ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από τις θρυμματισμένες δόξες ενός παρελθόντος στο βασανιστικό πέρασμα στην ενηλικίωση

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

***** Το μουσικό δωμάτιο

Jalsaghar/The Music Room. Ινδία, 1958. Σκηνοθεσία: Σατιαζίτ Ράι. Σενάριο: Σατιαζίτ Ράι, Σάντρι Τσουντούρι, από ιστορία Ταρασανκάρ Μπένερτζι. Ηθοποιοί: Τσάμπι Μπίσβας, Σάρνταρ Ακτάρ, Κανγκαπάντα Μπάσου. 100΄

Γυρισμένη ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο μέρος της «τριλογίας του Απού», «Το μουσικό δωμάτιο» από τα μεγάλα αριστουργήματα του Σατιαζίτ Ράι, ενός από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς όχι μόνο της Ινδίας αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου, αφηγείται την ιστορία ενός από τους τελευταίους μεγάλους γαιοκτήμονες της Βεγγάλης, που ανθούσαν στην Ινδία τον 19οαιώνα. Βρισκόμαστε στα 1920, με τον «ζαμιντάρ» (φεουδάρχη γαιοκτήμονα) Χουζούρ Μπιζβαμπχάρ Ρόι να ζει απομονωμένος στο άδειο, υπό κατάρρευση παλάτι του, απολαμβάνοντας τη μόνη απόλαυση που του έχει απομείνει στη ζωή του: τη μουσική.

Σε αντίθεση με τον κακόγουστο, φιλόδοξο τοκογλύφο γείτονά του Μαχίμ Γκανγκούλι, τον οποίο ο Χαζούρ ζηλεύει επειδή έχει βάλει στο σπίτι του και ηλεκτρισμό. Η ζωή του Χαζούρ στρέφεται αποκλειστικά γύρω από τη μουσική: με τα εντυπωσιακά, πλούσια (για τα οποία βάζει ενέχυρα τα κοσμήματα της γυναίκας του) κονσέρτα που αρχίζει να διοργανώνει στο εντυπωσιακό «δωμάτιο της μουσικής» (το Jalsaghar), με τους πολυέλαιους, τα ωραία, πολύχρωμα χαλιά και τους εντυπωσιακούς πίνακες των προγόνων του, με τον Χουζούρ ξαπλωμένο σε μαξιλάρια και τους καλεσμένους και συγγενείς γύρω του, μαζί και τον χυδαίο Μαχίμ που δείχνει να προτιμά το πιοτό παρά να ακούει τη μουσική. Κονσέρτα όμως που θα τον οδηγήσουν στην πλήρη πτώχευση όταν μάλιστα προσπαθεί να ανταγωνιστεί τον Μαχίμ (που ζηλεύει και θέλει να οργανώσει δικό του κονσέρτο), ξοδεύοντας όλα τα λεφτά του και τα κοσμήματά της γυναίκας του, κλεισμένος στο τεράστιο, εγκαταλειμμένο κάστρο του, μαζί με τους δυο εναπομείναντες υπηρέτες του.

Με τον «άρχοντα» Χαζούρ, ο Σατιαζίτ Ράι έφτιαξε ένα πολύμορφο, εγωιστικό χαρακτήρα, αδιάφορο για όσα συμβαίνουν γύρω του, συγγενικό, εξαιτίας του πείσματος και της περηφάνειας του, μ’ εκείνο του σεξπιρικού «Βασιλιά Λίρ». Πίσω βέβαια από αυτό βρίσκονται θέματα που συναντάμε και σε άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, όπως αυτό της σύγκρουσης ανάμεσα στην παράδοση και την πρόοδο, έστω και με τα συχνά αρνητικά επακόλουθά της (μαζί και την εμφάνιση των νεόπλουτων που καταστρέφουν τα πάντα με το πέρασμά τους). Ακόμη με την ταινία του αυτή, όπως είχε αναφέρει και ο ίδιος, θέλησε να δείξει πώς μπορούν τα τραγούδια, ο χορός και η μουσική να χρησιμοποιηθούν σωστά, δηλαδή δραματουργικά, στον κινηματογράφο – όχι σαν άσχετα «διαλείμματα» μέσα σε μια ταινία. Με αυτή τη μουσική, όπως θα γράψει αργότερα, «υπήρχε χώρος για ψυχική διάθεση, ατμόσφαιρα και ψυχολογική εξερεύνηση».

Αξίζουν, πρέπει να πω, συγχαρητήρια στην New star sine, που, όπως και πιο πριν με την «τριλογία του Απού», δίνει την ευκαιρία στο ελληνικό κοινό να απολαύσει, έστω και καθυστερημένα, τα μεγάλα αυτά, μοναδικά αριστουργήματα του Σατιαζίτ Ράι, που βλέπονται και ξαναβλέπονται με την ίδια πάντα απόλαυση.

 

***½ – Τελευταίο καλοκαίρι

Murina. Κροατία/Σλοβενία/Βραζιλία/ΗΠΑ, 2021. Σκηνοθεσία: Αντονέτα Άλαματ Κουσιγιάνοβιτς. Σενάριο: Αντονέτα Άλαματ Κουσιγιάνοβιτς, Φρανκ Γκρατσιάνο. Ηθοποιοί: Γκρασίγια Φιλίποβιτς, Ντανίκα Κούρσιτς, Λέον Λούσεφ, Κλιφ Κέρτις. 96´

Την πολύπλοκη εξέλιξη μιας ιστορίας ενηλικίωσης αφηγείται στην πρώτη της αυτή, δοσμένη με φρεσκάδα και αίσθηση της δύναμης της εικόνας, βραβευμένη με τη Χρυσή Κάμερα των Κανών, και με συμπαραγωγό τον Μάρτιν Σκορσέζε, ταινία της, «Τελευταίο καλοκαίρι», η πρωτοεμφανιζόμενη, γεννημένη στο Ντουμπρόβνικ και εγκατεστημένη στη Νέα Υόρκη, σκηνοθέτρια Αντονέτα Άλαματ Κουσιγιάνοβιτς.

Η ιστορία εκτυλίσσεται με φόντο ένα όμορφο, κάτω από ένα καταγάλανο ουρανό, ειδυλλιακό νησί της Κροατίας, όπου η έφηβο πρωταγωνίστρια, Γιούλια (Γκρασίγια Φιλίποβιτς), ζει μαζί με τη μητέρα της, Νέλα (Ντανίκα Κούρσιτς) και τον αυταρχικό πατέρα της Άντε (Λέον Λούσεφ), με τον οποίο περνάει τις μέρες τις ψαρεύοντας στο βυθό σμέρνες και άλλα ψάρια, ώσπου η άφιξη ενός παλιού φίλου του πατέρα της, του Χάβι (Κλιφ Κέρτις), ενός πάμπλουτου «αδίστακτου συμβόλου», όπως τον αποκαλούν τα μίντια, ο οποίος στο παρελθόν ήταν ερωτευμένος με τη μητέρα της και με τον οποίο ο Άντε είχε κάποτε συγκρουστεί (είχε βυθίσει το σκάφος του πατέρα του), αρχίζει να αναταράζει τα νερά.

Ο Άντε θέλει να πείσει το Χάβι να αγοράσει ένα οικόπεδό του, που θα του δώσει την ευκαιρία να εγκαταλείψει τη ζωή του ψαρά, ενώ η κάπως αφελής Γιούλια, που περιφέρεται σχεδόν γυμνή γύρω από τον Χάβι και τους άλλους καλεσμένους του, αρχίζει να πιστεύει σε μεγάλη ζωή στο Χάρβαντ, όπως της υπόσχεται ο Χάρβι, προσπαθεί να πείσει τη μητέρα της να φύγουν μαζί με τον Χάβι στο εξωτερικό.

Η Κουσιγιάνοβιτς στήνει με ξεχωριστή φροντίδα τις σκηνές της, κινώντας βήμα-βήμα και με επιδεξιότητα τα πρόσωπά της μέσα από μια συνεχώς αναπτυσσόμενη αστάθεια, κι αυτό όχι απλώς σχετικά με τον αν οι δυο γυναίκες φύγουν με τον Χάβι αλλά και αν ο Χάβι είναι ακόμη ερωτευμένος με την Νέλα ή αν τώρα έχει αρχίσει να κοιτάζει ερωτικά την Γιούλια (υπάρχει ακόμη και μια γεύση τραγωδίας μέσα από το όνειρο της Γιούλια όπου φαντάζεται πως ενώ ψαρεύει με τον πατέρα της τον χτπάει στο λαιμό με το καμάκι της). Στην όλη ατμόσφαιρα συμβάλλει και η χρήση των φυσικών χώρων – τόσο της θάλασσας και του νερού, όσο και των διάφορων απόμερων, σχεδόν άγριων περιοχών του νησιού (η εξαιρετική φωτογραφία είναι της Ελέν Λουβάρτ), που η σκηνοθέτρια εκμεταλλεύεται για να δημιουργήσει ένα είδος αντίστιξης με το καθημερινό δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Με την Γκρασίγια Φιλίποβιτς να δίνει όχι μόνο την επιμονή και το πείσμα της νεαρής Γιούλιας μπροστά στη σκληρότητα και την αυταρχικότητα του πατέρα της αλλά και τους δισταγμούς, την ανασφάλεια, τη σύγχυση και την όλη αναστάτωση του έφηβου χαρακτήρα της.

 

*** Αμίρα

Amira. Αίγυπτος/Ιορδανία/Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μοχάμεντ Ντίαπ. Ηθοποιοί: Σάμπα Μουμπάρακ, Άλι Σουλιμάν, Τάρα Αμπούντ. 98΄

Το δράμα μιας νεαρής στρατευμένης Παλαιστίνιας η οποία ξαφνικά ανακαλύπτει πως ο μέχρι τότε φυλακισμένος αγωνιστής και πατέρας της δεν είναι ο πραγματικός της πατέρας, παρουσιάζει η ταινία «Αμίρα» του Αιγύπτιου σκηνοθέτη Μοχάμεντ Ντίαπ, που το 2016, στο «Ένα κάποιο βλέμμα» των Κανών, μας είχε εντυπωσιάσει με την ατμοσφαιρική του «Κλούβα».

Πρόκειται για ένα καλογυρισμένο, δοσμένο με αρκετό σασπένς, μελόδραμα που αναφέρεται σε μια υπόθεση λαθεμένης ταυτότητας που αφορά ένα από τα χιλιάδες παιδιά που γεννιούνται με τεχνητή γονιμοποίηση ανάμεσα σε Παλαιστίνιους φυλακισμένους σε Παλαιστίνιες φυλακές και τις συζύγους τους. Ένα τέτοιο παιδί είναι και η Αμίρα της ταινίας, που ανακαλύπτει την αλήθεια στα 17 της χρόνια, όταν ανακαλύπτεται πως το σπέρμα του συζύγου που μεταφέρεται που μεταφέρεται από τη φυλακή για τη σύζυγο, ανήκει σε στείρο πρόσωπο. Αποτέλεσμα: τοι προηγούμενο σπέρμα, που χρησιμοποιήθηκε για την Αμίρα δεν ανήκε στο σύζυγο αλλά σε κάποιο άλλο πρόσωπο.

Οι ανατροπές δεν σταματούν όμως εδώ. Ο Ντίαπ, εμπνευσμένος από αληθινά γεγονότα, φτιάχνει μια ωραία, με σασπένς, παρεξηγήσεις και συγκρουόμενους χαρακτήρες, ταινία, όπου, μέσα από μια φαινομενικά απλή οικογενειακή ιστορία, βρίσκει την ευκαιρία να προβάλει και θέματα ταυτότητας και χειραφέτησης της γυναίκας (βλ. τις σκηνές όπου οι άντρες της οικογένειας κλειδώνουν τη μητέρα σε ένα δωμάτιο ώσπου να τους αποκαλύψει ποιος είναι ο πατέρας. Αποσπώντας ταυτόχρονα και πολύ καλές ερμηνείες, ιδιαίτερα από τις δυο γυναίκες του: την Σάμπα Μουμπάρακ (στο ρόλο της μητέρας και ιδιαίτερα την Τάρα Αμπούντ, που δίνει με δύναμη και πάθος την νεαρή Αμίρα).

 

** ½ Στα άκρα

Entre la vie et la mort. Βέλγιο/Γαλλία/Ισπανία. 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζιορντάνο Γκεντερλίνι. Ηθοποιοί: Αντόνιο ντε λα Τόρε, Μαρίν Βαχτ, Ολιβιέ Γκουρμέ. 100΄

Ευπρόσδεκτο το βελγικό αυτό νέο-νουάρ του Χιλιανού σκηνοθέτη Τζιορντάνο Γκεντερίλι, σεναριογράφος της υποψήφιας για Όσκαρ ταινίας «Οι άθλιοι» του Λάτζι Λι, που πρωτοείδαμε στις Κάνες το 2019.

Η ταινία αρχίζει με τον πρωταγωνιστή της, τον Ισπανό οδηγό τρένων Λεό Καστανιέντα (ο γνωστός μας από τον «Έκπτωτο» Ισπανός ηθοποιός Αντόνιο ντε λα Τόρε) να σταματά ξαφνικά το τρένο του όταν στις γραμμές μπροστά του πέφτει νεκρός από σφαίρα ένας νέος άντρας. Όπως; Μαθαίνουμε λίγο αργότερα ο νεκρός είναι ο γιος του και ο παράξενος και μυστηριώδης, που δεν φαίνεται να είναι ένας απλός οδηγός τρένων, Καστανιέντα αρχίζει μια έρευνα για να ανακαλύψει τον ή τους δολοφόνους του γιου του. Μια παράλληλη έρευνα αρχίζει και η αστυνόμος Βιρζινί (η γνωστή μας από τον «Διπλό εραστή» του Φρανσουά Οζόν, Γαλλίδα ηθοποιός Μαρίν Βαχτ), που υποπτεύεται πως ο Καστανιέντα ξέρει πολύ περισσότερα από όσα λέει.

Το αστυνομικό θρίλερ κινείται ανάμεσα στις δυο αυτές έρευνες, με τον Γκεντερλίνι να εστιάζει το ενδιαφέρον του στις συγκρούσεις περισσότερο ανάμεσα στις δυο αυτές πλευρές παρά με τους «κακούς» της ταινίας, χρησιμοποιώντας τους φυσικούς χώρους των Βρυξελλών, όπου κινούνται τα πρόσωπα, για να δώσει το σωστό, σκοτεινό χρώμα στην ατμόσφαιρά του, εστιάζοντας στους «κακούς» χαρακτήρες βασικά προς το τέλος της ταινίας, δίνοντας στον Καστανιέντα τη δημιουργία του σασπένς και της αγωνίας στη σκηνή προς το φινάλε όταν αντιμετωπίζει τους δολοφόνους οδηγώντας ένα άδειο λεωφορείο.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΕΔΕΜ (East of Eden). ΗΠΑ, 1955. Σκηνοθεσία: Ηλία Καζάν. Σενάριο: Πολ Όσμπορν, από μυθ. Τζον Στάινμπεκ. Ηθοποιοί: Τζέιμς Ντιν, Ρέιμοντ Μάσεϊ, Τζούλι Χάρις, Μπερλ Αϊβς, Τζο Βαν Φλιτ, Άλμπερτ Ντέκερ. 118΄

Με βάση το τελευταίο μέρος του βιβλίου του Στάινμπεκ, η ταινία παρουσιάζει τη σύγκρουση ανάμεσα σε δυο αδέλφια που προσπαθούν να κερδίσουν την αγάπη ενός αυστηρού θεοφοβούμενου πατέρα, στην περιοχή της κοιλάδας του Σαλίνας, στα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Με τον Καζάν να χρησιμοποιεί την ιστορία για να μετατρέψει του δυο αδελφούς σε σύγχρονους Άβελ και Κάιν και να κάνει ένα σχόλιο πάνω στη σύγκρουση της νέας με την παλιότερη γενιά, στην υπερσυντηρητική Αμερική των μεσοανατολικών πολιτειών καθώς και την παρουσία ενός φονταμενταλισμού, που εκπροσωπεί ο πατέρας (Ρέιμοντ Μάσεϊ).

Η ταινία ξετρέλανε τη νεολαία και μετέτρεψε σε σύμβολό της τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Τζέιμς Ντιν, ηθοποιό στο στιλ του «Ακτορς Στούντιο» και συγκεκριμένα των πρώτων ταινιών του Μάρλον Μπράντο. Κι αυτό χάρη στη διδασκαλία του Καζάν, που πέτυχε μια εξαιρετική ερμηνεία, όπως πέτυχε και από όλους τους άλλους ηθοποιούς του.

*** ½ – ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΓΙΑ ΓΕΛΙΑ (The Battle of the Sexes). Ηνωμένο Βασίλειο, 1960. Σκηνοθεσία: Τσαρλς Κράιτον. Σενάριο: Μόνια Ντανισέφσκι, απο το διήγημα του James Thurber “The Catbird Seat”. Ηθοποιοί: Πίτερ Σέλερς, Ρόμπερτ Μάρλεϊ, Κόνστανς Κάμινγκς, Ντόναλντ Πλέζανς. 84´

Όταν μια Αμερικανίδα προσπαθεί να εκσυγχρονίσει μια σκοτσέζικη βιοτεχνία θα έρθει αντιμέτωπη με τους άντρες εργάτες «η μάχη των φύλων» του πρωτότυπου τίτλου), με επικεφαλής τον ηλικιωμένο λογιστή τους, με αποτέλεσμα τα παραδοσιακά θεμέλια να αρχίσουν να τρίζουν…

Παρόλο που η ταινία δεν είναι παραγωγής των περίφημων Ealing Comedies, που είχαν δώσει αριστουργήματα του είδους, ο Κράιτον αντλεί αρκετές από τις ιδέες και τα ευρήματά του του από αυτά («Η συμμορία των πέντε», «Διαβατήριο για το Πίμλικο», «Ουίσκι δίχως δελτίο») για να φτιάξει αυτή την απολαυστική μαύρη κωμωδία του, δίνοντας την ευκαιρία στον Πίτερ Σέλερς να δείξει για πολλοστή φορά το ανεπανάληπτο ταλέντο του στη μάχη του με την Αμερικανίδα επενδύτρια που εκπροσωπεί η Κόνστανς Κάμινγκς, με βάση ένα ωραίο σενάριο εμπνευσμένο από διήγημα του εξαίρετου Τζέιμς Θέρμπερ.