ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από το μελαγχολικό, φιλοσοφικό νέο-γουέστερν του Λιντς στο αντί-ηρωικό γκανγκστερικο θρίλερ των αδερφών Σάφντι

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

**** Lucky

ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Τζον Κάρολ Λιντς. Σενάριο: Λόγκαν Σπαρκς, Ντράγκο Σουμόνια. Ηθοποιοί: Χάρι Ντιν Σάντον, Ντέιβιντ Λιντς, Ντον Λνίβονγκστον, Εντ Μπέγκλι Τζούνιορ. 88 λεπτά.

Ένας ύμνος στον απλό ανθρωπο, τις μικρές χαρές της ζωής αλλά και το θάνατο, είναι η δοσμένη με λυρισμό ταινία «Lucky», μια ανεξάρτητη αμερικανική παραγωγή σκηνοθετημένη από τον Τζον Λιντς, αδερφού του Ντέιβιντ Λιντς, με τον Χάρι Ντιν Στάντον, εκπληκτικό στον τελευταίο (αντάξιο ενός Όσκαρ) ρόλο πριν από τον πρόσφατο θάνατο του.

Η ταινία ξεκινά με τον Λάκι (παρατσούκλι που, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, του δώσανε οι σύντροφοι του στο ναυτικό στη διάρκεια του Β´ παγκόσμιου πολέμου), έναν 91χρονο άντρα, να ξυπνά στην απομονωμένη, αγκαλιασμένη από πράσινα φυτά και θάμνους, καλύβα του, κάπου στις αχανείς εκτάσεις της Αριζόνα, και να ακολουθεί την τακτική προετοιμασία του: τσιγάρο, γυμναστική, πρωινό ρόφημα, ξύρισμα, ντύσιμο, και έξοδος από την καλύβα, με το καουμπόικο καπέλο στο κεφάλι, για να περπατήσει μέχρι το σαλούν της μικρής πόλης όπου ζει, για να πιεί τον καφέ του (τα βράδυα θα είναι η τακτική Bloody Mary) και να λύσει το σταυρόλεξο της εφημερίδας.

 

Η ατμόσφαιρα μοιάζει με εκείνη του γουέστερν, με τους κατοίκους να ζουν και να συμπεριφέρονται όπως στις παλιές, αν και ήρεμες, μέρες, με την κάμερα του Λιντς να καταγράφει τους χώρους και τα πρόσωπα με μια άνεση και ένα ρυθμό, που φέρνουν στο νου τις ταινίες του Τζον Φορντ (σε μια μάλιστα σκηνή ο ήρωας, που περιφέρεται στο δρόμο, ξαπλώνει σε μια καρέκλα, όπως ο Γουάιατ Ερπ του Χένρι Φόντα στο My Darling Clementine του Φορντ).

Στην ταινία δεν υπάρχουν τα γνωστά στοιχεία των κλασικών γουέστερν (ληστείες, μασκοφόροι ντεσπεράντος, ταχυδρομική άμαξα, ή μονομαχίες αλά Ο..Κ. Κοράλ). Η μόνη σκηνή που πλησιάζει  κάπως στο παλιό γουέστερν είναι εκείνη με την ηλικιωμένη γυναίκα του σαλούν να αφηγείται ιστορίες, όταν, με το όπλο της, σαν μια τοπική Καλάμιτι Τζέιν, τρομοκρατούσε ή και προσέλκυε τους άντρες.

Εκείνο που βασικά ενδιαφέρει τον Λιντς ειναι να μας μιλήσει για το θάνατο και τη ζωή μέσα από την καθημερινή πορεία του Lucky, τις συζητήσεις του με τους θαμώνες του σαλούν, ιδιαίτερα εκείνες για μια χελώνα που εχει χάσει ο ιδιοκτήτης της (ρόλο που ερμηνευει ο Ντέιβιντ Λιντς) και ο οποίος, σε μια απολαυστική κατοπινή σκηνή εξαίρει τις ιδιότητες και τα χαρίσματα της χελώνας, ή, εκείνη με τον δικηγόρο που ετοιμάζει τη διαθήκη του ιδιοκτήτη της χελώνας (ο οποίος θέλει να αφήσει όλη του την περιουσία στη χελώνα), ή, ακόμη, εκείνες με το ασταμάτητο κάπνισμά του (από το πρωτο κιόλας πλάνο, πριν ακόμη δούμε τον ίδιο, βλέπουμε τον καπνό που βγαίνει από το στόμα του), κάπνισμα που, όπως μαθαίνουμε σε μια κατοπινή σκηνή, εκπληκτική εξαίρεση από τους άλλους καπνιστές, όχι μόνο δεν τον βλάπτει αλλά ίσως και να του προξενήσει το θάνατο αν σταματήσει να καπνίζει, όπως του λέει χιουμοριστικά ο γιατρός που τον εξετάζει.

Ειναι ακριβώς αυτές οι επιμέρους μικρές σκηνές που δημιουργούν την ατμόσφαιρα στην όλη ταινία, ταινία δοσμένη με χιούμορ, αγάπη, τρυφερότητα και φιλοσοφική διάθεση, από την οποία δεν λείπει και ένας μελαγχολικός τόνος, συνδυάζοντας την ομορφιά των ταινιών του Φορντ με καταστάσεις και χαρακτήρες που συναντάμε στις ταινίες σκηνοθετών οπως ο Κινγκ Βίντορ ή οι αδερφοί Κοέν.

 

 

*** 1/2 – Good Time

ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Μπένι και Τζος Σάφντι. Σενάριο: Ρόναλντ Μπρόνσταϊν, Τζος Σάφντι. Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Πάτινσον, Μπένι Σάφντι, Τζένιφερ Τζέισον Λι. 101 λεπτά.

Στην, με ελληνική συμπαραγωγή (Πάρις Κασιδόκωστας-Λάτσης), ανεξάρτητη αμερικανική ταινία, «Good Time» των Μπεν Σάφτι και Τζόσουα Σάφτι, παρακολουθούμε την περιπέτεια δυο αντι-ηρώων κυνηγημένων από την αστυνομία: ο ένας, ο Κόνι (ένας εξαιρετικός Ρόμπερτ Πάτινσον), μικροαπατεώνας που είχε οργανώσει, μαζί με τον αυτιστικό αδερφό του, Νικ (ρόλο που ερμηνεύει ο Μπένι Σάφτι), μια, με κακά αποτελέσματα, ληστεία τράπεζας, και που τώρα προσπαθεί να σώσει τον αδερφό του που έχει στο μεταξύ συλληφθεί από την αστυνοιμία, και ο άλλος, ένας ακόμη μικροαπατεώνας που μόλις έχει αποφυλακιστεί και που ο Κόνι, πιστεύοντας πως πρόκειται για τον αδερφό του, τον σώζει με ένα έξυπνο κόλπο από το νοσοκομείο.

Για τους αδερφούς Σάφτι (το δίδυμο που μας έδωσε το Mad Love in New York), η πλοκή δεν έχει και μεγάλη σημασία. Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι η σκιαγράφηση των χαρακτήρων και η δημιουργία καταστάσεων, συχνά χιουμοριστικών (αναφέρω για παράδειγμα την σκηνή, στην αρχή, με τον ψυχολόγο να εξετάζει τον αυτιστικό αδερφό και τον Κόνι να επεμβαίνει, ή εκείνη με τον Κόνι να κρύβεται στο σπίτι μιας Αφροαμερικάνας και να κάνει παρέα στη 16χρονη κόρη της, Κρίσταλ), που τοποθετούν σε μια, ωραία φωτογραφημένη (από τον Σον Πράις Γουίλιαμς), νυχτερινή Νέα Υόρκη, με την ηλεκτρονική μουσική του Ντάνιελ Λοπάτιν (βραβείο στις Κάνες) να της δίνει μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα.

Μπορεί σεναριακά η ταινία να έχει ατέλειες, αλλά από πλευράς ρυθμού και χιούμορ προσφέρει αρκετά, δείχνοντας πως το δίδυμο Σάφτι ξέρει να παρακολουθεί και να καταγράφει τις διάφορες καταστάσεις, με ταλέντο, τόλμη και, ιδιαίτερα, με πρωτότυπες, συχνά ευρηματικές, ιδέες.