Της Ζωής Τόλη

«Νύχτες» στο θέατρο 104, στο Γκάζι, ένα έργο βασισμένο στις «Λευκές Νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, από την ομάδα Apparatus, μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου και διασκευή/σκηνοθεσία Βάσιας Χρονοπούλου.

«Ο ουρανός είχε μια τέτοια αστροφεγγιά, ήταν τόσο φωτερός, ο ουρανός, που σαν τον κοίταζες αναρωτιόσουν δίχως να το θέλεις: μα είναι ποτέ δυνατό, κάτω από ένα τέτοιο ουρανό, να ζουν άνθρωποι μουτρωμένοι και γκρινιάρηδες;» «Νύχτες», μία μελέτη πάνω στην απελπισμένη καταφυγή του ανθρώπου στην ονειροπόληση, όταν αδυνατεί να ζήσει, φοβούμενος την επικίνδυνα σκυθρωπή πραγματικότητα.

Ένας μοναχικός νέος, που βιώνει ρομαντικές περιπλανήσεις μέσα στο δικό του κόσμο, ερωτεύεται μία νεαρή κοπέλα τη Νάστενκα, που τη συναντά τυχαία.

Της φανερώνει το μύχιο εαυτό του παρότι ξέρει πως αυτός ο έρωτας είναι χωρίς ελπίδα. Βυθισμένος τόσα χρόνια στον μικρόκοσμό του, αδυνατεί να τη διεκδικήσει, βγάζοντας ένα πρόσωπο ευάλωτο και εσωστρεφές.

Οι εσωτερικές περιηγήσεις του φεύγουν από το δικό του πεδίο δράσης και απλώνονται και στους υπόλοιπους χαρακτήρες του θεατρικού.

Ένα έργο που μιλά για τα ανεκπλήρωτα όνειρα, τις κρυμμένες επιθυμίες, τις διαψευσμένες ελπίδες και ό,τι άλλο έχει ζητηθεί αλλά δεν δόθηκε.

Με εφαλτήρα το φόβο, τις αναστολές και τις προκαταλήψεις οι ήρωες δεν τόλμησαν να ζήσουν και προτίμησαν την «ασφάλεια» του ονείρου, που ανεπαισθήτως μετατράπηκε σε μια φυλακή από σελοφάν. Με τη βοήθεια της φαντασίας όλα μεταλλάσσονται σε ιδανικά τοπία, που περιδιαβαίνει ο νους και η ψυχή, προσφέροντας μία κίβδηλη ευτυχία.

Παρατηρούμε πόσο εύθραυστα είναι τα όρια και προσπελάσιμα τα σύνορα που χωρίζουν το «αληθινό» από το αποκύημα της κάθε φαντασιωτικής εφεύρεσης. Και βέβαια αν αυτό είναι αξίωμα της όποιας τέχνης, στην πραγματική ζωή λειτουργεί καταστροφικά.

Η ψευδής αντίληψη του αντικειμενικού κόσμου, πάντοτε περιορίζει τις δυνατότητες εξέλιξης του ατόμου και του δίνει ψευδεπίγραφες ελπίδες, για το καλύτερο.

Η μοναξιά εξαγοράζεται ακριβά με τη φυγή σε υπερβατική διάσταση, μέσα σε παραπέτασμα από νάιλον, όπου όλα φαντάζουν αληθινά. Ο εφιάλτης της απόλυτης αυτοαπομόνωσης, αφαιρεί κάθε υγιές στοιχείο, κάνοντας το μυαλό να παίζει τα δικά του επικίνδυνα παιχνίδια. Οι ήρωες δέσμιοι των ονειρικών τους δημιουργημάτων, παραπαίουν ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μη, το σκοτάδι και το φως. Η άρνηση της πραγματικότητας με όλα τα εμπόδια, τα πάθη και τη ζοφερότητά της, ορίζει μια μπλοκαρισμένη ζωή, χωρίς μέλλον.

Μέσα σε αυτό το κλίμα έβαλε η σκηνοθέτιδα Βάσια Χρονοπούλου να κινούνται οι τέσσερις ηθοποιοί, που προωθούν την ιστορία με έντιμο τρόπο και σεβασμό στο δραματικό ιστό. Διαχειρίζεται το υλικό της έτσι ώστε να φανεί με σαφήνεια η θυματοποίηση των προσώπων και ο εγκλωβισμός τους στο όνειρο Η σκηνοθετική γραμμή καθ´όλα πληθωρική και με τη βοήθεια της κίνησης που επιμελείται η Φαίδρα Σούτου, αποπνέει έναν αξιοσημείωτο δραματικό αέρα, που με χιούμορ σε ορισμένα σημεία, δρα ανακουφιστικά.

Σταύρος Μαρκάλας, Ντένια Στασινοπούλου, Κων/ος Αρνόκουρος και Μάρω Μελισσάρη, όλοι πολύ καλοί στις αποδόσεις τους.

Ξεχώρισε η Ν. Στασινοπούλου ως Νάστενκα, καθώς υφαίνει με θαυμάσιο κυριολεκτικά τρόπο το ρόλο της, με έναν αυθορμητισμό, που κάνει το θεατή ιδιαίτερα «παρόντα» στα διαδραματιζόμενα. Χειμαρρώδης, μέσα στο υποκριτικό της κέντρο, με μια συνειδητή αφέλεια που τσακίζει κόκαλα, «αλωνίζει» στη σκηνή.

Η Μάρω Μελισσάρη πάντα πιστή στις ερμηνευτικές της δεξιότητες κερδίζει τις εντυπώσεις ως θεία της Νάστενκα. Ικανή ηθοποιός ξεδιπλώνει το ταλέντο της, καδράροντας την περσόνα της αυταρχικής γυναίκας, που θέλει αλλά δεν μπορεί να ζήσει, όπως ονειρεύεται.

Σ. Μαρκάλας και Κ. Αρνόκουρος αξιοπρεπείς, ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες συνετά και με μέτρο.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Λένας Λέκκου, λιτά και διακριτικά, η μουσική σύνθεση του Γιώργου Κοσμίδη εναρμονισμένη στο ύφος του παραγόμενου προϊόντος και οι σωστοί φωτισμοί του Δημήτρη Μπαλτά, συμπληρώνουν τη γενική εικόνα μιας ενδιαφέρουσας παράστασης.