Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Το τελευταίο κείμενο του φιλόσοφου Κώστα Αξελού (1924-2010), «Σε αναζήτηση του α-διανόητου», γράφτηκε με τον πυρετό της σκεπτόμενης γλώσσας, περίπου έναν χρόνο προτού πεθάνει.

Έμεινε ανολοκλήρωτο, λες και ήθελε να ακολουθήσει αυτό που έθεσε ως σκοπό τη ζωής του: να μιλήσει για τη ζωή και τα συστήματα των ανθρώπων μ’ έναν τρόπο ανοιχτό, διαλογικό, αντιδογματικό, αποσπασματικό.

Σ’ ετούτο το γραπτό, όπως κι σ’ όλα τα γραπτά του μεγαλύτερου μέρους του φιλόσοφου βίου του, δεν περιμένουμε να ακούσουμε έτοιμες και εύκολες θέσεις και τοποθετήσεις, Κι ακόμη περισσότερο, δεν θα ανακαλύψουμε συμπερασματικές σκέψεις ή προτάσεις, γιατί μονίμως ακυρώνει τον διδακτικό λόγο, εξού και δεν περιμένουμε από αυτόν ένα εγκόλπιον περί του (ευ) ζην.

Η σκέψη του Κώστα Αξελού, -όπως διαβάζουμε στο επίμετρο το οποίο υπογράφει η Σερβάν Ζολιβέ (εκδόσεις Εστία-την έκδοση προλογίζει η Κατερίνα Δασκαλάκη και μεταφράζει η Λίλα Σκαραμαγκά – Σκάμη)-, καθώς ξετυλίγεται, ακολουθεί ένα ρεύμα αντίθετο προς τον τρόπο με τον οποίο συνήθως διατυπώνεται η φιλοσοφική σκέψη.

«Πόρρω απέχοντας από την ορθολογική πορεία που στόχο έχει να λογοδοτεί, να εξηγεί, να εννοιολογεί, δηλαδή να συστηματοποιεί, προσηλώνεται αντίθετα στο να ταράζει τα νερά, αρνούμενη τις προαποφασισμένες αντιθέσεις, την ουισιοκρατική και πολωμένη παγίωση της παραδοσιακής λογικής», σημειώνει.

Πώς ορίζει ο ίδιος ο φιλόσοφος το α-διανόητο;

«Υπάρχει ένα α-διανόητο στο κέντρο όλης της ιστορίας της σκέψης […] Το α-διανόητο είναι το πιο απόκρυφο μυστικό της». Άραγε – αναρωτιέται- μπορούμε να αποσαφηνίσουμε τι μπορεί να σημαίνει το να σκέπτεσαι με αφετηρία το α-διανόητο;

Και απαντά χωρίς να τελεσιδικεί: «Επειδή καμία κατάδειξη δεν είναι δυνατή, κινούμαστε μέσα στο χωρο-χρόνο μιας διερώτησης που δεν ξεκινά από αυτό που ήδη έχουμε σκεφθεί για έναν εκ προοιμίου περιχαρακωμένο ορίζοντα όπου οι απαντήσεις ενέχονται στις ερωτήσεις, Το να προσπαθήσουμε να σκεφθούμε με αφετηρία το α-διανόητο σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τις γνώριμες ακτές, κόβουμε τα παλαμάρια, απαγκιστρωνόμαστε, ανοιγόμαστε στα βαθειά».

Το τελευταίο και γαλήνιο πόνημα του, αφού μπορεί να εκληφθεί και ως μελέτη θανάτου, διαρθρώνεται σε ένδεκα μέρη με λατινική αρίθμηση: I. Προϋποθέσεις της αναζήτησης του α-διανόητου, II. Αναζητώντας το α-διανόητο, III. Το α-διανόητο της αναζήτησης, IV. Το μυστικό, V. Η ανάγκη και οι ανάγκες του ανθρώπου, VI. Αγωνία και γαλήνη, VII. Η πορεία, VIII. Η ατομική εποχή, IX. Το ιδιαίτερο, X. Η σύγκρουση, XI. Περνώντας πέραν.

Το –αδιανόητο είναι ένας σκάφος μέσα στον σκοτεινό ορίζοντα της σκέψης, πλέει μέσα σε μία θάλασσα ερωτημάτων, και πάνω σ’ αυτό το σκάφος δεν βρισκόμαστε εμείς, αλλά η προβολή των επιθυμιών μας, των γνώσεων μας και των παθών μας.

Ο Κώστας Αξελός σε ρόλο σηματωρού μας αποστέλλει σήματα στη σκέψη μας, ζητώντας μας να μην αποπειρόμαστε να είμαστε πρωτότυποι, αλλά να ξαναγινούμε, ξεχνώντας τον τρόπο που έχουμε εκπαιδευτεί, πρωταρχικοί. Δηλαδή, να είμαστε προσεκτικοί στα σήματα όλων των κελευσμάτων που μάς απευθύνονται. Αυτό δεν το διατυπώνει ως πρόγραμμα, αλλά ως μία διαθεσιμότητα. «Γιατί», όπως σημειώνει, «το α-διανόητο μας στέλνει σήματα και εναπόκειται σ’ εμάς να τους αντοποκριθούμε. Κι εμείς με τη σειρά μας. Είμαστε εκείνοι που ακούμε και εκπέμπουμε σήματα στο α-διανόητο».

Ο στοχαστής μπροστά στο φάσμα της τελευτής, γνωρίζει ότι η αναζήτηση παραμένει άπειρη, δεν σταματά και δεν μπορεί να τελειώσει.