Τού Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο Μάκης Σέργιος στο πρώτο του μυθιστόρημα «Οι Αριβίστες» σπάει την ομερτά της φούσκας του ελληνικού χρηματιστηρίου, δημιουργώντας ένα πρωτογενές –γιατί στις σελίδες του κοχλάζει η ρευστότητα των ανθρωπίνων παθών υπό την ηθική τού συμφέροντος- και  πρωτότυπο –γιατί το θέμα του μέχρι να το επεξεργαστείς, το αντιμετωπίζεις ως ταμπού μιας υποκριτικής κοινωνίας – μυθιστόρημα.

Οι «Αριβίστες», (εκδόσεις “Ωκεανός”  με πολλά στοιχεία αντλημένα από τα είδη τού θρίλερ και τού νουάρ, ρέουν αβίαστα, αφού τα ελληνικά τους υπακούουν στην γνώση τών κανόνων τού ορθώς γράφειν και εκφράζεσθαι. Ο μυθιστορηματικός καμβάς του  εξυφαίνεται με τα υλικά της προαναγγελθείσας οικονομικής κρίσης, όταν οι περισσότεροι παίκτες τζόγαραν στις χρηματιστηριακές αξίες, πιστοί στο κυρίαρχο φάσμα τού νεοπλουτισμού, ακόμη κι όταν πολλαπλασιάζονταν οι φωνές, οι οποίες υποστήριζαν ότι η καταστροφή δεν θ’ αργήσει να επέλθει.

Το μυθιστόρημα βουτηγμένο στο μαύρο αίμα της σημερινής κρίσης, καθώς  γραφόταν, δεν κατονομάζει το σήμερα, αλλά το επιστρέφει με μία κίνηση ματ στο παρελθόν, οπότε βλέπουμε με μάτι χειρούργου την παθολογία του νεοέλληνα πολίτη, ευκολόπιστου, σκυμμένου πάνω στο ιδρωμένο σώμα της ψευδεπίγραφης επένδυσης.

Μέσα σ’ αυτή την πάνδημη ασθένεια του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, εκποιήθηκαν κινητές και ακίνητες περιουσίες και άδειασαν λογαριασμοί και θυρίδες στις τράπεζες. Μετά από  δεκαετία μνημονίων, οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί αδειάζουν και τις τελευταίες κρύπτες της μεσοαστικής τάξης, ενώ όλο και περισσότερες κοινωνικές ομάδες πολιτών προλεταριοποιούνται ή περνούν, όπως το άγγιγμα της μύγας, στην κατηγορία του εξαθλιωμένου σιτιζόμενου από εράνους λούμπεν προλεταριάτου.

Ο συγγραφέας γνωρίζει εκ των έσω τους τρόπους με τους οποίους οι ειδήσεις επηρεάζουν –ή τουλάχιστον επηρέαζαν- τις αποφάσεις των πολιτών, αφού κοντά τριάντα χρόνια εργάστηκε στον Τύπο από διάφορες θέσεις, λαμβάνοντας μάλιστα υψηλό επιχειρηματικό ρίσκο ως εκδότης.

Σήμερα, φοβάμαι ότι η είδηση δεν λειτουργεί ως πυλώνας του καινούριου (δεν συζητάμε πλέον για άνοιγμα στον κόσμο), αλλά μένει προσκολλημένη σ’ ένα πεδίο αναμενόμενης πρόσληψης, με την σφραγίδα της κατάθλιψης, καθώς η οικονομική κρίση κατέβασε τον διακόπτη από την μηχανή παραγωγής ειδήσεων. Λίγα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα κυνηγάνε την είδηση, κι ελαχιστότατα εξ αυτών, αναθέτουν σε συντάκτες την έρευνα της είδησης και όχι την αδούλευτη αναπαραγωγή της ή το «στήσιμο» της προς εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων.

Τι θέλω να υποστηρίξω μ’ όλα αυτά που προηγήθηκαν. Ότι τα κεντρικά πρόσωπα του Μάκη Σέργιου, παρά τον σκληρό προσωπείο που εμφανίζουν, -γιατί τελικά μέσα τους σακατεύονται και θνησιγενούν- ανήκουν στην αρχαϊκή εποχή τού κερδοφόρως εργάζεσθαι, καθώς ακόμη οι συμφωνίες κλείνονταν μεταξύ εθνικών κρατών ή από αξιωματούχους ή υψηλόβαθμους επενδυτικών τραπεζών, έστω με εκπρόσωπους εθνικά κυρίαρχων κρατών που πλέον έχουν εκλείψει. Ασχέτως, εάν αυτοί οι κατ’ όνομα δημοκρατικώς εκλεγμένοι εκπρόσωποι και διαχειριστές των εθνών αποδείχτηκαν –στην πλειονότητα  τους- λαμόγια με υπέρογκους λογαριασμούς σε φοροαπαλλαχτικούς νησιωτικούς παραδείσους…

Ακόμη τότε-και δεν έχουν περάσει ούτε είκοσι χρόνια-, ένας υποδιευθυντής μεγάλης τράπεζας, όπως ο Έλληνας Δημήτρης Πετρόπουλος, η χρήση τών ηλεκτρονικών υπολογιστών (βλέπε τον Σέρβο Ντράγκαν Ατσίμοβιτς), μία όμορφη διδάκτωρ οικονομικών που στους «Αριβίστες» ακούει στο όνομα Φωτεινή Ασλανίδη (γεννημένη στην Κύπρο) μπορούσαν  με τις  γνώσεις τους να έχουν την ψευδαίσθηση ότι ναι μεν δεν μπορούσαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, είχαν όμως τις ευκαιρίες με κάμποση πονηριά, κατεργαριά, καπατσοσύνη και με συμμαχίες πάνω και κάτω από τραπέζι, με πληροφόρηση από τα παρασκήνια ή με όπλο την ομορφιά τους να αισθάνονται επιτυχημένοι και με κάποια «βαριά» χρήματα στις τσέπες τους ή στις τσάντες τους.

Γι αυτό διάβασα το βιβλίο του Μάκη Σέργιου σαν ένα νοσταλγικό ρέκβιεμ μιας εποχής που χάνεται ή μάλλον που χάθηκε και πέρασε ανεπιστρεπτί, γι αυτό είδα τους τρεις πρωταγωνιστές του με κατανόηση, γιατί νομίζουν ότι πράττουν με τη σταθερότητα ότι το αύριο θα κυλήσει με την κατακτημένη χθεσινή επιτυχία, χωρίς να συλλογίζονται ότι η τράπουλα είναι σημαδεμένη και ότι συμμτέχουν σ’ ένα παιχνίδι, όπου δεν είναι αυτοί οι παίκτες, αλλά οι μαριονέτες ενός εγκαταστημένου παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.

Στις εναρκτήριες σελίδες του Μάκη Σέργιου, ο αναγνώστης μαθαίνει το ποιόν τού Πετρόπουλου, τού Ατσίμοβιτς και της Ασλανίδη, μέσα από μία παράλληλη αφήγηση γιά τον καθένα απ’ αυτούς, και κάπου στο ένα τρίτο τού βιβλίου, αρχίζουν οι τρεις παράλληλες ιστορίες να γίνονται κύκλοι επάλληλοι, εωσότου βρεθούν η κάθε μία μέσα στην άλλη, όταν η βιογραφία τού ενός ή της μίας συμπλέκεται με την ιστορία τού άλλου και τής άλλης.

Η σύμπλεξη τών ιστοριών γίνεται αβίαστα, καθώς δεν εγγράφεται στην αφήγηση το κόψιμο και το ράψιμο, λες και η κάθε ιστορία είναι προδιαγεγραμμένη να συναντήσει το άλλο της μισό ή ό,τι  τελοσπάντων απουσιάζει, ώστε να ξετυλιχθεί ένα υφαντό, στο οποίο η ματαιοδοξία πλεονάζει έναντι τού μάταιου της ύπαρξης,

Οι τρεις τους εγκλωβισμένοι στην επιτυχία των συμφωνιών,  που αποφέρουν ιλιγγιώδη κέρδη, είναι θύματα ωστόσο τού ίδιου τού εαυτού τους. Μόνο που δεν το αντιλαμβάνονται και δεν το συνειδητοποιούν, γιατί το χρήμα ρέει άφθονο και ξεγράφει οποιαδήποτε χειρονομία προς την αυτογνωσία, Το να είσαι αδίστακτος ή αδίστακτη, όταν κερδίζεις, τραβιέσαι στην φωλιά σου και γλύφεις τις πληγές τού ψυχικά ανικανοποίητου. Όταν χάνεις, και εν τέλει βγαίνεις από το παιχνίδι που τους κανόνες τους όρισαν οι άλλοι, είσαι ένα καταγδαρμένο, καταματωμένο ζώο, παρατημένο από αυτούς που σε χρησιμοποίησαν. Μα πλέον είναι αργά πολύ αργά…