Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο συγγραφέας και σεναριογράφος Νίκος Παναγιωτόπουλος βρέθηκε ανάμεσα σε παλιούς/ιές συμμαθητές/τριες του, απόφοιτους της Βαρβακείου Σχολής. Δεν ήταν μία τυπική reunion συνάντηση με περίσσευμα πλήξης και και ασφυκτικές αναμνήσεις παρελθοντολαγνείας.

Όσες και όσοι βρέθηκαν στον βιβλιοπωλείο της Μαρίας Παπαγεωργίου, «Επί Λέξει», γνώριζαν ότι θα ήταν μια δύσκολη βραδιά, αφού δεν θα έπρεπε να αναμετρηθούν με τις βαρβάκειες αταξίες τους, αλλά με το φάσμα του πατέρα τους.

Και μ’ αυτό το φάσμα, συνομίλησε ένας εκ των αποφοίτων του σχολείου, ο άνθρωπος ο οποίος κατάφερε να το στοιχειώσει με το πεζογραφικό του έργο «Ολομόναχος. Αυτοβιογραφική προφητεία» (εκδόσεις Μεταίχμιο) εξ ονόματος όλων. Γιαυτό η βραδιά στον φιλόξενο χώρο της οδού Ακαδημίας, άκουσε καρδιές να σπάνε, αισθάνθηκε ψυχές να φυλλορροούν, είδε μάτια να δακρύζουν.

Την παρουσίαση άνοιξε η φιλόλογος Πίτσα Μπλάνα, η οποία προσήλθε υποβασταζόμενη από τον παλαιό μαθητή της Νίκο Παναγιωτόπουλο. Αυτές τις στιγμές οι σκέψεις σταματάνε, οι φιλοδοξίες ακυρώνονται, οι εγωϊσμοί καταβαρθρώνονται. Η Πίτσα Μπλάνα άρθρωσε έναν λόγο συναισθηματικό, γιαυτό και δεν μεταφέρεται, γιατί η ανιδιοτελής αγάπη δεν έχει άλλον τρόπο να επικοινωνεί, παρά μόνον με την αμεσότητα.

Τα ιντεμέρδια, μεταξύ των ομιλητών, τα υποστήριξε ο ηθοποιός Μανώλης Μαυροματάκης διαβάζοντας αποσπάσματα από το βιβλίο. Καλά προετοιμασμένος, κατάφερε να δώσει ξανά το δικό του νόημα στο κείμενο, και προπαντός να μεταφέρει στο ακρατήριο το αίσθημα της διαδικασίας της συγγραφής και του αποτελέσματός του.

Με ξένα λογοτεχνικά παραδείγματα προσέγγισε τον «Ολομόναχο» ο φιλόλογος Κώστας Μπαλάσκας. Ανέσυρε τα έργα «Τηλεμάχου τύχαι» του Φενελόν, «Γράμμα τον πατέρα» του Κάφκα, «Καπετάν Μιχάλη» του Καζαντζάκη, «Λέξεις» του Σαρτρ, «Πατρική κληρονομιά» του Φίλιπ Ροθ και «Ένας καλός γιός» του Μπρικνέρ.

                                          «Ακόμη κι αν έμεινε λειψή η γνωριμία»

«Ο αυτοβιογραφούμενος συγγραφέας», παρατήρησε, «βρίσκεται στη θέση ”ανάμεσα”. Ανάμεσα στον πατέρα που τον ”συνάντησε πολύ αργά” και δεν τον γνώρισε και στον γιό που δεν ξέρει αν θα τον γνωρίσει, αφού τον ”αποχωρίστηκε ανέλπιστα νωρίς” λόγω των συνεπειών του διαζυγίου και των δικαστικών αποφάσεων, για τις οποίες μιλάει με θυμό. Στην κάθε περίπτωση, αιτία η γυναίκα, τόσο για το μυστικό του πατέρα του όσο και για το δικό του καημό.

»Ο πατέρας, πεθαμένος πια, τον επισκέπτεται σαν ίσκιος και ο γιος, ζώντας με τη μητέρα, μένει για ορισμένο χρονικό διάστημα κοντά του, σαν επισκέπτης. Ο ομιλητής, στο μεταίχμιο της ηλικίας του πια και ανάμεσα, βλέπει τον πατέρα να έχει φύγει και το γιο να έρχεται. Βλέπει την αναπότρεπτη πορεία και τη συνέχεια, τους σχεδόν προδιαγεγραμμένους ρόλους. Τελικά είσαι αυτό που θα γίνεις αλλά θα γίνεις αυτό που έλαβες, η ”πατρική κληρονομιά” του Ροθ, τα ”περιουσιακά στοιχεία” που λέει ο Κώστας Βρεττάκος, ακόμα κι αν μένει καλά κρυμμένο το μυστικό, ακόμα κι αν έμεινε λειψή η γνωριμία».

                                              Η ιστορία δύο αποχωρισμών

Αφήσαμε τελευταία, αφού τελευταία μίλησε τη συνάδελφο Ναταλί Χατζηαντωνίου-υπεύθυνη των καλοδουλεμένων πολιτιστικών σελίδων της εφημερίδας «Έθνος»-, μια περσόνα που κατάφερε να μας κερδίσει με το ήθος της φωνής της και το ήθος του κειμένου της: «Πάρτε αυτό το βιβλιαράκι (το υποκοριστικό είναι της τρυφερότητας). Μόλις εκατό σελίδες για μία σχεδόν πλήρη αυτοβιογραφία τριών προσώπων σε τρεις παράλληλους χρόνους. Παρελθόν η ιστορία του Παναγιωτόπουλου βασισμένη σ’ ένα μοιραίο περιστατικό που ξεδιπλώνεται σε επάλληλες αφηγήσεις.

»Παρόν, η ιστορία του ίδιου του συγγραφέα, αυτοβούλως εσώκλειστου στους τέσσερις τοίχους ενός άδειου σπιτιού να παλεύει με την κατάθλιψη ενός δύσκολου διαζυγίου και δύο αποχωρισμών (από τον γιό του καταρχάς που τον βλέπει σε νομικές δόσεις κι από τον πατέρα που έχει πεθάνει). Και μέλλον: ό,τι συνέβη στο παρελθόν και στο παρόν είναι ως μια αυτοβιογραφική προφητεία (το λέει και στον υπότιτλο) το γονίδιο που χωρίς αμφιβολία κληρονομείται στο γιό. Όχι μόνον του Παναγιωτόπουλου. Σε κάθε γιό, κάθε πατέρα σ’ αυτή τη δύσκολη, επώδυνη σχέση που επαναλαμβάνουν οι ανθρώπινες γενιές».

Φωτογραφία: Σωτήρης Ζησόπουλος