Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ Αβάνα, η πόλη των κατασκόπων
Wasp Network. Γαλλία/Βραζιλία/Ισπανία/Βέλγιο, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ολιβιέ Ασαγιάς. Ηθοποιοί: Έντγκαρ Ραμίρεζ, Πενέλοπε Κρουζ, Άνα ντε Άρμας, Γκάελ Γκαρσία Μπερνάλ, Βάγκνερ Μούρα. 123΄

Ανάμεσα στην περιπέτεια κατασκοπείας, το οικογενειακό δράμα και το πολιτικό θρίλερ, τοποθετημένο στην Κούβα της δεκαετίας του ’90, κινείται στη νέα του, συναρπαστική αυτή ταινία, ο Γάλλος σκηνοθέτης Ολιβιέ Ασαγιάς (Personal Shopper, «Τα σύννεφα του Σιλς Μαρία», «Μετά τον Μ¨αη»), με τον Έντγκαρ Ραμίρεζ, πρωταγωνιστή στην εξαιρετική, και μια από τις καλύτερες, ταινία του «Κάρλος» (και στη συνέχεια μίνι-σειρά), στο ρόλο του Ρενέ Γκονζάλεζ, ενός φαινομενικά προδότη Κουβανού πιλότου, που μια μέρα (έτσι αρχίζει η ταινία), αφού αποχαιρετίσει τη γυναίκα του, Όλγα (Πενέλοπε Κρουζ) και τη μικρή του κόρη, Ίρμα, μπαίνει στο αεροπλάνο του και το οδηγεί στο Μαϊάμι, όπου μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες αναγγέλλει την απόφαση του να ζητήσει άσυλο στην Αμερική.

Τον Ρενέ θ’ ακολουθήσει σύντομα ένας άλλος λιποτάκτης πιλότος, ο Χουάν Πάμπλο (Βάγκνερ Μούρα). Εκεί, είτε για ιδεολογικούς λόγους είτε για οικονομικούς, θα αρχίσουν να συμμετέχουν στις δραστηριότητες της κουβανικής κοινότητας του Μαϊάμι, κοινότητας όπου μέλη της διοργανώνουν διάφορες πολιτικές δράσεις.

Από τη μια, τα μέλη της CANF, τρομοκρατικής οργάνωσης, υπεύθυνης για (συχνά θανατηφόρες) βομβιστικές επιθέσεις σε παραλίες και ξενοδοχεία, με στόχο την καταστροφή του τουρισμού της Κούβας, που όπως πιστεύουν θα οδηγήσει στην κατάρρευση του καθεστώτος του Κάστρο. Και από την άλλη, τα μέλη της PUND, που προσπαθούν μα βοηθήσουν λιποτάκτες από την Κούβα να φτάσουν σώοι σε αμερικανικό έδαφος, και που μέλη της, όπως, κάποια στιγμή, αποκαλύπτεται, κάποια στιγμή, είναι μυστικοί πράκτορες των κουβανικών αρχών (εδώ δεν θέλω να προχωρήσω σε spoiler). Οργανώσεις που συνεργάζονται με το FBI (και το οποίο τις παρακολουθεί, τις εκμεταλλεύεται και τις αξιολογεί κάθε λεπτό).

Αντίθετα με τον Ρενέ, που επιλέγει την ανθρωπιστική βοήθεια στους λιποτάκτες Κουβανούς («η δουλειά μου είναι να σώζω ζωές» λέει σε κάποια στιγμή), ο ελκυστικός σαν «σταρ του κινηματογράφου», Χουάν, που σύντομα θα παντρευτεί την Άνα (η Άνα ντε Άρμας από το Blalde Runner 2049), επιλέγει την εύκολη ζωή με τα πανάκριβά ρολόγια Rolex και τα κινητά τηλέφωνα. Όλα όμως δεν είναι όπως φαίνονται. Γιατί, η ταινία είναι βουτηγμένη σ’ ένα κλίμα αμφίλογο, μια και όλη η ιστορία, όπως ανάφερε ο ίδιος ο Ασαγιάς, «κινείται σε μια γκρίζα ηθική ζώνη όπου ο καθένας έχει τις δικές του αιτιολογίες».

Με τις ιστορίες και τα πρόσωπα να δέχονται συνεχείς ανατροπές και τον θεατή να μεταφέρει διαρκώς τη συμπάθειά του από τον ένα στον άλλο χαρακτήρα (ίσως ορισμένα από τα αναπάντητα ερωτήματα να τα μάθουμε σε μίνι-σειρά της ταινίας, μια και οι δυο ώρες διάρκειας της ταινίας δεν είναι αρκετές για να μας δώσουν όλα όσα θα θέλαμε να μάθουμε για τα πρόσωπα και τις ιστορίες τους).

Ο Ασαγιάς σκηνοθετεί την ιστορία του, εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, και βασισμένη στο βιβλίο «The Last Soldiers of the Cold War: The Story of the Cuban Five» του Φερνάντο Μοράις, με την ίδια δύναμη και τον ίδιο ρυθμό όπως και το «Κάρλος». Άλλοτε αντλώντας από τις κατασκοπευτικές ταινίες (όπως στις σκηνές του Χουάν, όταν ως βατραχάνθρωπος κολυμπά ως τον Κόλπο του Γκουαντάναμο, θυμίζοντας τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ), άλλοτε από τις αεροπορικές περιπέτειες (οι πτήσεις πάνω από την Κούβα, όταν ρίχνουν αντικαθεστωτικά φυλλάδια), άλλοτε από τα αμερικανικά σούπερ-θρίλερ (οι σκηνές του γάμου του Χουάν, που θυμίζουν εκείνες στο «Νονό» του Κόπολα).

Σκηνές που ενισχύονται με τα ωραία γυρίσματα στην ίδια την Αβάνα (για τα οποία ο Ασαγιάς πήρε άδεια) και που ο Ασαγιάς αντιπαραθέτει συχνά με αρχειακό υλικό (από newsreels), που σχολιάζουν και τονίζουν την πολιτική πλευρά της ταινίας του. Με τους ηθοποιούς του να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, με επικεφαλής τον γνωστό μας «Πάμπλο» Έντγκαρ Ραμίρεζ να δίνει μια άλλη πτυχή ενός πολύπλοκου χαρακτήρα, και την Πενέλοπε Κρουζ τελικά να αποδεικνύεται μια ηθοποιός με μεγαλύτερη από όση πιστεύαμε μέχρι σήμερα γκάμα (φτάνει να θυμηθούμε την εξαιρετική, δοσμένη συγκρατημένα, με εσωτερικότητα, σκηνή της αληθινής αποκάλυψης του ρόλου του συζύγου).

*** Πινόκιο
Pinocchio. Ιταλία/Γαλλία/Βρετανία, 2019. Σκηνοθεσία: Ματέο Γκαρόνε. Σενάριο: Ματέο Γκαρόνε, Μάσιμο Τσεκερίνι, από μυθ. Κάρλο Κολόντι. Ηθοποιοί: Ρομπέρτο Μπενίνι, Φεντερίκο Ιελάπι, Ρόκο Παπαλέο, Μάσιμο Τσεκερίνι, Μαρίνε Βακτ. 120΄

Στο παιδικό, βουτηγμένο σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, παραμύθι (1883) του Κάρλο Κολόντι, γύρω από τα κακοποιημένα παιδιά, στρέφεται στην ταινία του «Πινόκιο» ο Ιταλός σκηνοθέτης Ματέο Γκαρόνε, που πρωτοείδαμε στο τμήμα «Ειδικές Προβολές» του φετινού φεστιβάλ Βερολίνου. Παραμύθι που έχει μεταφερθεί αρκετές φορές και πριν στην οθόνη (ανάμεσά τους και ένα που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Μπενίνι το 2002 καθώς και το κλασικό καρτούν του Ντίσνεϊ, το 1940). Τη φορά όμως αυτή, ο Γκαρόνε θέλησε να τη διασκευάσει με αληθινούς ανθρώπους, με τον Ρομπέρτο Μπενίνι να ερμηνεύει το ρόλο του φτωχού ξυλοκόπου που φτιάχνει τον Πινόκιο, μια μαριονέτα όμως με δική της ζωή, που μιλάει και κινείται, ακόμη και επαναστατεί (με τον Πινόκιο να τον ερμηνεύει πολύ ωραία ο 8χρονος Φεντερίκο Ιελάπι).

Ο Γκαρόνε («Πρώτος έρωτας», «Γομόρρα», «Το παραμύθι των παραμυθιών», «Dogman») έφτιαξε μια ταινία που θα αρέσει σε παιδιά και μεγάλους, καταφέρνοντας να δώσει το αίσθημα αλλά και τη συγκίνηση με την όμορφη, εικαστικά και μουσικά προσεγμένη, αυτή αφήγηση του επαναστατημένου, ανυπάκουου Πινόκιο, τοποθετώντας τον σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον (εκείνο της φτωχής, μίζερης Τοσκάνης του 19ου αιώνα), σχολιάζοντας ταυτόχρονα τις διάφορες κοινωνικές αδικίες (ο δικαστής που καταδικάζει τους αθώους και ελευθερώνει τους κακούς), και κινώντας γύρω του, με τρόπο εξαιρετικό, τα διάφορα άλλα, με ανθρώπινη μορφή, όντα (το τζτζίκι, τον γορίλα δικαστή, το σαλιγκάρι και, βέβαια, τη χαριτωμένη νεράιδα).

Όσο για το γνωστό επεισόδιο με τη μύτη του Πινόκιο να μεγαλώνει και να μετατρέπεται σε μια τεράστια προβοσκίδα όταν αυτός λέει ψέματα, βρήκα ιδιαίτερα έξυπνη τη λύση που έδωσε ο σκηνοθέτης στη σκηνή με τον δικαστή/γορίλα: όταν, τη στιγμή που ο Πινόκιο λέει σ’ αυτόν ψέματα, για να μπορέσει να αθωωθεί από μια άδικη καταδίκη, ο Γκαρόνε αποφάσισε να αφήσει τη μύτη του Πινόκιο όπως ήταν, χωρίς δηλαδή να μεγαλώσει, δείχνοντας πως, στην περίπτωση του άδικου δικαστή, το ψέμα ήταν απαραίτητο για να αποδοθεί η δικαιοσύνη.

*** Μη με λες Κύριο
Sir. Ινδία/Γαλλία, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ροχένα Γκέρα. Ηθοποιοί: Τιλοτάμα Σόμε, Βιβέκ Γκόμπερ, Γκαεταντζάλι Κουλκάρμι. 99’

Μια ιστορία έρωτα ανάμεσα σ’ ένα πλούσιο άντρα και την υπηρέτριά του, είδος μιας μοντέρνας Σταχτοπούτας, αφηγείται στη δροσερή αυτή ρομαντική κωμωδία της η Ινδή σεναριογράφος και σκηνοθέτρια Ροχένα Γκέρα.

Από το χωριό της όπου μεγάλωσε, η νεαρή χήρα Ράτνα επέλεξε να βρει δουλειά ως υπηρέτρια στη Βομβάη, στο σπίτι του Άσβιν, γιου μιας πλούσιας οικογένειας, θυσιάζοντας τη δική της καριέρα για να βοηθήσει τη νεαρή αδερφή της να σπουδάσει. Παρόλο που η γυναίκα του αφεντικού της τον εγκαταλείπει την ημέρα κιόλας του γάμου τους, η Ράτνα αποφασίζει να παραμείνει και να τον υπηρετεί, ενώ παράλληλα προσπαθεί να παρακολουθεί μαθήματα ραπτικής για να μπορέσει κάποτε, όπως σχεδιάζει, να ξεκινήσει, με τη βοήθεια της αδερφής της τη δική της επιχείρηση ραπτικής.

Μια γεμάτη κατανόηση Ράτνα, που καταλαβαίνει πως ο Άσβιν έχει εγκαταλείψει τα όνειρά του (κάποτε είχε πάει στην Αμερική έχοντας άλλα σχέδια ενώ τώρα εργάζεται στην επιχείρηση του πατέρα του που δεν τον ενδιαφέρει), προσπαθεί να του συμπαρασταθεί άλλοτε μιλώντας του για τα δικά της προβλήματα κι άλλοτε ρωτώντας να μάθει για τα παλιά του σχέδια), παρά τη στάση της μητέρας του Άσβιν, η οποία, σε κάθε επίσκεψή της, την αντιμετωπίζει με άσκημο, προσβλητικό τρόπο. Και οι δυο, άνθρωποι μοναχικοί (οι σκηνές τους στην ταράτσα της πολυκατοικίας τονίζουν την ατμόσφαιρα), αποτυχημένοι με το γάμο τους, αρχίζουν σταδιακά να βρίσκουν το δρόμο μιας ανθρώπινης επαφής και συνεννόησης. Όταν όμως ο Άσβιν ετοιμάζεται να προχωρήσει τη σχέση τους, η Ράντα αντιτίθεται, γνωρίζοντας πως ένας τέτοιος δεσμός (υπηρέτριας και πλούσιου νέου) δεν θα αντέξει σε μια ιδιαίτερα συντηρητική, ταξικών διακρίσεων, γεμάτη ταμπού, ανδροκρατούμενη κοινωνία.

Η Ράτνα όμως είναι μια γυναίκα πολύ γενναία («brave», όπως της λέει στα αγγλικά ο Άσβιν). Και με την επιμονή, την ευρηματικότητά και την αγωνιστικότητά της, θα βρει ένα τρόπο να μετατρέψει τον «απραγματοποίητο» αυτόν έρωτα σε έρωτα υπαρκτό που με τη δύναμή του καταφέρνει να ανατρέψει τα ταμπού και να επιβληθεί. Η Ροχένα Γκέρα (που σπούδασε κινηματογράφο στην Αμερική) αφηγείται την ιστορία της με λεπτότητα και χιούμορ, επιμένοντας στις μικρολεπτομέρειες που τονίζουν τις κοινωνικές και άλλες διαφορές ανάμεσα στους χαρακτήρες, αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες από τους δυο πρωταγωνιστές της, την Τιλοτάμα Σόμε (Ράτνα) και τον Βιβέκ Γκόμπερ (Άσβιν).

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

**** Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου
Cet obscure objet du desir. Γαλλία/Ισπανία, 1977. Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ. Σενάριο: Λουίς Μπουνιουέλ, Ζαν-Κλοντ Καριέρ. Ηθοποιοί: Φερνάντο Ρέι, Καρόλ Μπουκέ, Άντζελς Μολίνα. 103΄

Στο μυθιστόρημα «La femme et le pantin» του Πιερ Λουίς, που είχαν παλιότερα κινηματογραφήσει τόσο ο Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ («Ο διάβολος είναι γυναίκα», 1935, με τη Μάρλεν Ντίτριχ) όσο και ο Ζιλιέν Ντιβιβιέ («Η γυναίκα και το νευρόσπαστο», 1959, με τη Μπριζίτ Μπαρντό), χωρίς να ξεχνάμε και μια μεταφορά στην περίοδο του Βωβού, από τον Ρέτζιναλντ Μπάρκερ (1920), στρέφεται ο μεγάλος Λουίς για να μας δώσει τη δική του ερμηνεία στην ταινία που προβάλλεται σε επανέκδοση.

Γνωρίζοντας τη στάση του απέναντι στη γυναίκα, τον έρωτα και το ερωτικό πάθος, σε μια κοινωνία όχι απλά συντηρητική, αλλά και άκρως καταπιεστική, όπως μας την έδωσε σε μια σειρά αριστουργηματικές ταινίες (από τη «Χρυσή εποχή», περνώντας από τη «Βιριδιάνα» και την «Τριστάνα» και φτάνοντας μέχρι «την «Ωραία της ημέρας» και την «Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας»), ξέραμε πως ο μάγος αυτός σουρεαλιστής θα είχε πολλές αναπάντεχες, εντυπωσιακές και πάντα ευπρόσδεκτες εκπλήξεις στο μανίκι του.

Η ιστορία στο «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» είναι απλή. Ένας μεσήλικας άντρας, ο πλούσιος και αξιοσέβαστος αριστοκράτης Ματιέ (Φερνάντο Ρέι, ο εξαιρετικός πρωταγωνιστής της «Βιριδιάνα» και της «Τριστάνα») ερωτεύεται με πολύ πιο νέα γυναίκα, την Κοντσίτα, μια όμορφη, προκλητική, αν και άκαρδη, που τον εξευτελίζει συνεχώς και παίζει με τα αισθήματά του (για την Κοντσίσα, ο Μπουνιουέλ επέλεξε, ύστερα από πρόταση του συν-σεναριογράφου του Καριέρ, δυο διαφορετικές ηθοποιούς, την Γαλλίδα Καρόλ Μπουκέ και την Ισπανή Άντζελα Μολίνα, δίνοντας έτσι στο πρόσωπο της γυναίκας μια πλατύτερη έννοια). Την ιστορία του με την Κοντσίτα ο Ματιέ αρχίζει να αφηγείται από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας σε μια ομάδα επιβατών στο τρένο με το οποίο ταξιδεύει, έχοντας ρίξει ένα κάδο νερό στο πρόσωπο της νεαρής Κοντσίτα η οποία τον είχε ακολουθήσει μέχρι το τρένο.

Ήδη ανάμεσα στα πρόσωπα που ακούν και σχολιάζουν την ιστορία του βρίσκεται ένας νάνος (τη φορά αυτή καθηγητής ψυχολογίας), πρόσωπο που συχνά συναντάμε στο μπουνιουελικό έργο, ενώ ενδιάμεσα ο Μπουνιουέλ μας πετάει, δήθεν αδιάφορα, εικόνες με σουρεαλιστικά, χιουμοριστικά «μηνύματα», όπως εκείνες με το ποντίκι πιασμένο στη φάκα, ή το γουρούνι/βρέφος που κουβαλάει η τσιγγάνα που λέει την τύχη στον Ματιέ, ή, ακόμη, τη μύγα που βρίσκει στο ποτήρι του στο σικ εστιατόριο ο Ματιέ («α! η μύγα! την έψαχνα τόσο καιρό», θα του πει το γκαρσόνι). Χωρίς να ξεχνάμε τον βαρύ σάκο που σε κάποιες σκηνές κουβαλάει στον ώμο του ο Ματιέ (σάκος/ενοχές; ή σάκος του ανικανοποίητου πόθου του;) και που συνδέεται με τη φράση «οι γυναίκες είναι σακί με κοπριά» που λέει στον Ματιέ ο υπηρέτης του, όταν εκείνος τον ρωτάει να του πει τη γνώμη του για τις γυναίκες.

Οι γυναίκες όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο και καλύτερο, όπως ξέρουμε και όπως το ξέρει (και πολύ μάλιστα) ο Μπουνιουέλ. Είναι πρόσωπα πολύ πιο πολύπλοκα, περίπλοκα και μυστηριώδη από τον άντρα. Πρέπει κανείς να διαβάζει πίσω από τα φαινόμενα και να μπορεί να τα ερμηνεύει, συνεχίζει να επιμένει ο Ισπανός δημιουργός. «Υποσυνείδητα δεν υπάρχει τίποτα το τυχαίο», όπως θα πει, κάποια στιγμή, ένα από τα πρόσωπα. Η Κοντσίτα μπορεί να βασανίζει τον Ματιέ, να τον διώχνει, να καθυστερεί να του δοθεί, να τον κοροϊδεύει, δεν μπορεί όμως να μείνει μακριά του. Όπως δεν μπορεί και ο ίδιος παρ’ όλες τις απορρίψεις και παρ’ όλους τους εξευτελισμούς, να μείνει μακριά της. Μόνο που η γυναίκα αποδεικνύεται πολύ πιο έξυπνη και συνετή από τον άντρα. Γιατί έχει ακόμη πολλά να του μάθει. Μπορεί το μέλλον, όπως έλεγε και ο Φερέρι, να είναι γυναίκα, αλλά με έναν άντρα να την ακολουθεί και, πάνω απ’ όλα, να την κατανοεί.

Όλα αυτά μέσα από μια ιστορία δοσμένη με ανατρεπτικό χιούμορ και ένα ρυθμό που σε παρασύρει και σε διασκεδάζει διαρκώς, με σκηνές τοποθετημένες μέσα σε μια βαριά από κοινωνικής/πολιτικής πλευράς ατμόσφαιρα. Με βομβιστικές επιθέσεις, ανατινάξεις, εκρήξεις, θανάτους κι ένα θανατηφόρο ιό (τον ΒΤΧ, όπως πληροφορούμαστε) που πλησιάζει επικίνδυνα τη Βαρκελώνη. Θα νόμιζες πως ο Μπουνιουέλ μιλάει για το σήμερα, αν και η ταινία του γυρίστηκε το 1977. Κι όμως, όσα συμβαίνουν σ’ αυτήν είναι ακριβώς ότι συμβαίνει σήμερα γύρω μας. Σίγουρα, το νερό που τη φορά αυτή η Κοντσίτα αδειάζει στο κεφάλι του Ματιέ δεν είναι αρκετό για να τον σώσει από την ξεπερασμένη και διαλυμένη γοητεία μιας μπουρζουάδικης ή αριστοκρατικής ζωής. Το ταξίδι με τον Δον Λουίς μπορεί να ήταν ιδιαίτερα απολαυστικό, η ταινία όμως έχει πολύ περισσότερα και βαθύτερα να σου προσφέρει!