Της Ζωής Τόλη

Το έργο «Ο Τσέχωφ βωβός;», του Ηλία Μαρούτση, σε σκηνοθεσία της Esther Andre Gonzalez, παρουσιάζεται στο Από μηχανής θέατρο.

Μία θεατρική εμπειρία πρόκληση, νεωτερική, φρέσκια που πιστεύει στη δύναμη του ανθρώπου και μας φωτογραφίζει την ικανότητά του να μην παραιτείται σε μεταβατικές περιόδους ή καταστάσεις κρίσης. Αντίθετα τον βλέπουμε να δημιουργεί ξορκίζοντας την όποια αναστολή ή ηττοπάθεια, χαράσσοντας μία πορεία επιβίωσης σε συνθήκες υψηλού κινδύνου, στηριζόμενος στην επιθυμία του «απραγματοποίητου», που είναι ριζωμένη στην ψυχή του.

Μία μελέτη πάνω στον αγώνα του ατόμου να νικήσει τους φόβους του και να τολμήσει να κερδίσει το στοίχημα της ελεύθερης επιλογής.

Η σκηνοθέτιδα Esther Andre Gonzalez τονίζει τα σημεία μιας «πραγματικότητας» καθόλα ονειρικής, με την οπτική να δει ο θεατής αυτό που θα μπορούσε να συμβεί και όχι αυτό που βιώνει αδιάλειπτα στην πεζή καθημερινότητά του. Η παράσταση κινείται σε ένα κόσμο παράλληλο με τα ιστορικά γεγονότα, είναι ο κόσμος της φαντασίας και των οραμάτων. Εξάλλου στη τέχνη όσο και στη ζωή καμμία δραστηριότητα δεν κλείνεται στα όρια και στο πλαίσιό της. Γίνεται παιχνίδι με τα σύνορα μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Έτσι επικοινωνεί ο ηθοποιός με το θεατή, δημιουργείται η απαραίτητη συνάντηση/μέθεξη και με όχημα τη δύναμη της φαντασίας διευρύνεται ο χάρτης πληρέστερης κατανόησης του κόσμου που ζούμε. Και παράλληλα μαθαίνουμε πλευρές του εαυτού μας που αγνοούμε, ζώντας κάθε φορά αλλεπάλληλες ενηλικιώσεις.

Το εγχείρημα, λοιπόν, της Όλγας Κνίπερ, της γυναίκας του Τέχωφ, αυτό πραγματεύεται, πως μέσα από δυσάρεστες εκπλήξεις και ταξιδιάρικα όνειρα εκείνη επιμένει στον πόθο της να μεταφέρει στον κινηματογράφο τέσσερα συγκεκριμένα έργα του μεγάλου συγγραφέα. Και όλα αυτά σε μια χώρα ξένη με διαφορετική κουλτούρα, σε άλλη ήπειρο, στην Αμερική, την εποχή του μεγάλου κραχ το 1929.

Η μίξη μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης με το Γλάρο, Τις τρεις αδελφές, το Θείο Βάνια και τον Βυσσινόκηπο από μόνη της είναι κάτι πρωτοφανέρωτο και «εκκεντρικό» θεατρικά. Τα διασημότερα έργα του ρώσου συγγραφέα παντρεύονται εποικοδομητικά με τους κώδικες του βωβού κινηματογράφου. Γι αυτό και όλο αυτό το πείραμα είναι μια γοητευτική σκηνική ενέργεια που μας εξιτάρει να εμπιστευτούμε την προσωπική μας δυναμική, η οποία λειτουργεί ως εφαλτήρας για μελλοντικές υπαρξιακές αναζητήσεις/επιτυχίες.

Στο θεατρικό αυτό έργο προβάλλεται μια άλλη πραγματικότητα, φιλοσοφική, μεταφυσική και αισθητική, καθώς περικλείει τα θεμέλια πάνω στα οποία βασίζεται ολόκληρος ο κόσμος μας χρόνια τώρα.

Είναι ένα μανιφέστο για την αδήριτη ανάγκη του ανθρώπου/εραστή του ιδεατού και της χίμαιρας να «μετακινείται» σε ουτοπικά επίπεδα παράγοντας πολιτισμό μέσα από την τέχνη.

Οι ρόλοι πολλοί, εναλλάσσονται γρήγορα με τα ευφάνταστα σκηνικά του Χρήστου Κωνσταντέλλου, ο οποίος κατάφερε να μεταμορφώνει τα επίπεδα δράσης βοηθώντας καταλυτικά τις «πράξεις» των ηθοποιών.

Χορός, μουσική, τραγούδι και στοιχεία βαριετέ διανθίζουν τα αδιέξοδα των ηρώων, που αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης. Κατ´επέκταση μπορούμε να υπογραμμίσουμε ότι η πολεμική που υφίσταται ο άνθρωπος από τα σύγχρονα διλήμματα και τα δυσεπίλυτα προβλήματα σηματοδοτεί την ανάγκη να αντέξει με αίσθηση χιούμορ και εφευρετικότητα απέναντι στο απειλητικό ή το στάσιμο.

Και αυτό είναι ένα από τα νοήματα της ζωής, να γίνεσαι καπετάνιος στην φουρτούνα.

Ένας κώδικας αντίστασης αναπτύσσεται από τους δύο ξεπεσμένους ηθοποιούς και το μουσικό τους που με τα τερτίπια τους κοντεύουν να λυγίσουν τη μεγάλη σταρ του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας, την Όλγα Κνίπερ. Η ίδια απογοητεύεται προσωρινά, αλλά πιστή στο όνειρό της δεν κάνει πίσω. Ήλθε στο Χόλυγουντ για να το κατακτήσει, αλλά την πρόλαβε το μεγάλο κραχ. Παρόλα αυτά επιμένει να κάνει δική της ταινία μέσα σε άκρως αντίξοες συνθήκες και με ελάχιστα χρήματα. Η σωτηρία της είναι η τέχνη, η δημιουργία, άλλο δρόμο δεν επιθυμεί, παλεύει μέχρι το τέλος.

Η Αιμιλία Βασιλακάκη υποδύεται την επίδοξη ηθοποιό του σινεμά με την άνεση του προσώπου που πατάει γερά, ακροβατώντας ωστόσο ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, στη λογική και το όνειρο, στο φως και το σκοτάδι.

Αεικίνητη, αυθόρμητη, με το ανάλογο μπρίο, ενσαρκώνει όλους τους ρόλους έχοντας βαθιά επικοινωνία με το κείμενο και τη σκηνοθετική γραμμή.

Παίζει διαχειριζόμενη αποτελεσματικά όλη την έκταση των υποκριτικών της δυνατοτήτων, ωθώντας το θεατή να συμμετέχει στο ρυθμό και το άπλετα εκλυόμενο πάθος της. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια μας παρασύρει «ανεπαισθήτως» στο δικό της οίστρο για ζωή και ψυχοσωματική ευφορία. Μία επομένως προικισμένη, λυρική ερμηνεία, εστιασμένη στον κωμικοτραγικό ιστό του μύθου.

Οι Μίλτος Σαμαράς και Κώστας Χατζηδημητρίου πολύ καλοί, ενδύονται τους ποικίλους χαρακτήρες θυμίζοντας επαρκώς φιγούρες του βωβού κινηματογράφου με μπόλικες αποχρώσεις παρωδίας. Κινούνται άλλοτε συναινετικά και άλλοτε συγκρουσιακά φανερώνοντας με σαφήνεια τη διαφορετικότητά τους τόσο ιδεολογικά όσο και συναισθηματικά.

Αποδίδουν την «πραγματικότητά» τους με στοιχεία βαριετέ και με τη ξεσηκωτική μουσική του Κώστα Κακούρη συμπληρώνουν το κάδρο του ιδιαίτερου θεατρικού δρώμενου. Τα κατάλληλα φώτα της Άννας Σμπώκου με τις απαραίτητες φωτοσκιάσεις συμμετέχουν στο τελικό αποτέλεσμα, μιας παράστασης που δεν έχει πρόθεση να κάνει ούτε ιστορική ούτε ψυχολογική καταγραφή.

Η σκηνοθέτιδα χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά το υλικό της και στέκεται με σεβασμό στα συστατικά του λόγου και της δομής του πρωτότυπου έργου του Ηλία Μαρούτση. Βοηθούμενη από τα «ζωντανά» σκηνικά του ικανού Χρήστου Κωνσταντέλλου που έκανε και τα κοστούμια, αποδεικνύει, μέσα από την εξέλιξη της πλοκής, τη συμβολή των παραπάνω στην «ερμηνεία»του κειμένου, αφού συμπληρώνουν την πράξη ως μέρος της δραματουργίας.

«Ο Τσέχωφ Βωβός;», ένα πείραμα που πέτυχε με την ευρηματικότητά του, το σασπένς, το λυρισμό και το χιούμορ.

«Το σημαντικό στη ζωή είναι η δύναμη να αντέχουμε», το μότο αυτής της θεατρικής δημιουργίας.

Συστήνεται.