Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

«Η αρχή του κακού δεν είναι ηθική, είναι μια αρχή ανισορροπίας και ιλίγγου, μια αρχή πολυπλοκότητας και παραξενιάς, μια αρχή σαγήνης, μια αρχή του ασυμφιλίωτου, του ανταγωνισμού και του απερίσταλτου. Δεν είναι μια αρχή θανάτου, αντιθέτως, είναι μια ζωτική αρχή αποσύνθεσης», ορίζει το Κακό ο Ζαν Μποντριγιάρ στο βιβλίο του «Η διαφάνεια του κακού».

‘Αραγε τι να σημαίνει ο τίτλος του τελευταίου μυθιστορήματος «Η διαφάνεια του χρόνου» (εκδόσεις Καστανιώτη) του 63χρονου Κουβανού συγγραφέα Λεονάρδο Παδούρα; Μήπως ότι κάποια στιγμή κατακαθίζει μεταφορικά η αχλύ και η ομίχλη του συναισθήματος που σε συνδέει με πάθη, όνειρα και ελπίδες; Σαν να βγάζεις εκτός χρόνου, όμως μέσα στον χρόνο -πάντα- τον εαυτό σου και κοιτάς εις τα έσω σου;

Μήπως τότε συμφιλιώνεσαι με το είναι σου, μήπως αρχίζει να αισθάνεται κόπωση ο εγωισμός, μήπως αρχίζει η περιστολή προς την ενδοσκόπηση;  Μήπως αντί για μια ζωτική αρχή αποσύνθεσης, η «Διαφάνεια του χρόνου» είναι μια ζωτική αρχή ανασύνθεσης των πεπραγμένων του παρελθόντος χωρίς όμως την κόπωση που επιφέρoυν τα περασμένα ως μία επαναλαμβανόμενη συνήθεια να τα σκέπτεσαι;

Στο δέκατο βιβλίο του ο Λεονάρδο Παδούρα επαναφέρει τον αγαπημένο ήρωα του, τον ντέτεκτιβ Μάριο Κόντε. Μετά την τετραλογία του «Τέσσερις εποχές» και αφού έχει διανύσει την δική πορεία μέσα στο μυθιστορηματικό έργο του Κουβανού συγγραφέα και μέσα στην ζωή των αναγνωστών του, ο τελματωμένος με την ηλικία του αναζητητής του αληθούς-κοντεύει τα εξήντα- επιβιώνει πλέον ως πωλητής παλαιών και μεταχειρισμένων βιβλίων. Κι εκεί που έχει πιστέψει ότι έχει φθάσει σ’ ένα προσωπικό αδιέξοδο χωρίς λύτρωση, αυτός ο εχθρός της βίας και των όπλων, θα ξαναμπεί στο παιχνίδι του προσκήνιου της ζωής.

Ο φίλος των παιδικών του χρόνων Αντόνι Μπαράλ θα του ζητήσει να αποκαλύψει ποιός βρίσκεται πίσω από την κλοπή ενός αγάλματος της Νέγρας Παρθένου που το κατείχε από κληρονομιά. Από αυτό το σημείο και πέρα, θα έχουμε ένα βιβλίο-ποταμό για την μνήμη και την ανάκλησή της, μέσα από ιστορικά γεγονότα που άρχονται των τελευταίων σταυροφοριών, ανεβαίνουν στα Πυρηναία της Καταλονίας, ταξιδεύουν με κατεύθυνση και προορισμό την Κούβα, επανασταθμεύουν στα πεδία των μαχών του τριέτούς Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου.

Ο Λεονάρδο Παδούρα στοχάζεται και αναστοχάζεται το παρελθόν όχι μηχανιστικά, ώστε για να βοηθηθεί να ολοκληρώσει την ιστορία του, αλλά για να καταλάβει που αρχίζουν και που τελειώνουν τα όρια προς δημιουργία ενός ευτοπικού τρόπου διακυβέρνησης, έχοντας  κατά νου το παράδειγμα της γενιάς του που ήταν η πρώτη που ανδρώθηκε με τα φιντελκαστρικά προτάγματα για την πραγμάτωση του σοσιαλισμού στην νησιωτική πατρίδα του.

Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα -εκτός Κούβας-που παρουσιάστηκε το βιβλίο, από τότε που εκδόθηκε στα ισπανικά-πάντα στο πλαίσιο του αγαπημένου Φεστιβάλ ΛΕΑ. ‘Ηταν στις αρχές της χρονιάς που διανύουμε και για να το έχει στα χέρια του ο ‘Ελληνας αναγνώστης, χρειάστηκε ο Κώστας Αθανασίου να εργαστεί με αφοσίωση αλλά και με υπερδιέγερση για να μην προδώσει το ύφος του φίλου του Παδούρα, αφού το κείμενο έχει σ’ ορισμένα σημεία του έναν μπαρόκ τρόπο γραφής. «Κοιμόμουνα μία ώρα την ημέρα για να το τελειώσω», μας εξομολογήθηκε ο μεταφραστής, καθώς είχαμε περάσει στις ετοιμασίες για το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στον Κουβανό καλεσμένο μας, σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της  Αθήνας.

Το πρώτο μέρος αυτής της βραδιάς, το οποίο και μας έβαλε στην κουβανική ατμόσφαιρα του συγγραφέα μας, ήταν το ντοκιμαντέρ «Γράφοντας στην Κούβα», με παρούσα την δημιουργό Λούσια Λόπες. Δεν θα το έλεγα ευχάριστο, δεν θα το έλεγα μελαγχολικό, θα προτιμούσα να το χαρακτηρίσω κρίσιμο. Κρίσιμο, γιατί με αφορμή την βιογράφηση, μέσα από τον κινηματογραφικό φακό αποτυπώνεται η καθημερινότητα της σύγχρονης αβανέζικης κοινωνίας με τ’ αυτοκίνητα της δεκαετίας του ’60 να διασχίζουν δρόμους, με φόντο εγκαταλειμμένα κτίρια του κέντρου της πόλης μέσα στα οποία φωλιάζουν ψυχές που ακόμη δεν έχουν χάσει την χαρά της ζωής, γιατί έχουν μάθει ότι  και με τα λίγα μπορείς να επιβιώσεις.

Βέβαια, πίσω από το προσκήνιο εργάζεται το παρασκήνιο που δεν άργησε να το φωτίσει ο Λεονάρδο Παδούρο στο δεύτερο μέρος της βραδιάς, απαντώντας στις ερωτήσεις της δημοσιογράφου Μικέλας Χαρτουλάρη που ήρθε γερά διαβασμένη και προετοιμασμένη για το μυθιστόρημα «Η διαφάνεια του χρόνου». Πραγματικά, δεν θέλω να εκληφθεί ως ένας άκριτος έπαινος, αλλά η εισήγηση της δεν ήταν γράμμα νεκρό, αλλά ένας λόγος ζωντανός, ψαγμένος και καθόλου δογματικός.

Θεωρείται συγγραφέας-σταρ στην χώρα του, όμως ο Κουβανός Φίλιπ Μάρλοου καθόλου δεν ακκίζεται, είναι απλός καθημερινός τύπος, συμπαθέστατος με την κοιλίτσα του να προεξέχει, με τα λευκά γένια του και το δέρμα του να βουλιάζει στο μαύρο της ανάμιξης των φυλών.

«Πάντα, όταν μιλάμε για λογοτεχνία-ο λόγος του είναι ποταμός- πρέπει να έχουμε κατά νου ότι έχει σχέση με μία συγκεκριμένη πραγματικότητα. ‘Αλλωστε, πρέπει να ξέρετε ότι στο έργο μου δεν θα βρείτε ευθείες πολιτικές αξιολογήσεις. Δημιουργία σημαίνει αναστοχασμός όπως τον αντανακλά ο καθρέφτης όλων αυτών που συμβαίνουν γύρω μας. Κυρίως θέλω να μιλήσω για τους ανθρώπους που ζουν στην Κούβα, να εκφράσω τα ανεκπλήρωτα όνειρα τους, τις ήττες τους. Η αλήθεια, εν τω μεταξύ, δεν είναι κάτι απόλυτο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι και πολλές εκδοχές για να την συλλάβεις. Σέβομαι τους πολίτες της Κούβας που ζω  μαζί τους, γιαυτό πρέπει να καταλάβετε ότι δεν μπορώ να τους λέω ψέμματα».

Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος έχει αγαπηθεί από τους συμπατριώτες του, γιατί δεν τους λέει ψέματα, γι αυτό σχηματίζουν ουρές για ν’ αγοράσουν κάθε καινούριο του βιβλίο, γιατί καταλαβαίνουν ότι είναι ένας δικός τους άνθρωπος, ο οποίος ζει και κυκλοφορεί ανάμεσά τους. «Η ευτυχία δεν είναι μέρος της λογοτεχνίας, οι ιστορίες εξελίσσονται πάντα σ’ ένα κείμενο δραματικής φύσης». Μιλάει εικονοκλαστικά και νοιώθεις ο λόγος του να εξελίσσεται σ’ ένα συντεταγμένο κείμενο που αναπνέει μ’ όλο το βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης. «Αναζητώ τις σκοτεινές γωνιές της κοινωνίας και αυτό που επιχειρώ είναι να βρω τη  σύνδεση του Κουβανού με τα προβλήματα όλης της ανθρωπότητας».

Στο προκείμενο, στο μυθιστόρημα «Η διαφάνεια του χρόνου», ο Λεονάρδο Παδούρα μάς προτείνει να σκεφτούμε «ότι εμείς οι άνθρωποι, είμαστε τα αντικείμενα της Ιστορίας και ότι η Ιστορία, καθώς είναι μία δύναμη που μας ξεπερνάει, άθελά μας, επιβάλλεται επάνω μας. Ασφαλώς και το έργο μου μπορεί να διαβαστεί ως μία κριτική της ζώσας κουβανέζικης πραγματικότητας, αλλά αν περιοριστεί σ’ αυτή την αντιμετώπιση, τότε το έργο μου θα χάσει την διαχρονικότητά του. Γι αυτό θα επαναλάβω, ότι αποπειρώμαι να συνδέσω αυτό που συμβαίνει στην χώρα μου με το οικουμενικό στοιχείο».

                        «Είμαι ένας Κουβανός συγγραφέας που ζει και γράφει στην Αβάνα»

Αυτός, λοιπόν, ο εθνικός και οικουμενικός συγγραφέας, συνομιλεί με τα προβλήματα της Κούβας και τα οδηγεί στην οικουμενικότητά τους, μέσα από τα προσωπεία του Μάριο Κόντε και των φίλων που πίνουν κουβανέζικο ρούμι και καπνίζουν πούρα Αβάνας. «Η απώλεια-λέει-, η ματαίωση ελπίδων και ονείρων, είναι συναισθήματα που τα αισθάνονται άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο. Το βλέμμα μου είναι πάντα ανοιχτό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να απωλέσω τα χαρακτηριστικά της Κούβας. Αυτοπροσδιορίζομαι ως ένας Κουβανός συγγραφέας που ζει και γράφει στην Αβάνα».

Ποιά είναι η μεγάλη πρόκληση, με την οποία παίζει σε κάθε βιβλίο του; «Θέλω να φθάσω στην ψυχή των πραγμάτων. Πάντα μέσα από τα στοιχεία που συνθέτουν την γύρω μου πραγματικότητα. Το έργο δεν έχει σχέση με το ιστορικό μυθιστόρημα, δεν γράφω μία ιστορία, την οποία παίρνω από την Ιστορία. Δουλειά του συγγραφέα είναι να φωτίσει και να διαφωτίσει το παρόν μέσα από την Ιστορία. Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν έχουμε μάθει να διαβάζουμε την Ιστορία, γιαυτό επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη που έχουν γίνει κατά το παρελθόν».

Η Λουσία Λόπες, δημιουργός του ντοκιμαντέρ «Γράφοντας στην Κούβα» με τον Λεονάρδο Παδούρα

Ναι μεν η Ιστορία με τα τραύματα, τις πληγές και τα σημάδια της, όμως εντός του ο άνθρωπος ιδρύει ουτοπίες, άλλοτε εν φαντασία και λόγω, άλλοτε εν τη πράξει. Το θέμα αυτό το διαχειρίζεται, με αφορμή τη δολοφονία του Τρότσκι και αποτυπώνεται στο μυθιστόρημά του «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» (μτφρ. Κώστα Αθανασίου, εκδόσεις Καστανιώτη).

«Η λέξη ουτοπία»-ανταποδίδει την φιλοξενία ο  Λεονάρδο Παδούρο- «εσείς οι ‘Ελληνες την έχετε επινοήσει, εδώ και είκοσι πέντε αιώνες. Ο άνθρωπος πάντα αναζητούσε έναν καλύτερο κόσμο, έναν ουτοπικό κόσμο, έναν τέλειο κόσμο. Και φυσικά δεν τα έχει καταφέρει για λόγους που έχουν σχέση με πολλούς κοινωνικούς παράγοντες και με την ίδια την ανθρώπινη συνθήκη. Τον εικοστό αιώνα προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε μία κοινωνία για να επικρατήσει η ισότητα. Ο Στάλιν δημιούργησε μία κοινωνία ομοίων, όπου επικρατούσε η ισότητα. Εξαιτίας του, η ουτοπία έχει γίνει ένα όνειρο πολύ δύσκολο να το σκεφτεί κανείς ή ακόμη δυσκολότερο και να το πραγματοποιήσει. ».

‘Ομως γνωρίζει ότι ο σταλινισμός μόνον ισότητα δεν έφερε, γι αυτό το αίτημα της επαναδιατυπώθηκε έστω ως ένα ιδανικό στο μυαλό μας, αφού το παράδειγμα που δοκιμάστηκε, έγειρε προς την δυσαρμονία: «Στην εποχή μας παρά το γεγονός ότι η κοινωνία μας σε παγκόσμιο επίπεδο έχει δεχθεί πολλαπλά χτυπήματα, δεν μπορεί να σκεφτεί το ιδανικό της ισότητας».

                              «Το διαδίκτυο δεν είναι  χώρος Δημοκρατίας»

Σ’ αυτό το σημείο καταφέρθηκε εναντίον των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία δεν είναι-όπως θα έπρεπε-πεδία Δημοκρατίας και ανοιχτού διάλογου-ο ίδιος όπως παραδέχθηκε δεν τα χρησιμοποιεί: «Μου προκαλεί φρίκη πως οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτά τα μέσα για τελείως επιπόλαια πράγματα που φθάνουν ακόμη στην επίθεση και στην προσβολή. Θα μπορούσε να είχε γίνει κάλλιστα ένας χώρος εκδημοκρατισμού των ιδεών και των γνώσεων. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, δεν σας κρύβω ότι είμαι απαισιόδοξος, διότι η ανθρώπινη συνθήκη τείνει να εκφράσει ό,τι χειρότερο  έχει μέσα της».

‘Ολα αυτά που περιγράφει δεν αφήνουν απέξω την Κούβα: «’Εχει περιπέσει σε μία κατάσταση παρακμής αναφορικά με την ηθική και αυτό το αισθάνομαι ως κάτι το οδυνηρό. Οπωσδήποτε αυτή η αρνητική κατάσταση οφείλεται σε οικονομικούς παράγοντες και στον τρόπο που λειτουργεί η δομή της κουβανέζικης κοινωνίας. Κι αυτό δεν οφείλεται ότι ορισμένες κοινωνικές ομάδες έχουν γνωρίσει την φτώχια και κάποιες άλλες έχουν αρχίσει να συσσωρεύουν πλούτο. Το πρόβλημα έγκειται περισσότερο στην έλλειψη συνεκτικής πίστης  σε μία ουτοπία».

Αυτός ο Λεονάρδο Παδούρα και το άλτερ έγκο του, ο Μάριο Κόντε, βλέπουν τα ίδια πράγματα. Μέσα από τα μάτια του ήρωα του ή μέσα από τα μάτια του συγγραφέα του διαπιστώνουμε την θλίψη μίας γενιάς που πίστεψε σ’ έναν καινούριο κόσμο, «που αν και ζούσαμε πολύ φτωχά, ζούσαμε όμως σαν να είμαστε πολύ πλούσιοι. Η γενιά μου ονειρεύτηκε ή πίστεψε σ’ ένα μέλλον.

Σήμερα, δυστυχώς, δεν βλέπω οι νέοι να έχουν ανάλογα όνειρα για το μέλλον. Στην εποχή μου όλοι πηγαίναμε στο σχολείο με τα ίδια παπούτσια. Σε αντίθεση, στις μέρες μας ένα παιδί που δεν πηγαίνει στο σχολείο με παπούτσια ή μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη Adidas ή Nike, θεωρείται κατώτερο. Για να αγοράσεις ένα από τα δύο αθλητικά αντικείμενα ισοδυναμεί με τον μισθό δύο μηνών ενός πατέρα!»

Ναι, μεν το οικονομικό κομμάτι της κουβανέζικης κρίσης είναι κατά βάση οικονομικό, αλλά αυτό δεν θα είχε το πάνω χέρι, αν υπερτερούσε το ηθικό πλεονέκτημα: «Ο σεβασμός στα δικαιώματα του άλλου έχει σχεδόν εξαφανισθεί. ‘Ετσι, λοιπόν, μπροστά σ’ αυτή την παρακμή, επιβάλλεται η επανίδρυση μιας πιθανής ουτοπίας. Βλέπω την πραγματικότητα με μία δόση απαισιοδοξίας. Αξίξουν ένα καλύτερο μέλλον ο κόσμος ολόκληρος και η Κούβα».

‘Ολα αυτά ακούγονται ως λόγια ενός ρομαντικού μιας γενιάς που πίστεψε και προδόθηκε. ‘Ομως, δεν ακολούθησε την δρόμο του νεοφιλελευθερισμού και δεν δέθηκε στο άρμα των φωνών του Μαϊάμι. Παραμένει πάνω απ’ όλα ως συγγραφέας και μ’ αυτή την ιδιότητα μιλάει. Στην ερώτηση, λοιπόν, για ποιούς γράφει, απαντά: «Γράφω κυρίως για τους Κουβανούς αναγνώστες, γιατί αυτοί νομίζω ότι κρατούν το κλειδί για να με καταλάβουν. Εδώ, θέλω να χρησιμοποιήσω μία φράση του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο που εκφράζει το ιδανικό της σχέσης έργου και αναγνώστη: ”Πρέπει να αναζητήσουμε το οικουμενικό μέσα από το τοπικό”.»