ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ανάμεσα σ’ ένα φρικιαστικό παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι

Last and First Men. Ισλανδία, 2020 (αγγλόφωνη ταινία). Σκηνοθεσία: Γιόχαν Γιόχανσον. Σενάριο: Όλαφ Στέιπελντον, από το μυθιστόρημα του, «Τελευταίοι και πρώτοι άνθρωποι: μια ιστορία από το κοντινό και το μακρινό μέλλον», Γιόχαν Γιόχανσον και Χοζέ Ενρίκε Μασιάν (συγγραφή αφήγησης). Αφήγηση: Τίλντα Σουίντον. Μουσική: Γιόχαν Γιόχανσον, Γιάιρ Ελαζάρ Γλότμαν. Φωτογραφία: Στούρλα Μπραντ Γκρόβλεν. 70´

Για όσους πιστεύουν πως ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο απλές, συνηθισμένες ιστορίες, με αρχή, μέση και τέλος, αλλά και κάτι το διαφορετικό, κάτι με μια άλλη, ίσως και πειραματική αξία, που μπορεί να σου προσφέρει ενός άλλου είδους, αλλά το ίδιο συναρπαστική, απόλαυση, φτάνει να είσαι έτοιμος να την αποδεχτείς, όπως την αποδέχεσαι και στις άλλες τέχνες (φτάνει να αναφέρω την αφηρημένη ζωγραφική), η ταινία αυτή του Γιόχαν Γιόχανσον είναι μια τέτοια ξεχωριστή, μοναδική απόλαυση, στο πνεύμα εκείνο που κινήθηκαν ταινίες όπως το «La jetee» του Κρις Μαρκέρ ή το «Σολάρις» του Αντρέι Ταρκόφσκι.

Βάση της ταινίας είναι το βιβλίο επιστημονικής φαντασίας «Πρώτοι και τελευταίοι άνθρωποι: μια ιστορία από το κοντινό και το μακρινό μέλλον» που έγραψε το 1930, εποχή μεγάλων κοινωνικοπολιτικών αναταραχών, ο Βρετανός φιλόσοφος και συγγραφέας Όλαφ Στέιπελντον (1886-1950), βιβλίο που θεωρείται ότι στάθηκε έμπνευση για τον Άρθουρ Κλαρκ όταν έγραφε το διήγημά του, «Ο φρουρός», στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, «2001: η οδύσσεια του διαστήματος».

Μέσα στα 70 λεπτά που διαρκεί η ταινία, με την όμορφη, υποβλητική μουσική, στο πνεύμα του New Wave της δεκαετίας του ‘70, που διεισδύει αργά στο μυαλό σου και σε συνεπαίρνει (μουσική γραμμένη από τον ίδιο τον Ισλανδό σκηνοθέτη), με τη βοήθειας της απόμακρης, υποβλητικής φωνής της Τίλντα Σουίντον, και τη μαυρόασπρη φωτογραφία της Στούρλα Μπραντ Γκρόβλεν, γυρισμένη με μια 16άρα κάμερα, με τα αργά της τράβελινγκ να κινείται πάνω και μέσα, σχεδόν χαϊδεύοντας τα, σε αλλόκοτα, που μοιάζουν άλλοτε με μετά -αποκαλυπτικά και άλλοτε με εξωγήινα, τεράστια, πέτρινα μνημεία (απολιθώματα της ανθρωπότητας για τους «τελευταίους ανθρώπους» στο μετά από δύο δισεκατομμύρια μέλλον της), με τις ενδιάμεσες παρεμβάσεις από το μικροσκοπικό πράσινο φως και τα μηνύματά του από τον απόμακρο μέλλον, με μια λιτή, απέριττη σκηνοθεσία, ο Γιόχανσον έφτιαξε την εκπληκτική, φουτουριστική αυτή μπαλάντα του πάνω στο χωρίς διέξοδο μέλλον του πλανήτη μας.

Μια προφητική θα έλεγα σήμερα μπαλάντα, ιδιαίτερα με την περιβαλλοντική κρίση και τα άλλα μεγάλα προβλήματα μιας ουτοπιστικής Γης που, 90 χρόνια μετά τη συγγραφή του βιβλίου του Στέιπελντον, εξακολουθούμε να καταστρέφουμε απερίσκεπτα μέρα με τη μέρα.

Τη φουτουριστική αυτή εικόνα μιας χωρίς επιστροφή Αποκαλυπτικής καταστροφής, μέσα από τα αλλόκοτα, γιγαντιαία, γεωμετρικά μνημεία που επέλεξε από εκείνα που έφτιαξε κατά χιλιάδες ο Τίτο, στη διάρκεια μιας τριακονταετίας, στην μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία, ένα είδος αφηρημένου μοντερνισμού (ενάντια στην κυρίαρχη σταλινική τέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού), για να υμνήσει τους απελευθερωτικούς αγώνες των συμπατριωτών του ενάντια στη ναζιστική Γερμανία, ο Γιόχανσον, με την τελευταία του αυτή διαθήκη (πέθανε το 2018 από υπερβολική δόση), μας προσφέρει ένα συναρπαστικό στοχασμό πάνω στο χωρίς ελπίδα, αν συνεχίσουμε να το αντιμετωπίζουμε με αδιαφορία, εύθραυστο μέλλον μας.

*** ½ -/Φυσικό φως

Natural Light/Termeszetes veny. Ουγγαρία, 2021. Σκηνοθεσία: Ντένες Νάγκι. Σενάριο: Ντένες Νάγκι, από μηθ. Παλ Ζαβάντα. Ηθοποιοί: Φέρεντς Ζάμπο, Λάσλο Μπάικο, Ταμάς Γκάρμπατς. 103´

Τη φρίκη του πολέμου μέσα από την ιστορία μιας ομάδας Ούγγρων στρατιωτών που, στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, για λογαριασμό των ναζί, είχαν αναλάβει να ελέγχουν και να επιβλέπουν την τάξη στις κατεχόμενες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης, παρουσιάζει στην πρώτη του ταινία «Φυσικό φως», ο γνωστός για τα ντοκιμαντέρ του Ούγγρος σκηνοθέτης Ντένες Νάγκι – ταινία που του χάρισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Βερολίνου του 2021.

Όπως μας πληροφορούν οι τίτλοι της ταινίας, 100.000 Ούγγροι στρατιώτες υπηρέτησαν το Γ’ Ράιχ στη διάρκεια του πολέμου. Μακριά από τα πεδία των μαχών, με πρόσωπα κουρασμένα, ακίνητα, χωρίς κανένα συναίσθημα, μια ομάδα απ’ αυτούς περιφέρεται στα δάση και τους βάλτους μιας αγροτικής περιοχής, επιβλέποντας τους πάμπτωχους χωρικούς, αντιμετωπίζοντάς τους ψυχρά και ανέκφραστα, βασανίζοντας και δολοφονώντας τους, όταν πιστεύουν πως ανήκουν στην Αντίσταση, ενώ τους εκμεταλλεύονται με διάφορους τρόπους, είτε σεξουαλικά είτε κλέβοντας τη λιγοστή σοδειά τους (όπως βλέπουμε από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας τους, όταν oι μάλλον πεινασμένοι στρατιώτες αναγκάζουν τους χωρικούς να βγουν από τη βάρκα τους, αφαιρούν όλο το ψαχνό της νεκρής άλκης που είχαν ψαρέψει, και τους αφήνουν τα κόκκαλα.

Με την κάμερα του Τάμας Ντόπος να καταγράφει τα πρόσωπά τους με επιμονή και από κοντά στα διάφορα γκρο πλάνα της ταινίας, πλάνα προσώπων που δημιουργούν μια εικόνα νεκρών ανθρώπων ή ζόμπι, ο Ντένες Νάγκι, δίνει από τα πρώτα πλάνα το στίγμα της ταινίας του, εκείνο της ανθρώπινης κατάστασης σε περίοδο πολέμου.

Ένα παρόμοιο πρόσωπο είναι κι αυτό του δεκανέα Σεμέτκα (ένα πολύ καλός Φέρεντς Ζάμπο), του πρωταγωνιστή της ταινίας, που, αν και κάπως πιο ανθρώπινος από τους άλλους στρατιώτες, παραμένει ψυχρός και αναποφάσιστος, διστάζοντας να πάρει θέση μπροστά στις θηριωδίες των συμπατριωτών του, προτιμώντας να ακολουθήσει, όπως σταδιακά ανακαλύπτουμε, την ίδια τακτική με τους αδιάφορους αξιωματικούς του.

Εκείνο που τελικά παραμένει και μας συνταράσσει στην ταινία είναι το ανέκφραστο, παγωμένο, άψυχο πρόσωπο αυτού του δεκανέα, κουρασμένου μπροστά στη σειρά των φριχτών εγκλημάτων που αποφεύγει να αντιμετωπίσει, ένα πρόσωπο δοσμένο σε πλάνα γυρισμένα, τις περισσότερες φορές, τη νύχτα, βουτηγμένα σε μια παγωμένη ατμόσφαιρα, και μ’ ένα στιλ που, κάπου-κάπου, φέρνει στο νου τόσο την ταινία του Έλεμ Κλίμοφ, «Έλα να δεις» όσο και «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» του Ταρκόφσκι, και που, ακόμη και στο απόγειο του τρόμου, προς το φρικιαστικό φινάλε της ταινίας, δεν βρίσκει το κουράγιο, παρά τις κάποιες άκαρπες προσπάθειές του, να αντισταθεί. Επιλέγοντας, όπως και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του στρατιώτες, να απομακρυνθεί από το φυσικό φως, στο οποίο αναφέρεται ο τίτλος της ταινίας, και να αφεθεί στο έλεος του ανατριχιαστικού, εξοντωτικού σκοταδιού που σταδιακά και αναπόφευκτα τους περικυκλώνει.