ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Μια λυρική «Ψυχή» με τη Χρυσή Άρκτο του Βερολίνου

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

**** 1/2 – Η ψυχή και το σώμα

Restrol es lelekrol/On Body and Soul. Ουγγαρία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ίλντικο Ενιέντι. Ηθοποιοί: Αλεξάνδρα Μπορμπέλι, Γκέρζα Μορτσιάνι, Ζόλταν Σνάιντερ. 116 λεπτά.

 

Μιαν ασυνήθιστη ιστορία έρωτα αφηγείται στην ταινία της «Η ψυχή και το σώμα» η Ουγγαρέζα Ίλντικο Ενιέντι, που το 1989 με την πρώτη της ταινία, «Ο 20ος μου αιώνας» είχε εντυπωσιάσει και κερδίσει τη Χρυσή Κάμερα στις Κάνες. Η ταινία (Χρυσή Άρκτος και βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ Βερολίνου) ξεκινά με ένα ζευγάρι ερωτευμένων ελαφιών σε ένα χιονισμένο δάσος για να μας μεταφέρει σε ένα σφαγείο ζώων (οι σκηνές της σφαγής, στο πρώτο μέρος, είναι από τις πιο βίαιες που έχουμε δει σε ταινία και που ίσως ενοχλήσουν μερικούς), όπου εργάζεται το μελλοντικό, μοναχικο «ζευγάρι» της ταινίας: ο Εντε, διευθυντής των οικονομικών στο σφαγείο και η Μαρία, νέα επιθεωρήτρια ποιότητας (στο ρόλο μια εξαιρετική Αλεξάνδρα Μπορμπέλι, που μόλις πρόσφατα κέρδισε το βραβείο καλύτερης ευρωπαϊκής ερμηνείας 2017 της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου).

 

Ο Έντε, ανάπηρος από το ένα χέρι, είναι ένας, απογητευμένος από τη ζωή, μοναχικός, λιγομίλητος μεσήλικας άντρας, που έχει πάψει να ερωτεύεται, ενώ η Μαρία, που δείχνει να ζει σε μια παιδική ακόμη ηλικία, είναι μια ευαίσθητη, με εξαιρετική μνήμη, αν και το ίδιο απομονωμένη, νέα γυναίκα, που αποφεύγει να την αγγίζουν και που ακολουθεί κατά γράμμα το νόμο, χωρίς να δείχνει κανένα (τουλάχιστο εξωτερικά) συναίσθημα, προκαλώντας τις αρνητικές (δοσμένες συχνά με κωμική ματιά) αντιδράσεις του προσωπικού.

Στη διάρκεια ενός υγειονομικού ελέγχου, θ’ ανακαλύψει πως βλέπει τα ίδια όνειρα με τον Έντε: όνειρα στα οποία ο Έντε είναι το ελάφι κι αυτή η ελαφίνα. Στοιχείο που σταδιακά, αν και μέσα από αρκετά εμπόδια, θα τους φέρει κοντά. Η Ενιέντι αφηγείται με σιγουριά τη βουτηγμένη σε μια μαύρη, μελαγχολική ατμόσφαιρα, ρομαντική αυτή ιστορία της, συχνά διανθισμένη με χιούμορ, με σωστά, με έμπνευση, επιλεγμένα πλάνα ( η ωραία φωτογραφία ειναι του Μάτε Χερμπάι), ιδιαίτερα για να τονίσουν τη μοναξιά των δυο πρωταγωνιστών της (παράδειγμα οι σκηνές όπου ο καθένας τρώει ή βλέπει τηλεόραση στο διαμέρισμά του), με ένα στιλ που συνδυάζει το λυρισμό με έναν έντονο ρεαλισμό (οι σκηνές της σφαγής εναλλάσσονται επιδέξια με τις σκηνές των ελαφιών που περιφέρονται στο δάσος), αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες από τους δυο πρωταγωνιστές της, την Αλεξανδρα Μπορμπέλι και τον Γκέζα Μορτσιάνι.

 

*** Δεν είμαι η Μαντάμ Μποβαρί

Wo bu shi Pan Jin Lian/I Am Not Madame Bovary. Κίνα, 2016. Σκηνοθεσία: Φενγκ Ξιαογκάνγκ. Σενάριο: Λίου Ζενγιού. Ηθοποιοί: Φαν Μπινγκμπίνγκ, Φαν Γουέι, Φενγκ Ξιαογκάνγκ. 128 λεπτά.

 

Ο πολυβραβευμένος για τις ταινίες του (Assembly, Aftershock, Mr. Six, κ.ά) σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ Κινέζος σκηνοθέτης Φενγκ Ξιαογκάνγκ στρέφεται τη φορά αυτή στο μυθιστόρημα «Δεν είμαι η Τζίλιαν Παν» του Λίου Ζενγιού, για την ταινία του «Δεν είμαι η Μαντάμ Μποβαρί» (βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν 2016), γύρω από μιαν άπιστη, εξαπατημένη από τον άντρα της, γυναίκα, που αρχίζει ένα δικαστικό αγώνα για να αποδείξει πως εκείνος παραβίασε την ιδιωτική συμφωνία τους (ένα ψεύτικο διαζύγιο για να πάρουν τα έξτρα χρηματα γι ενα δεύτερο διαμέρισμα που σχεδίαζαν να αγοράσουν).

Με αφορμή το «λευκό διαζύγιο» (που στην Κίνα νομιμοποιήθηκε το 2013), και που ο σύζυγος εκμεταλλεύεται για να κατηγορήσει τη γυναίκα του για απιστία ώστε να μπορέσει να παντρευτεί τη νέα του φιλενάδα, ο σκηνοθέτης Ξιαογκάνγκ καταγράφει το δικαστικό, επίπονο αγώνα της αδικημένης ηρωίδας του ενάντια στα απίθανα εμπόδια μιας απαράδεκτης γραφειοκρατίας, αγώνα που την οδηγεί ως το Πεκίνο, για να βρει το δίκαιό της. Ευκαιρία για τον σκηνοθετη να καταπιαστεί με διαφορα κοινωνικά προβλήματα και να σατιρίσει τη γραφειοκρατία στη σύγχρονη Κίνα, αλλά και να καυτηριάσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι γυναίκες, μέσα από την ιστορία αυτή της σύγχρονης φλομπερικής ηρωίδας, που στήνει με εικαστικά έξοχες, συναρπαστικές εικόνες και μια όμορφη ερμηνεία από την Φαν Μπινγκμπίνγκ.

** Star Wars: Οι τελευταίοι Jedi

Star Wars: The Last Jedi. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ράιαν Τζόνσον. Ηθοποιοί: Ντέιζι Ρίντλεϊ, Όσκαρ Άιζακ, Τζον Μπογιέγκα, Μαρκ Χάμιλ, Άνταμ Ντράιβερ, Καρι Φίσερ, Άντι Σέρκις, Λόρα Ντερν. 152 λεπτά.

Παρά τα 40 τόσα χρόνια από τότε που ξεκίνησε ο πρώτος «Πόλεμος των άστρων» (1977), ο Τζορτζ Λούκας και η εταιρία του εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται με επιτυχία το franchise της πρώτης ταινίας. Έτσι, στη δεύτερη ταινία της τρίτης τριλογίας, «Star Wars: ΟΙ τελευταίοι Jedi», ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης Ράιαν Τζόνσον, ακολουθεί τους εναπομείναντες της Αντίστασης, της προηγούμενης ταινίας του Τζέι Τζέι Έιμπραμς «Η Δύναμη ξυπνάει», στη γεμάτη κινδύνους και παγίδες πορεία τους να σωθούν από τις επιθέσεις της Πρώτης Τάξης για να μπορέσουν να κρυφτούν σε κάποιον άλλο πλανήτη, ενώ η Ρέι φτάνει στον απομακρυσμένο πλανήτη όπου έχει καταφύγει ο Λουκ Σκάιγοτερ για να περάσει ήρεμα τις υπόλοιπες μέρες της ζωής του, προσπαθώντας να τον πείσει να επιστρέψει για να τους βοηθήσει.

Στο μεταξύ, ο Ανώτατος Αρχηγός Σνόουκ (Άντι Σέρκις) προσπαθεί μάταια να μετατρέψει τον Κάιλο Ρεν (Άνταμ Ντράιβερ) σε ένα νέο Νταρθ Βέιντερ, δυστυχώς με ενα αποτέλεσμα πολύ κατώτερο από τον Βέιντερ των προηγούμενων ταινιών.

Ο Ράιαν Τζόνσον εκμεταλλεύεται όσο καλύτερα μπορεί τον κόσμο που έφτιαξε ο Λούκας, υπηρετώντας πίστα τη συνταγή, με το εξαιρετικό (όπως πάντα με το Χόλιγουντ) συνεργείο του (φωτογραφία,  καλλιτεχνική διεύθυνση, ντεκόρ, κοστούμια, μουσική, οπτικά και άλλα εφέ), με βάση ένα σενάριο (γραμμένο από τον ίδιο) που προσφέρει νέα επεισόδια (με μερικά παρατραβηγμένα), και ένα σωστά οργανωμένο ρυθμό, όπως τον ξέρει το Χόλιγουντ και η Ντίσνεϊ που έχει τελευταία παραλάβει το franchise (με έξυπνα εναλλασσόμενη δράση: δράση, παύση, για να αναπτυχθεί το επόμενο επεισόδιο, δράση, παύση, και τανάπαλιν), για να φτιάξει την περιπέτεια αυτή που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φαν τους είδους.

Πέρα όμως από το ρυθμό (αν και ορισμένες σκηνές παρατραβάνε για να φτάσει η ταινία στη διάρκεια των δυόμιση ωρών) και την απλή ψυχαγωγία, που, όμως, για τον απαιτητικό θεατή, αντίθετα με την πρώτη, γεμάτη φρεσκάδα και ευπρόσδεκτες εκπλήξεις, τριάδα του Λούκας, δεν έχει τίποτα περισσότερο να προσφέρει. Πρέπει να πω πως στη δημοσιογραφική προβολή παρακολουθήσαμε μιαν απλή κόπια της ταινίας, που δεν έχει να χάσει τίποτα από την 3D βερσιόν που διαφημίζεται.