Της Ζωής Τόλη

«Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγόρη Ξενόπουλου, στο θέατρο Χορν, σε ευφάνταστη σκηνοθεσία του Γιώργου Λύρα, με πρωταγωνίστρια την Ευγενία Δημητροπούλου στον ομώνυμο ρόλο.

«Έρως Εσταυρωμένος» ήταν ο τίτλος του διηγήματος (1903), το οποίο διασκεύασε ο ίδιος ο συγγραφέας σε τρίπρακτο θεατρικό δράμα.

Η υπόθεση αφορά την τραγική ιστορία της Στέλλας, κόρης του πλούσιου Ζακυνθινού μεγαλέμπορου του Παναγή Βιολάντη, που τόλμησε να αμφισβητήσει τον αυταρχικό πατέρα, αλλά και τα ήθη της ανερχόμενης τάξης των προνομιούχων της εποχής. Αποδίδεται επαρκώς το κοινωνικό / αστικό πλαίσιο των αρχών του 20ου αιώνα, στην ενετοκρατούμενη Ζάκυνθο. Οι ρίζες της υπόθεσης του ηθογραφικού αυτού δράματος, βρίσκονται σε ένα αληθινό γεγονός που συνέβη στην Αθήνα το 1883 και συγκλόνισε την κοινωνία με το τραγικό τέλος της κόρης, επειδή τόλμησε να ερωτευτεί.

Η δεκαεννιάχρονη Στέλλα αψηφώντας τους κανόνες μιας μονολιθικής νοοτροπίας, που ήθελε τις γυναίκες κάθε ηλικίας υποταγμένες στον αρχηγό της οικογένειας, έπεσε στο «παράπτωμα» να αλληλογραφήσει με ένα νέο, ξεπεσμένο αριστοκράτη, τον Χρηστάκη Ζαμάνο. Η επιμονή της σε αυτόν τον έρωτα την οδηγεί στην τιμωρία, που δεν είναι άλλη από το ανελέητο ξύλο και τη φυλάκισή της στη σοφίτα του σπιτιού.

Η σκηνοθεσία μας φανερώνει με ενάργεια τη σύγκρουση δύο βιοθεωριών, τη διαβρωμένη αξιακά και την φιλελεύθερη, που υποστηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ρατσισμός, ταμπού, κομφορμισμός και προλήψεις χαρακτηρίζουν τα μέλη του στενού και όχι μόνον περιβάλλοντος της ηρωίδας. Πλαστές «αξίες» προσδιορίζουν την ύπαρξη του καθένα και βέβαια προωθούν την πολυπόθητη κοινωνική προβολή.

Ο πλούτος και το συμφέρον πάνω απ’ όλα, αποτελούν αδιαμφισβήτητη στόχευση. Στον βωμό των παραπάνω «έπεσε» το αξιακό σύστημα της νεαρής ονειροπόλας, αγνής και θαρραλέας κόρης του δεσποτικού Π. Βιολάντη. Με το ιδιαίτερα σπάνιο για την εποχή πείσμα της, πέρασε μαζί με άλλες στην ιστορία της λογοτεχνίας ως η γυναίκα, που σεβόμενη τον εαυτό της σπάει τις αλυσίδες της δουλείας της, κάνοντας συνάμα με το παράδειγμά της οξεία κριτική στο κατεστημένο, που αδιάλειπτα τρεφόταν από το ψέμα και την υποκρισία.

Η Ευγενία Δημητροπούλου υποδύεται τη Στέλλα με συγκλονιστική συνέπεια στο χαρακτήρα της μικρής επαναστάτριας. Η καθαρότητα της υποκριτικής της τέχνης δείχνει την προσωπικότητα, το όραμα και την τραγική κατάληξή της.

Παίζει με πάθος, αφοσίωση, ρυθμό και φλόγα. Η πληθωρική της παρουσία στη σκηνή υφαίνει μία ερμηνεία εφάμιλλη ενός αργεντίνικου τάνγκο μέσα σε πολεμικό σύμπαν επιβολής.

Το ζητούμενο σ’ αυτή τη θεατρική δουλειά δεν είναι ο έρωτας, απλώς χρησιμοποιείται ως όχημα για να ειπωθεί το αυτονόητο για τις σύγχρονες κοινωνίες, το δικαίωμα επιλογής της ζωής. Κάτι που σήμερα είναι αποδεκτό, τότε φάνταζε ως έγκλημα. Γι αυτό το λόγο επιβάλλονταν και τα βασανιστήρια που θυμίζουν μεσαίωνα. Διακρίθηκαν Νεκταρία Γιαννουδάκη, που παίζει τη μητέρα της Στέλλας και Πηνελόπη Μαρκοπούλου που κάνει τη Νιόνια. Και οι δύο καίριες, πειστικές και ταλαντούχες πλαισιώνουν την πρωταγωνίστρια με τέτοια ευχέρεια ερμηνείας, που εξελίσσει το μύθο προσδίδοντας δραματικό βάθος. Πολύ καλοί και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, που συντέλεσαν στο σωστό τελικό αποτέλεσμα.

Ο Γιώργος Λύρας κτίζει ένα άρτιο οικοδόμημα και με τη συμβολή του σκηνικού πρωτοτυπεί, καθώς πολλές δράσεις του θεατρικού, παράγονται πάνω σ’ ένα μεγάλο τραπέζι σύμβολο της οικονομικής επιφάνειας της αστικής οικογένειας.

Σαρκαστικό χιούμορ, επιτηδευμένη αφέλεια και αιφνίδιες ανατροπές διανθίζουν το διαμορφωμένο σκοτεινό σύμπαν του έργου. Σκηνοθετική ματιά νεωτεριστική χωρίς ευτυχώς παραβάσεις του μέτρου. Έτσι η κλασική αφήγηση πέρασε στον κόσμο και η αμφίδρομη σχέση πέτυχε το στόχο της. Η μουσική του Αντώνη Παπακωνσταντίνου, υποβλητική, δένει με το στόρι, οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου ενδεικτικοί του ύφους της παράστασης και τα σκηνικά/ κοστούμια του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη προσαρμοσμένα στην εποχή.

Μία δυνατή θεατρική δουλειά με διαχρονική εμβέλεια, που ανταγωνίζεται τόπο και χρόνο και στηλιτεύει οξύτατα τα κοινωνικά στερεότυπα.