ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ – Ένα εξάχρονο κοριτσάκι στη χώρα των απραγματοποίητων θαυμάτων

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

**** The Florida Project

ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Σον Μπέικερ. Σενάριο: Σον Μπέικερ, Κρις Μπέρκοτς. Ηθοποιοί: Μπρούκλιν Πρινς, Γουίλεμ Νταφόε, Βαλέρια Κότο, Μπρία Βινέτ. 111 λεπτά.

Η εξάχρονη Μούνη είναι ένα πανέξυπνο, ζαβολιάρικο κοριτσάκι που περιφέρεται σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του Ορλάντο της Φλόριντα (που μοιάζει πολύ με δικές μας παρόμοιες υποβαθμισμένες περιοχές), με φτωχές οικογένειες που που ζουν στριμωγμένες σε άθλια μοτέλ. Στα πρώτα πλάνα της ταινίας παρακολουθούμε τη Μούνη άλλοτε να κάνει, μαζι με τη μικρή παρέα της, διάφορες διασκεδαστικές πλάκες, όπως να φτύνει στο αυτοκίνητο μιας νεοφερμένης γυναίκας στην περιοχή κι άλλοτε να συνοδεύει τη μητέρα της στους γυρω χώρους και να πουλάνε ληγμένα αρώματα στους τουρίστες της περιοχής ή να τους παρακαλάει να της δώσουν λεφτά για να αγοράσει παγωτό.

 

Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές (και καλύτερες) σκηνές, η Μούνη και οι φίλοι της επισκέπτονται ένα άλλο μισοτελειωμένο, εγκαταλειμμένο κτίριο (τμήμα του αποτυχημένου Florida Project), όπου σπάνε και καταστρέφουν ότι μπορούν πριν τελικά του βάλουν φωτιά. Δίπλα όμως από την εγκατάλειψη αυτή και τα άθλια μοτέλ υπάρχει ένας άλλος κόσμος, αυτός της Ντίσνεϊλαντ, ένας εντελώς φανταστικός κόσμος, ένας κόσμος παραμυθένιος, που προσφέρει το όνειρο και τη φυγή σε αυτούς που αναζητούν το χαμένο από πολλού αμερικανικό όνειρο.

Ο Σον Μπέικερ (δημιουργός του εκπληκτικού «Tangerine», 2015) δεν κρίνει τα πρόσωπα του. Αφήνει τη Μούνη να ζει, κάπως αδιάφορη, στον κόσμο της, να απολαμβάνει την κάθε στιγμή της, ακομη και να βρίσκει κάποια ομορφιά στον άχαρο κόσμο της (όπως στην επίσκεψη της σε ένα χωράφι με αγελάδες, άλλη ωραία σκηνή της ταινίας).

Με την κάμερά του, και τα αλά-ντισνεϊκά χρώματα που δημιουργούν την απαιτούμενη αντίστιξη στη νεορεαλιστική θα έλεγα ατμόσφαιρα της ταινίας (η εξαιρετική φωτογραφία είναι του Αλέξις Ζάμπε, γνωστού μας από την ατμοσφαιρική φωτογραφία του στην εξαιρετική ταινία «Φως μετά το σκοτάδι» του Κάρλος Ρεϊγάδας) να ακολουθεί τη Μούνη και την παρέα της με πάθος, με απίθανη ενέργεια, με ακούραστη επιμονή, καταγράφοντας τις περιπέτειες τους, σαν εκείνες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, μόνο που εδώ η χώρα είναι η χώρα της εκμετάλλευσης και της απογοήτευσης, ή ακομη, εκείνες του Χάκελμπερι Φιν, του μικρού ήρωα του Μάρκ Τουέιν.

Αν και εδώ, ο Νότος και η περιοχή του Μισισιπή, με τη νοσταλγία, το συντηρητισμό και τον εξωτισμό τους, δίνουν τη θέση τους σε μια πιο αφιλόξενη, σχεδόν απάνθρωπη κοινωνία που στριμώχνει και αφήνει στο έλεος του καθενός τους απόκληρούς της, απόκληρους που σίγουρα θα αγαπούσε ιδιαίτερα ένας Παζολίνι.

Μόνο που ανάμεσα σε αυτούς τους απόκληρους, τόσο τη Μούνη (με την Μπρούκλιν Πρινς να ερμηνεύει με εξαιρετική ζωντάνια και δύναμη το ρόλο, ρόλο που θα μπορούσε να της χαρίσει και το Όσκαρ, όπως είχε γίνει παλιότερα με τη 10χρονη Τάτουμ Ο’Νιλ) και την παρέα της, όσο και τον Μπόμπι, τον συμπαθητικό διαχειριστή των μοτέλ (μια όμορφη ερμηνεία από τον Γουίλεμ Νταφόε, που ήδη του κερδισε μια υποψηφιότητα καλύτερου δεύτερου ρόλου στις Χρυσές Σφαίρες) υπάρχει η κατανόηση και η αλληλεγγύη που λείπει από την υπόλοιπη «υγιή και πολιτισμένη» κοινωνία που πονηρά προτείνει η Ντίσνεϊλαντ (διάβαζε: Αμερική) και εκείνοι που κρύβονται πίσω της.

 

*** 1/2- Ντζιάνγκο, ο βασιλιάς του σουίνγκ

Django. Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία: Ετιέν Κομάρ. Σενάριο: Ετιέν Κομάρ, Αλέξις Σαλάτκο. Ηθοποιοί: Ρέντα Κατέμπ, Σεσίλ Ντε Φρανς, Μπέα Παλία. 117 λεπτά.

«Ο Ντζιάνγκο ήταν πράγματι ηρωικό πρόσωπο, ο καλλιτέχνης αντιδρά με την τέχνη του και στη συγκεκριμέρνη περίπτωση με τη μουσική», μου ανάφερε ο σκηνοθέτης Ετιέν Κομάρ, σχολιάζοντας τον χαρακτήρα του θρυλικού τζαζίστα Ντγιάνγκο Ράινχαρτ, στη συνέντευξη που μου έδωσε (συνέντευξη που θα δημοσιευτεί αύριο) για την ταινία του «Τζιάνγκο», στο Βερολίνο, με την οποία έκανε έναρξη η 67η Μπερλινάλε. Το θέμα ακριβώς της ταινίας είναι αυτό: πώς αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης όσα συμβαίνουν σε μια κοινωνία, στη συγκεκριμένη περίπτωση ένας μουσικός, και μάλιστα τσιγγάνος όπως ο Ντζιάνγκο, σε μια χώρα υπό χιτλερική κατοχή, όπως ήταν τότε η Γαλλία (η ιστορία της ταινίας εκτυλίσσεται το 1943).

Ο πρώην παραγωγός («Τιμπουκτού», «Περί θεών και ανθρώπων») Ετιέν Κομάρ, στην πρώτη του αυτή σκηνοθετική δουλειά, προσπάθησε, και σε ένα μεγάλο βαθμό, κατάφερε να δώσει το χαρακτήρα του Ντζιάνγκο, του πιο διάσημου, αναγνωρισμένου παγκόσμια για το ταλέντο του, τζαζίστα, στην ιστορία της τζαζ, ο οποίος έπαιξε μαζί άλλους θρύλους της τζαζ, όπως οι Ντιουκ Ελινγκτον και Λούις Άρμστρονγκ), με τη μανία του για τελειότητα (αλλά και για το χρήμα), τις αβαν-γκαρντ ιδέες του για την τζαζ αλλά και την άρνησή του να υποκύηψει στην παράδοση και στους κανόνες της κοινωνίας .

Η ταινία καταγράφει από τη μια με ρεαλιστικό τρόπο (και μέσα περριορισμένες αλλά σημαντικές στιγμές) την εποχή, ιδιαίτερα σ’ ότι αφορά τον κατατρεγμό των τσιγγάνων (μια γεύση μας δίνεται από την πρώτη σκηνή), χρησιμοποιώντας ακόμη και το στιλ του θρίλερ, φέρνοντας στο νου τον Χίτσκοκ στις σκηνές του τρίτου μέρους της ταινίας, όταν ο Τζιάνγκο αποφασίζει να βοηθήσει τους αντιστασιακούς που θέλουν να φυγαδεύσουν ένα τραυματισμένο αλεξιπτωτιστή, δίνοντας  συναυλία σε ένα πλήθος ναζιστών αξιωματικών.

Ενώ, από την άλλη, μας προσφέρει και τρεις τουλάχιστο εξαιρετικές  συναυλίες του μουσικού, συναυλίες που δίνουν την ευκαιρία στον εξαίρετο ηθοποιό Ρέντα Κατέμπ να δώσει με δύναμη και πάθος τον τρόπο με τον οποίο ο Ράινχαρτ έπαιζε στη σκηνή, καταφέρνοντας με το παίξιμο του κυριολεκτικά να μαγεύει και να παρασέρνει το ακροατήριό του.

 

*** 1/2 – Dede

Γεωργία, 2017. Σκηνοθεσία: Μάριαμ Κατσβάνι. Βλάντιμερ Κατσάραβα, Ιρακλί Σολομονασβίλι, Μάριαμ Κατσβάνι. Ηθοποιοί: Γκεόργκι Μπαμπλουάνι, Γκίρσελ Χελίτζντε, Νούκρι Κατσβάνι, Μόσε Κατσβάνι. 97 λεπτά.

 

Με τα απαρχαιωμένα, συχνά σκληρά, έθιμα της κοινότητας της Σβανέτι, μιας απομονωμένης περιοχής της Γεωργίας, και της καταπιεστικής, ανύπαρκτης στην πραγματικότητα, θέσης της γυναίκας, καταπιάνεται στη δεύτερη αυτή ταινία της, η νέα Γεωργιανή σκηνοθέτρια Μάριαμ Κατσβάνι, ταινία που σντυπωσιασε, και που τελικά βραβεύτηκε,στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.

Η ταινία ξεκινά το 1992, αμέσως μετά τον πολεμο, με την προετοιμασία ενός προκαθορισμένου γάμου, παρά την άρνηση της γυναίκας που οι δικοί της την αγνοούν, για να καταλήξει με το θάνατο σε κυνήγι (αυτοκτονία;) του υποψηφίου γαμπρού και την εισαγωγή στο στόρι ενός τρίτου άντρα που θα παντρευτεί τελικά τη γυναικα. Η ιστορία όμως της γυναίκας δεν τελειώνει εδώ. Η εκκλησία, η κλειστή κοινωνία, οι ξεπερασμένες παραδόσεις, οι προκαταληψεις και οι δυσειδαιμονίες κάποια στιγμή θα παρέμβουν για να κάνουν τη ζωή της αφόρητη.

Η Κατσβάνι χρησιμοποιεί τους εξωτερικούς χώρους, τα πανέμορφα, άγρια τοπία, τη λαϊκή μουσική, για να δημιουργήσει την αντίστιξη (η φύση αμέτοχη στα δρώμενα) με το δράμα της βασανισμένης μάνας (Dede στην τοπική γλώσσα των Σβανέτι) να αγωνίζεται να κρατήσει το παιδί της ενάντια στις απαράδεκτες, βάρβαρες παραδόσεις που απαγορεύουν στη γυναίκα το δικαίωμα να κρατάει τα παιδιά της! Αξίζει να αναφέρω πως η επιμονή της σκηνοθέτριας να γυρίσει την ταινία στα μέρη όπου εκτυλίσσεται η ιστορία την έφερε σε σύγκρουση με τις τοπικές αρχές με αποτέλεσμα μέλη του συνεργείου να συλληφθούν από μια διεφθαρμένη αστυνομία και να φυλακιστούν.

** Όλα τα λεφτά του κόσμου

All the Money in the World. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ. Σενάριο: Ντέιβιντ Σκάρπα. Ηθοποιοί: Τσάρλι Πλάμερ, Μισέλ Γουίλιαμς, Κρίστοφερ Πλάμερ, Μάρκ Γουόλμπεργκ, Ρομέν Ντιρίς, Τίμοθι Χάτον. 132 λεπτά.

Παρακολουθώντας την ιστορία του δισεκατομμυριούχου Τζον Πολ Γκέτι (του πιο πλούσιου ανθρώπου στον πλανήτη) της τποψήφιας για τρεις Χρυσές Σφαίρες ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ, δεν μπορούσα παρά να θυμηθώ τον πρόεδρο Τραμπ και άλλους Αμερικανούς, και όχι μόνο (δεν μας έλειψαν και από την Ελλάδα) εκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους που, με παρόμοιους απάνθρωπους, κυνικούς τρόπους, απέκτησαν την περιουσία τους για να προχωρήσουν αργότερα, άλλοτε οι ίδιοι και άλλοτε, και πιο συχνά, οι απόγονοι τους, σε φιλανθρωπικές πράξεις, για να έχουν ήσυχη τη συνείδηση τους.

Η ιστορία στρέφεται γυρω από την απαγωγή του 16χρονου Τζον Πολ Γκέτι ΙΙΙ (ένας πολύ καλός Τσάρλι Πλάμερ) και τις απεγνωσμένες προσπάθειες της μητέρας του να πείσει τον άπληστο δισεκατομμυριούχο παππού του νεαρού Γκέτι να ενδώσει στις απαιτήσεις των απαγωγέων και να σώσει το παιδί της.

Ο 80χρονος Σκοτ, που μόλις πριν από μερικούς μήνες μας είχε δώσει ένα καινούριο Άλιεν (“Alien: Covenant”), στρέφεται τη φορά αυτή σε μια αληθινή ιστορία για να φτιάξει ένα ακόμη ενδιαφέρον θρίλερ (τηλεοπτική σειρά με θέμα την απαγωγή ετοιμάζει για τα FX series και ο Ντάνι Μπόιλ), με τη σωστή ανάπτυξη της ιστορίας και το γοργό ρυθμό που περιμένει κάνεις από μια τέτοια ταινία (κάποιος πάντως περιορισμός στα 132 λεπτά της διάρκειας της ταινίας δεν θα έκανε κακό), παντα στο πλαίσιο του καλύτερου εμπορικού κινηματογράφου που μας γνώρισε το Χόλιγουντ.

Ήδη θα γνωρίζετε την ιστορία γύρω από την ξαφνική και γρήγορη (και αρκετά ακριβή) αντικατάσταση του Κέβιν Σπέισι, εξαιτίας των κατηγοριών για σεξουαλικη παρενόχληση (κατηγορίες, πρέπει να πω, που δεν έχουν ακόμη αποδειχτεί σε δικαστήριο) με τον Κρίστοφερ Πλάμερ να παίρνει το ρόλο του διεσκατομμυριουχου Γκέτι, που προτιμά, όπως αναφέρει σε κάποια στιγμή, να στρέφεται στα ανεκτίμητα αντικείμενα (πίνακες και άλλα έργα τέχνης που αγοράζει) που δεν τον ενοχλούν παρά να στρέφεται στους ανθρώπους (ακόμη και την οικογένειά του) που δεν μπορείς να τους εμπιστευθείς γι’ αυτό και για ένα μεγάλο διάστημα αρνείται να πληρώσει έστω και ένα φράγκο στους απαγωγείς, αναθέτοντας στο βοηθό του και πρώην μυστικό πράκτορα (Μάρκ Γουόλμπεργκ) να βρει τον πιο φτηνό τροπο για να τον απελευθερώσει.

Αν κάποια στιγμή, όταν οι απαγωγείς στέλνουν ταχυδρομικά το κομμένο αυτί του αγοριού σε εφημερίδα, ο άσπλαχνος παππούς πείθεται να δώσει μέρος των λύτρων, αυτό το κάνει μόνο και μόνο γιατί το ποσό εκπτίπτει από τους φόρους – μέσα από διάφορα ενδιάμεσα φλας-μπακ μαθαίνουμε το αληθινό ποιον του ανθρώπου και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να αυξήσει και να διατηρήσει την περιουσία του, σε μια σκηνή μάλιστα εξηγεί πώς αγόρασε ενα ανεκτίμητο αγαλματίδιο από την Κρήτη με 13 μόνο δολάρια, παζαρεύοντας την τιμή
με τον πωλητή που αρχικά ζητούσε 17 δολάρια! Ρόλο, αξίζει να σημειώσω, που ο Πλάμερ ερμηνεύει με τη δύναμη και το ταλέντο που τον διακρίνει, αν και, προσωπικά, πιστεύω πως ο Σπέισι θα τόνιζε περισσότερο τη σατανική πλευρά του χαρακτήρα.