Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μάρκο Μπελόκιο. Ο αντικομφορμιστής, μαζί με τον Παζολίνι, του σύγχρονου ιταλικού κινηματογράφου. Από την πρώτη του ταινία, «Οι γροθιές στην τσέπη», γυρισμένη το 1965, ο Μπελόκιο στράφηκε ενάντια στην καταπιεστική μορφή της οικογένειας, καθώς και στην εκκλησία.

Η εκκλησία αλλά και η πολιτική και οι συντηρητικές κοινωνικές δομές θα είναι στο στόχαστρο του σκηνοθέτη και στις περισσότερες επόμενες ταινίες του: «Εις στο όνομα του πατρός», «Πήδημα στο κενό», «Το χαμόγελο της μητέρας μου», «Καλημέρα, νύχτα », «Vincere», «Αίμα από το αίμα μου».

Στην πιο πρόσφατη ταινία του, «Ονειρα γλυκά» (που πρωτοπροβλήθηκε στο περσινό 29ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, και που αυτές τις μέρες προβάλλεται στις αίθουσες, παρόλο που ο Μπελόκιο στρέφεται βασικά στις οικογενειακές σχέσεις, το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον είναι πάντα παρόν στο φόντο της ιστορίας.

Πρόκειται για το πορτρέτο ενός διάσημου δημοσιογράφου που ξαναζεί μια παιδική τραυματική εμπειρία (το θάνατο της μητέρας του), δοσμένο μέσα από την επαγγελματική πορεία του (Ρώμη, Σαράγεβο, Τορίνο) αλλά και τις φαντασιώσεις του, αφορμή για το σκηνοθέτη να μας μιλήσει για τα αγαπητά του θέματα: την οικογένεια, τις ενοχές, αλλά και την καθολική εκκλησία.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μιλάμε με τον 78χρονο σήμερα σκηνοθέτη. Στην τελευταία μας συνάντηση, ο Μπελόκιο μου μίλησε όχι μόνο για την ταινία του αλλά και για τη μητέρα του και τη νεανική ζωή του, την άμεση σχέση του με την πρόσφατη αυτή ταινία του καθώς και με την κατάσταση του σύγχρονου ιταλικού κινηματογράφου.

–              Τι ήταν εκείνο που σας τράβηξε στην ιστορία του Μάσιμο;

–              Προέρχομαι από μια πολυμελή οικογένεια. Ήμασταν εννιά παιδιά γι’ αυτό και η μητέρα μου είχε γράμμα με την υπογραφή του Μουσολίνι, που ενθάρρυνε τις οικογένειες να κάνουν πολλά παιδιά. Εγώ γεννήθηκα το 1939, σε μια φασιστική Ιταλία, αλλά η σχέση μου με τη μητέρα μου είναι διαμετρικά αντίθετη με εκείνη του Μάσιμο (σ.σ. του δημοσιογράφου, πρωταγωνιστή της ταινίας) με την οικογένειά του.

Η σχέση του Μάσιμο με τη μητέρα του ήταν πολύ διαφορετική όχι τόσο επειδή η μητέρα του ήταν μια κακή γυναίκα αλλά γιατί είχε να αντιμετωπίσει πολλά οικογενειακά προβλήματα, είχε να φροντίσει και να ταΐσει εννιά παιδιά! Την εποχή εκείνη ότι είχε σχέση με τη ψυχή και την παιδεία το αναλάμβανε η εκκλησία και το σχολείο, και αυτό, καθώς και η σχέση του Μάσιμο με τη μητέρα του ήταν τα κυρία στοιχεία που με τράβηξαν στην ιστορία αυτή.

–              Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που θυμάστε από την παιδική σας ηλικία;

–              Νομίζω πως είναι οι διακοπές. Ιδιαίτερα όταν ήμουν 10 με 12 χρόνων και τις περνούσα στο Μπόμπιο, την πόλη όπου τοποθέτησα και την ταινία μου «Αίμα από το αίμα μου». Εκεί περνούσα τις καλύτερες μέρες μου με του φίλους μου παρόλο που ήταν μια κοινωνία καταπιεσμένη από το καθεστώς και την εκκλησία. Αλλά οι περισσότερες αναμνήσεις μου ήταν εκτός της οικογένειας, γιατί προσπαθούσα να ξεφύγω από την οικογένεια μου.

–              Αντλήσατε δηλαδή από τις εμπειρίες σας με την εκκλησία, που τότε ήταν πολύ ισχυρή, για να φτιάξετε την ταινία;

–              Η εκκλησία τότε ήταν πολύ καταπιεστική, είχε μια έμμονη φοβία με τον κομμουνισμό και αγωνιζόταν να υπερασπιστεί τις δικές της αξίες γι’ αυτό και ηγείτο μιας καμπάνιας υπέρ μιας αγνής οικογενειακής ζωής, έξω από τη συζυγική ζωή και το παράνομο σεξ. Η αγάπη του Μάσιμο για τη μητέρα του είναι μια νέα εμπειρία για μένα, όπως είναι και η τραγωδία της απώλειας της μητέρας του που τον οδηγεί σε φαντασιώσεις με τον «φύλακα άγγελό του», τον Μπελφαγκόρ. Και εγώ είχα αντίστοιχες φαντασιώσεις, όχι όμως με τον Μπελφαγκόρ, αλλά μέσα από διαφορετικούς τρόπους.

–              Η σχέση αυτή της εκκλησίας με την παιδεία που αναφέρατε άλλαξε σήμερα;

–              Όχι, δυστυχώς πολύ λίγο έχει αλλάξει. Αν και αυτό γίνεται συχνά με πιο λεπτούς τρόπους, εξακολουθεί όμως να έχει την επίδρασή της. Γι’ αυτό και μιλώ συχνά στις ταινίες μου για την κατάσταση που επικρατεί και το συντηρητισμό που επιλέγει να διατηρεί η εκκλησία.

–              Πώς βρήκατε το αγόρι που ερμηνεύει τον Μάσιμο και πώς τον καθοδηγήσατε;

–              Αυτό γίνεται εμπειρικά, μέσα από ειδικά πρακτορεία και οντισιόν. Όταν έχει να κάνει με παιδί πρέπει να στηρίζεσαι στο ένστικτό σου, πέρα από την εμφάνιση και το πρόσωπό του, γιατί τα παιδιά δεν είναι ηθοποιοί και δεν έχουν τέτοιες ικανότητες. Πρέπει να έχουν την ευαισθησία για να ερμηνεύσουν τον χαρακτήρα που του ζητάς.

Είμαστε τυχεροί που τον βρήκαμε αν και τελικά χρησιμοποιήσαμε δυο διαφορετικά παιδιά για τις διαφορετικές ηλικίες, ιδιαίτερα για τη σκηνή όπου πεθαίνει η μητέρα του. Γι’ αυτή τη σκηνή καταλάβαμε πως χρειαζόμασταν ένα νεότερης ηλικίας παιδί για να εκφράσει αυτά τα αισθήματα, που ένας τινέιτζερ θα τα έδινε πολύ διαφορετικά, με μεγαλύτερη σκέψη και διαλογισμό, που δεν θέλαμε σε μια τέτοια σκηνή.

–              Πως συνεργαστήκατε με τον διευθυντή φωτογραφίας Ντάνιελ Τσίπι για να εκφράσετε εικαστικά την ιστορία σας;

–              Ο Ντάνιελ δεν είναι απλά διευθυντής φωτογραφίας αλλά και σκηνοθέτης και φωτογράφος και διαθέτει μια εξαιρετική εικαστική ματιά. Συνεργάζομαι μαζί του από τότε που γυρίσαμε την ταινία μου Vincere, έχει πάντα να κάνει με το πώς χρησιμοποιεί το φως, που στην ταινία μας παίζουμε με τις αντιθέσεις. Στις ταινίες μου δεν χρησιμοποιώ απευθείας το φως αλλά πάντα απ’ έξω προς τα μέσα και πάντα σταδιακά, χρησιμοποιώντας στο μίνιμουμ φως που δεν είναι φυσικό. Τώρα που γνωρίζουμε τόσο καλά ο ένας τον άλλο, δεν χρησιμοποιούμε πολλά λόγια για να συνεννοηθούμε.

–              Σε αυτή την ταινία καταπιάνεστε περισσότερο με προσωπικά θέματα παρά με κοινωνικά; Αυτό σημαίνει πως σταματήσετε να καταπιάνεστε με κοινωνικοπολιτικά θέματα, δεν είστε πια ο παλιός επαναστάτης;

–              Όχι! Απλά, η κάθε ταινία έχει το θέμα της, κι αυτή εδώ, αναφερόταν σε χαρακτήρες, σε μια οικογενειακή τραγωδία. Βέβαια βλέπεις και την Ιταλία και το Σαράγεβο, αν και εν υπάρχει κάποια αντικειμενική αντιμετώπιση. Αλλά όλες τις ταινίες μου, είτε αναφέρονται σε κοινωνικά είτε σε πολιτικά θέματα, πάντα εκφράζουν τις απόψεις και τις πεποιθήσεις των χαρακτήρων μου και τα προβλήματά τους αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν εκφράζουν και τις δικές μου κοινωνικές και πολιτικές απόψεις.

–              Κάνατε καθόλου σημαντικές αλλαγές στην ιστορία;

–              Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο αλλά το βιβλίο η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια περίοδο 40 χρόνων, κάτι που η ταινία δεν μπορεί να καλύψει στις δυο ώρες που διαρκεί. Αυτό που κάνει είναι να δώσει μια περίληψη των γεγονότων. Αναγκάζεσαι να περικόψεις, ακόμη και να κάνεις κάποιες προσθέσεις. Πράγμα που κάναμε όπως με τον τραπεζίτη που αυτοκτονεί και ο οποίος δεν υπάρχει στο βιβλίο. Και τα επεισόδια στο Σαράγεβο δεν είναι ακριβώς τα ίδια όπως στο βιβλίο. Χρειαζόταν να αναπτύξει σωστά η ιστορία και τα επεισόδια του Σαράγεβο βοηθούσαν να καταλάβουν το χαρακτήρα του ήρωα που είχε κρίσεις πανικού.

–              Πώς καθορίζετε την έννοια της οικογένειας σήμερα;

–              Την τότε περίοδο ήταν βασικά μια πατριαρχική οικογένεια, πολύ κλειστή, και περιλάμβανε τον πατέρα, μια γεροντοκόρη θεία, ένα θείο, ενώ, μετά το 1968 σημειώνεται η διάλυση αυτού του τύπου της οικογένειας και η προσπάθεια μιας  γενικότερης απελευθέρωσης από την οικογένεια. Γι’ αυτό και γύρισα την ταινία μου «Οι γροθιές στην τσέπη» πριν από πενήντα χρόνια.

Μου έκανε μάλιστα εντύπωση στο Q&A, που ακολούθησε την πρόσφατη προβολή της αποκαταστημένης κόπιας της ταινίας, η αντίδραση των νέων, που δεν είχαν καν γεννηθεί όταν πρωτοπροβλήθηκε η ταινία, γιατί διαπίστωσαν πως οι αντιθέσεις και η βία που υπήρχε στην οικογένεια της ταινίας εξακολουθούν να υπάρχουν και στη σημερινή οικογένεια. Δεν έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στις οικογενειακές σχέσεις, στις σχέσεις ανάμεσα στη μητέρα και τα παιδιά, αν και διαφορετικές σήμερα. Με ενδιέφερε να ακούσω τις απόψεις των νέων αυτών σήμερα όταν έβλεπαν το γιο να πνίγει τη μητέρα του.

–              Έχετε αναφέρει τη σχέση της ταινίας με δυο κλασικές ταινίες τρόμου το The Cat People και το «Νοσφεράτου». Για ποιο λόγο, και ποια είναι η σχέση σας με αυτές;

–              Το «Νοσφεράτου» το ανακάλυψα όταν σπούδαζα στο Centro Sperimentale του κινηματογράφου στη Ρώμη και γενικότερα το γερμανικό εξπρεσιονισμό που εικαστικά ήταν κάτι το συναρπαστικό. Είχα σπουδάσει και εγώ ζωγραφική και θαύμαζα τις κλασικές ταινίες του Βωβού κινηματογράφου και ορισμένες σκηνές στην ταινία μου ήταν εμπνευσμένες από εκεί. Όσο για το Cat People, μου άρεσε ιδιαίτερα η ιδέα της γυναίκας εκείνης στη σκηνή της πισίνας και κάνω αναφορά σε αυτή στην ταινία μου. Είναι μια τρομακτική σκηνή σε εκείνη την ταινία και θέλησα να κρατήσω αυτή την αίσθηση στην αναφορά μου στον Μπελφαγκόρ.

–              Σε σχέση με τον κινηματογράφο του Φελίνι, του Μπερτολούτσι, του Αντονιόνι, πως βλέπετε τον ιταλικό κινηματογράφο σήμερα; 

–              Πιστεύω πως η υγεία του ιταλικού κινηματογράφου είναι πολύ καλή, είναι ένας πολύ ζωντανός κινηματογράφος. Εγώ κάποτε ήμουν το παιδί θαύμα αλλά σήμερα είμαι της παλιάς γενιάς, πολλοί από τους παλιούς σκηνοθέτες έχουν πεθάνει, σήμερα υπάρχει μια νέα γενιά σκηνοθετών που έχουν τη δυνατότητα να πειραματιστούν. Εκείνο που έχει αλλάξει σήμερα είναι ο τρόπος παραγωγής. Η τεχνολογία έχει αλλάξει και η παραγωγή είναι πιο δημοκρατική. Την εποχή μου κάθε χρόνο υπήρχε μόνο ένας η δυο νέοι σκηνοθέτες, σήμερα με τη νέα τεχνολογία εμφανίζονται κάθε χρόνο πολλοί νέοι σκηνοθέτες, αυτή τη στιγμή υπάρχουν γύρω στους 50 με 60, που πειραματίζονται και προσπαθούν να εκφραστούν μέσα από τον κινηματογράφο.