Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Περιμένοντας την νέα έκδοση της συλλογής διηγημάτων του Κώστα Ταχτσή (1927-1988), «Η γιαγιά μου η Αθήνα», θα σταθώ στα ποιητικά του, όλα τυπωμένα ιδίοις αναλώμασι, μέσα στη δεκαετία του ’50. ‘Εχουν επανακυκλοφορήσει το μυθιστόρημα-τοτέμ της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας, «Το τρίτο στεφάνι» και η διηγηματογραφία του «Τα ρέστα». 

Εξαρχής θ’ αρνηθώ οποιαδήποτε ψυχολογική ερμηνεία του ποιητικού έργου του Κώστα Ταχτσή, γιατί τότε θα ανασύρω στην επιφάνεια την αρχαιολογία της αυτοδιαμόρφωσης μιάς ομοφυλόφιλης επιθυμίας, και δεν μπορώ να γνωρίζω σε ποιό βαθμό αυτή η αντιμετώπιση δεν κινδυνεύει να εγκλειστεί σε μία φυλακή ηθικού δέους.

Τα ποιήματa του έχουν την αμεσότητα της αυτοναφορικότητας ως πινελιές αυτοβιογραφίας, τον χαρακτήρα της διαμαρτυρίας σε δύσκολους καιρούς, την κυκλοφορία της λοξής ανάγνωσης του εαυτού στην σχέση με το ‘Αλλο και τους άλλους, την απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός θανάτου εν ζωή, αλλά και την απέλπιδα προσπάθεια φυγής από ένα μεταπολεμικό περίκλειστο αρχαϊκό περιβάλλον-που θα τον οδηγήσει στην λύση τών πρωταγωνιστικών φωνών, της Νίνας και της Εκάβης.

                                                Ο γυναικείος αρχετυπικός λόγος

Η νέα συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του συγγραφέα που με το μυθιστόρημά του «Το τελευταίο στεφάνι» (1962) επανέφερε το δέος του γυναικείου αρχετυπικού λόγου, -αυτού του προστάτη της συνεκτικότητας της νεοελληνικής οικογένειας μέχρι τις παροντικές ημέρες μας-, μάς δίνει μίας πρώτης τάξεως ευκαιρίας να εκτιμήσουμε τον ποιητή Κώστα Ταχτσή μέσα κυρίως στα συμφραζόμενα της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας.

Ανοίγει με τους δυό προλόγους των δύο εκδόσεων της αυτοανθολόγησης (1972/1980) και τα ανθολογούμενα ποιήματά τους,  απλώνεται και ολοκηρώνεται με όσα ποιήματα παρέλειψε ο ίδιος ο δημιουργός τους στην προσπάθειά του να διαμορφώσει την σχέση του με τον  πεθαμένο της νεότητάς του ποιητή υπέρ της ανάστασης του πεζογράφου.

Κινήθηκε με την αυτοέκδοση έξι ποιητικών συλλογών-που έχουν περισσότερο την τυποτεχνική μορφή πλακέτας-άτυπης εφημερίδας τοίχου: «Δέκα ποιήματα» (1951), «Μικρά ποιήματα» (1952), «Περί ώραν δωδεκάτην» (1953), τέσσερα ποιήματα σε φέιγ βολάν (1953), «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν» (1954), «Καφενείον το »Βυζάντιον»» (1956).

Το corpus του βιβλίου σε επιμέλεια και επίμετρο του αναπληρωτή καθηγητή νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Δημήτρη Παπανικολάου προσεγγίζει την κατά Ταχτσή ποίηση, αισθητικά και κοινωνιολογικά, και εν τέλει την αποτιμά: «[…] Δεν καταφέρνει τελικά να κατακτήσει το ολιγόστιχο ομοφυλόφιλο ποίημα όπου ισορροπούν μνήμη, πόθος, οργή και κοινωνική κριτική […]» Ούτε «να δημιουργήσει μια σύνθεση με αφηγηματική συνχή και σκηνοθετική οικονομία». Κι ακόμη: «Και δεν φαίνεται […] να είναι σε θέση να οργανώσει μια αφήγηση του εγώ του τραύματος […}». Απέναντι έχει τους Χριστιανόπουλο, Θεοδωρακόπουλο, Ιωάννου και Ασλάνογλου.

                                                      Ποιήματα-περφόρμανς

Tα ποιήματα παραμένουν σε μοντερνιστικό τέντωμα εξωστρέφειας και υιοθετώ την εκτίμηση του Παπανικολάου ότι «μοιάζουν μικρές περφόρμανς-τα φέιγ βολάν α λα Καβάφη, η συλλογή-κηδειόχαρτο, οι ειρωνικοί τίτλοι με τα γνωστά καφενεία όπου μαζευόταν η φιλολογική Αθήνα […]». Ο ποιητής Κώστας Ταχτσής αποτελεί μία περσόνα ενός προσωπικού δράματος, ενός κλαυσίγελου αποτελέσματος, αφού διττά σε σκιά και φως, ανεβαίνει στη σκηνή του προσκηνίου και ευθύς αμέσως κινείται να το υπονομεύσει και να περάσει αυτός, ο άλλος, ο ξένος στο παρασκήνιο.

Οπωσδήποτε αισθάνεται ότι είναι εξαιρετικός, περισσότερο ανήκων ετυμολογικά στην εξαίρεση, ότι βρίσκεται εκτός του νυμφώνος, εκτός του κανόνος. Την ίδια στιγμή, είναι και δεν είναι, υπάρχει και δεν υπάρχει, πρωταγωνιστεί και ακούει τον υποβολέα εαυτό του, κατρακυλάει μέσα στα σκουπίδια της ζωής του και τα ανακατώνει, όπως στα θεατρικά του Σάμιουελ Μπέκετ, στα οποία οι ήρωες και οι ηρωΐδες του είναι πεταμένοι πάνω σε σωρούς παρεξηγήσεων του νοήματος της επικοινωνίας.

Με γλώσσα που δεν πάλιωσε, καθώς το πάθος της έκφρασης του αναδεικνύει την αμεσότητα του καθημερινού λόγου, του λόγου της κουβέντας, της πιάτσας, της αστόλιστης ρίμας, της ρημαγμένης ζωής. Ο Κώστας Ταχτσής  αισθάνεται την υποχρέωση να πεθάνει μέσα στην ποίηση, να νεκρωθεί κάθε αντίδραση του, γιατί μόνο ως νεκρός, μόνο ως οιονεί πτώμα, μέσα από την νέκρωση του σωματοποιημένου λόγου, δύναται να άδει αυτά τα τεθλασμένα και τεθλιμμένα τραγούδια του.

                                                     Νεκρός εν ζωή

«Aν πω πως πέθανα;/θα κολλήσω στο στήθος σου/ένα νεκρώσιμο με τ’ όνομα μου/στους δρόμους θα γυρνάς μ’ ένα νεκρό» («Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν»). Κι αλλού στο ίδιο ποίημα: «δε θα μιλήσω πια ποτέ/δε θα μιλήσω/ο θάνατος/ο θάνατος/θα τον εκμηδενίσω». Δεν έχει κλείσει ακόμη τα τριάντα κι όμως μιλάει ως αυτοτιμωρούμενος, ως θιασώτης ενός σταυρικού θανάτου μέσα στην «αβεβαιότητα των καιρών μας». Κι όμως δεν είναι η νεότητα, η οποία καθρεφτίζεται σε μια θεατρινίζουσα χειρονομία ευκταίου εν φαντασία θανάτου.

Είναι νεκρός μέσα στην νέκρα της μεταπολεμικής κοινωνίας, με σβησμένη την μηχανή πορεύονται δεξιοί και αριστεροί, οι πρώτοι με τη γλυκιά ψευδαίσθηση πως όλα βαίνουν κατ’ ευχήν, οι δεύτεροι θρηνούν με την ήττα ή νεκρολογούν τους χαμένους συντρόφους-παραλλάσσοντας τα λόγια του Ταχτσή στην δεύτερη εκδοτική αυτοανθολόγηση.  Η δολοφονία του είχε προαναγγελθεί, αλλά είχε μάθει να παίζει τις παρατάσεις μέχρι τον εξευτελισμό της παρενδυσίας.

Ο Κώστας Ταχτσής σωματοποιεί την μεταπολεμική τραγωδία, ανάμεσα στα δύο φύλα, ανάμεσα στις δύο φύσεις, ισορροπώντας ανισόρροπα, ρημαγμένα, καταρημαγμένα, βασανιστικά και βασανισμένα, παραδομένος όπως οι πρώτοι χριστιανοί σ’ όλα τα όργανα του μαρτυρίου. Θέλει να ξεράσει αίμα, να βγάλει τα έντερα του, μόνον έκανε το λάθος να θέλεις θεατές, ν’ ανεβάσει μία όπερα αίματος με σκηνοθέτη, σκηνογράφο, μουσικό και πρωταγωνιστή αυτόν τον ίδιο. Είδε στα μάτια τον θάνατο, όταν στράφηκε να δει την Ευρυδίκη. Τον σκότωσε η αδημονία του να δει το το σώμα του στον άμουσο διαμελισμό της σιωπής.

Κώστας Ταχτσής, Ποιήματα. Νέα συγκεντρωτική έκδοση, επιμέλεια-επίμετρο Δημήτρης Παπανικολάου, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 169, τιμή: 12€