικές ιστορίες, τη μια, στην Αϊτή του 1962, όταν ένας άντρας επιστρέφει από τους νεκρούς για να μετατραπεί σε σκλάβο, και την άλλη σε ένα σύγχρονο σχολείο θηλέων του Παρισιού, όπου ένα κορίτσι από την Αϊτή εξομολογείται στις συμμαθήτριές της ένα παλιό οικογενειακό μυστικό της.

Μια αρκετά πρωτότυπη, τολμηρή θα έλεγα, αλληγορία, που συνδυάζει την ενηλικίωση με τον φιλελευθερισμό (όπως τον παρουσιάζει στην έναρξη ο καθηγητής του σχολείου) και τη γυναικεία σεξουαλικότητα, με τον Μπονελό να εκμεταλλεύεται τους χώρους, από εκείνους της Αϊτής με τις φυτείες και τα βούντου της, μέχρις εκείνους στο «κλειστό», προστατευμένο σχολείο, την ωραία χρήση των ήχων και της μουσικής, τις ομοιόμορφες στολές των κοριτσιών και την όλη τελετουργία της καθημερινής ζωής, για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα απειλής (που τονίζει και η φωτογραφία του Ιβ Καπ) που κυριαρχεί στην ταινία.

** ½ – Ραμπιγιέ Κουρνάζ εναντίον Τζορτζ Μπους

Rabiye. Γερμανία, 2022. Σκηνοθεσία: Αντρέας Ντρέζεν. Σενάριο: Λάιλα Στίλερ. Ηθοποιοί: Μέλτεμ Κάπταν, Αλεξάντερ Σιλ, Τσάρλι Χιούμπερ. 119´

Τον βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία αγώνα μιας μάνας, να σώσει τον άδικα φυλακισμένο στις φριχτές φυλακές του Γκουαντάναμο, αφηγείται στη βραβευμένη στο φεστιβάλ Βερολίνου (βραβεία σεναρίου και ερμηνείας) ταινία του, ο Αντρέας Ντρέζεν («Στα μισά του δρόμου», «Μικρά ψέματα, μεγάλες απιστίες»).

Όταν το 2001 ο γιος της, ο 19χρονος Μουράτ Κουρνάζ, συλλαμβάνεται χωρίς δίκη ή στοιχεία, και φυλακίζεται στο Γκουαντάναμο, η μητέρα του, Ραμπιγιέ Κουρνάζ, μια Τουρκάλα μετανάστρια στη Βρέμη, αρχίζει ένα πολυετή, παθιασμένο αγώνα, αρχικά στέλνοντας επιστολές και στη συνέχεια, με τη βοήθεια δικηγόρου, καταλήγοντας στο συνταγματικό δικαστήριο, σε μια δίκη ενάντια στον τότε Πρόεδρο Τζορτζ Μπους, καταφέρνοντας τελικά, το 2006, να πετύχει την απελευθέρωσή του.

Ο Ντρέζεν αφηγείται με λεπτομέρεια, με άφθονο χιούμορ, και ένα χολιγουντιανό στιλ, τον άνισο αγώνα της μητέρας (που ερμηνεύει με μπρίο η Τουρκάλα κωμικός και διάσημη τηλεοπτική σταρ Μέλτεμ Κάπταν), ενάντια σε μια άσχετη με τα ανθρώπινα δικαιώματα πολιτική συμφερόντων, καταφέρνοντας να συγκινήσει, ταυτόχρονα και να διασκεδάσει, χάρη ιδιαίτερα στο απολαυστικό παίξιμο της Κάπταν.

** ½ – Μήδεια

Ελλάδα, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Δημήτρης Αθανίτης. Ηθοποιοί: Αλεξάνδρα Καζάζου, Μάρκος Παπαδοκωσταντάκης, Κώστας Καζανάς. 82´

Σ´ ένα βασικά δάσος κι ένα μικρό κτίσμα/οίκημα (πιο κοντά σε εικόνες από το Κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο του Παζολίνι) μεταφέρει τη δική του «Μήδεια», ο Δημήτρης Αθανίτης («Καμιά συμπάθεια για τον διάβολο», «Τρεις μέρες ευτυχίας»).

Ένα δάσος όπου περιφέρεται, από την πρώτη κιόλας σκηνή η ηρωίδα του, κρατώντας σφιχτά το ματωμένο μαχαίρι της (η μόνη έγχρωμη σκηνή στη μαυρόασπρη ταινία). Στο δάσος θα συναντήσει τον Ιάσωνα και όλα τα άλλα πρόσωπα της τραγωδίας, εκεί θα συνεχίζει με εμμονή και την απόφαση για μια φρικτή εκδίκηση, κρυμμένη βαθιά στη ψυχή της, ώσπου να την υλοποιήσει.

Με τον Αθανίτη να επιλέγει μια λιτή, ανάμεσα στο ρεαλισμό και τη θεατρικότητα (όχι πάντα με την ίδια επιτυχία), αντιμετώπιση, τόσο στην προσέγγιση (με την προσεγμένη φωτογραφία του Γιάννη Φώτου), όσο και στο στήσιμο των σκηνών, με το απλό ντύσιμο που επιλέγει για τους ηθοποιούς, με την κάμερα του είτε να ακολουθεί τη Μήδεια όταν περιφέρεται στο δάσος, είτε να εστιάζει στο πρόσωπο της (με την ερμηνεία της Αλεξάνδρας Καζάζου, να είναι το πιο σημαντικό προτέρημα της ταινίας), για να καταγράψει τα αισθήματά της, από τα κρυμμένα πάθη μέχρι την οργή της.