Της Ζωής Τόλη

“Θεία Κωμωδία” του Δάντη Αλιγκιέρι, με δραματουργική υπογραφή του Νίκου Α.Παναγιωτόπουλου/Vasistas και σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη στην Κεντρική σκηνή της Στέγης.

Το κείμενο της παράστασης βασίστηκε στη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας από τον Κώστα Καιροφύλλα, υπό την επιμέλεια του ποιητή και μεταφραστή Ν. Α.Παναγιωτόπουλου (βαθύς γνώστης της μεσαιωνικής παράδοσης και λογοτεχνίας).

 Το έργο

Ο Δάντης , ποιητής, φιλόσοφος και συγγραφέας, έγραψε  το ποίημα στις αρχές του 14ου αιώνα και πιθανότατα η συγγραφή διήρκησε δεκαπέντε χρόνια. Πρόκειται για ένα επικό αφηγηματικό ποίημα συνολικής έκτασης 14.233 ομοιοκατάληκτων 11λαβων στίχων.

Ένα πνευματικό road trip με οδηγό τον Φλωρεντίνο ποιητή,  μια υπαρξιακή φαντασμαγορία, μια θεατρική εμπειρία με τρεις οριακούς σταθμούς, την Κόλαση, το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο.

Εμβληματικό έργο της μεσαιωνικής Ευρώπης και από τα πιο επιδραστικά κείμενα για την ελληνική γλώσσα, αλλά και την ανθρώπινη σκέψη, η Θεία Κωμωδία, ποίημα αλληγορικό όσο και αυτοβιογραφικό, πολύσημο και πολυπρισματικό, αποτελεί μια θαυμαστή σύνοψη των κοσμολογικών και χριστιανικών αντιλήψεων, που επικρατούσαν την εποχή του Δάντη: στο λυκόφως του Μεσαίωνα και τη χαραυγή της Αναγέννησης (τέλη 13ου και αρχές του 14ου αιώνα).

Η Θεία Κωμωδία περιγράφει ένα ταξίδι προς το φως, που υποτίθεται πως αρχίζει τον Απρίλιο του 1300 λίγο πριν το Πάσχα και διαρκεί επτά μέρες, όσο και η δημιουργία του κόσμου. Επτά αιώνες μετά μεταφέρεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη Στέγη.

 Η υπόθεση

Το έργο εξιστορεί σε πρώτο πρόσωπο  την κατάβαση του μεγάλου ποιητή  στον κάτω κόσμο, στο βασίλειο των νεκρών, με οδηγούς και συνοδοιπόρους το Ρωμαίο ποιητή Βιργίλιο και τη Βεατρίκη [η τελευταία αποτελεί αναφορά στην ισόβια αγαπημένη του Beatrice Portinari (1266- 1290)].

Η ομάδα Vasistas, που στα γαλλικά σημαίνει φεγγίτης, δημιουργεί μια εξαιρετικά  συμπυκνωμένη εκδοχή της τριλογίας του Δάντη, τη φέρνει στα ανθρώπινα και δικά μας μέτρα, επιλέγοντας αποσπάσματα, που απεικονίζουν το απόλυτο αδιέξοδο ενός ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται σε προσωπική κρίση και ξεκινά μια πορεία κατάδυσης στους νεκρούς του, στις σκιές του παρελθόντος και στην κόλαση του νου. Εκεί εντοπίζεται και ο ιστός της δραματουργίας, που επέλεξε η ομάδα Vasistas.

Έτσι όταν  ξαναβγαίνει στο φως και αφού αποβάλει τα είδωλα, την οργή και την τύφλωση, αναζητά επανασύνδεση με ανθρώπους, ανυψώνεται, βιώνει την αίσθηση της εξαΰλωσης, βρίσκει την ορμή της ζωής, συνδέεται με τον κόσμο και ακέραιος πια συμφιλιώνεται μ’ αυτόν. Ο διάλογος ανάμεσα στους δύο ποιητές επικεντρώνεται σε εκείνα τα πράγματα, που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ψυχή, δηλαδή την ευχαρίστηση, τη θλίψη, την ελπίδα, τις χρεωκοπημένες επιδιώξεις, τις αγωνίες, τις νίκες και τις ήττες τους. Με δυο λόγια ο καμβάς της κόλασης και του παράδεισου της ανθρώπινης ψυχής.

“Μια απειροελάχιστη στιγμή ενός εσωτερικού ταξιδιού, διεσταλμένη. Ένα κάλεσμα στην εμπειρία της ποίησης”: Αργυρώ Χιώτη / ομάδα Vasistas.

Στη σκηνή, ένας συμπαγής πυρήνας ερμηνευτών ξεδιπλώνει την αφήγηση, εμβαθύνοντας στους κώδικες που αναπτύσσουν οι Vasistas τα τελευταία χρόνια, οι οποίοι βασίζονται στην εκφραστική δυναμική του σώματος και τη μουσική διάσταση της χορικότητας.  Στην παράσταση συμπράττει ένα κουαρτέτο εγχόρδων, παρόν επί σκηνής καθ’ όλη τη διάρκειά της και εντεταγμένο στη σκηνική δράση. Μουσικός μινιμαλισμός και ηλεκτρονική μουσική συνομιλούν ζωντανά με τη χρήση σύγχρονων μέσων, συντελώντας έτσι στη δημιουργία της ιδιαίτερης σκηνικής εμπειρίας του φαντασιακού ταξιδιού της “Θείας Κωμωδίας” με οδηγό τον Δάντη Αλιγκιέρι.

Η κίνηση των ηθοποιών με rollerblades και οι συνεχείς ταχύτατοι στροβιλισμοί συμβολίζουν την επαφή με ένα σύμπαν πιο βαθύ, πιο εσωτερικό, πιο μυστηριακό, με όχημα την κατάβαση σε σκοτεινούς τόπους της ψυχής και της συνείδησης δύσκολα ανιχνεύσιμους. Αυτός “ο χορός”εισχωρεί στα κατάβαθα της ύπαρξης, προσφέροντας στο θεατή τη διείσδυση στον πυρήνα του έργου και την πνευματική του “ένωση” με αυτόν. Τον κάνει να δει τη δική του ζωή και προ πάντων να παλεύει να τη ζει μέχρι το μεδούλι. Ένα μονοπάτι συναρμολόγησης μίας κατακερματισμένης ανθρώπινης οντότητας, με στόχο τη συγκρότηση και την ισορροπία. Ένα οδοιπορικό ενηλικίωσης και αυτογνωσιακής επίγνωσης.

Στην Κόλαση ο ποιητής ξεκινάει μια αριστερόστροφη πορεία με κύκλους, άλλωστε η Κόλασή του είναι κωνική, μέχρι να φτάσει στο κέντρο. Η σκηνοθέτιδα με την ομάδα της αυτό το μεταφέρουν στη μουσική και στην κίνηση, στην ενέργεια, στη ροή, στην αίσθηση, καθώς τα σώματα και η κίνηση είναι γι’ αυτούς μουσική.

Στην εικόνα του Καθαρτηρίου, η μελωδία αναπτύσσεται μέσα από τα κελαηδίσματα των ψυχών-πουλιών και την κατοπινή ηχογραφημένη απαγγελία των νεκρών υπάρξεων. Αυτή η σκηνή λειτουργεί ειδυλλιακά προοικονομώντας το επικείμενο επίπεδο του Παράδεισου, όπου κατοικούν οι ανώτεροι ψυχικά διανοητές, οι ενάρετοι και οι άγιοι. Η αγαπημένη του ποιητή Βεατρίκη θα αναδυθεί και θα τον οδηγήσει στον Παράδεισο, αφού στον ειδωλολάτρη Βιργίλιο δεν επιτρεπόταν η είσοδος. Και εκεί τίθεται το νόημα της ζωής, της αγάπης, της συγχώρεσης και της αλήθειας, καθώς βλέπουμε τη νεαρή κοπέλα να παρακαλάει την Παναγία τη Δέσποινα να βοηθήσει τον αγαπημένο της Δάντη.

Τα ποιήματα του Έζρα Πάουντ (cantos XIV και XV), σε μετάφραση του Γιώργου Βάρσου και του Edgar Lee Masters από τη συλλογή Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ σε μετάφραση του Σπύρου Αποστόλου, ενδοβάλλονται στον κορμό του θεατρικού εγχειρήματος. Αυτά, λοιπόν, με κάποιο τρόπο συνδέουν το παρελθόν του Δάντη με ένα παρόν πολύ πιο άμεσο και ζοφερό, όπως η ακατάσχετη αναφορά στα κόπρανα, στα προαναφερθέντα ποιήματα του Πάουντ, που με την ένταση της εκφοράς του λόγου φτάνει να μοιάζει με ένα ισχυρό είδος ραπ. Κάπως έτσι, σημειώνει η Αργυρώ Χιώτη κάνουμε μια ρωγμή στο χρόνο.

Και συνεχίζει υποστηρίζοντας πως η ίδια και η ομάδα της μπήκαν βαθιά στην έννοια της Λειτουργίας πάνω στη σκηνή, δηλαδή της Ιεροτελεστίας, ψάχνοντας τι σημαίνει “φτιάχνω μια Ιεροτελεστία ή τελώ μια Λειτουργία”, κάτι σαν επίκληση στην ποίηση, δημιουργώντας κάτι το μυστηριακό, που σε καλεί κοντά του.

Συντελεστές:

Η σκηνοθεσία συγκροτημένη και ευφάνταστη, βοηθούμενη από τα λειτουργικά και αισθητικά αξιοπρεπή σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, τα μαύρα με γεωμετρικά σχήματα κοστούμια της Χριστίνας Κάλμπαρη, τους σωστούς φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα και την υποβλητική μουσική του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου, όπως τα ακούσματα του Φίλιπ Γκλας και του Στιβ Ράιχ, πέτυχε κάτι πολύ δυνατό.

Αξίζει να αναφερθώ στο σκηνικό, που αναπαριστούσε τον ουρανό απο λευκά πανιά, το οποίο κάποια στιγμή κατέβηκε χαμηλώνοντας και σκέπασε ηθοποιούς και μουσικούς, ενώ στη συνέχεια μεταβλήθηκε σε κάτι άλλο λειτουργικό για την παράσταση. Εξαιρετική δουλειά.

Στο υλικό της δραματουργίας εκτός από την μετάφραση του Κώστα Καιροφύλα, χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από την έκδοση του Ι. Σιδέρη (1943) και από την πρώτη έκδοση του Μ.Σαλίβερου (1917).

Οι ερμηνείες των ηθοποιών αποδοτικές, ισορροπημένες και βασιζόμενες στη δύναμη της μουσικής, στην κίνηση του σώματος και φυσικά στο λόγο, κατάφεραν να στοχεύσουν στις αισθήσεις του ανθρώπου. Η μονωδία των δύο βασικών αφηγητών αποτελεί κυρίαρχο δομικό υλικό του θεατρικού έργου, και το παραγόμενο ύφος θυμίζει εκκλησιαστικούς ψαλμικούς απόηχους.

Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται, ταυτισμένη με το περιεχόμενο του μακροσκελούς ποιήματος, αποβαίνει μαγευτικά μυσταγωγική με θεϊκές αποχρώσεις όσο οι ηθοποιοί απαγγέλλουν. Εξάλλου η μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή Ευθύμη Θέου -υποδύεται τον Ιταλό ποιητή- από τα σκοτάδια στο φως, από  τη μαυρίλα στη φωτεινότητα, αυτό έχει τη δυναμική του θεϊκού στοιχείου, που ενυπάρχει στον εξανθρωπισμό.

Τη Βεατρίκη έπαιξε η Ελένη Βεργέτη με ταλέντο και ευστοχία, η οποία μαζί με τον πρωταγωνιστή βοήθησαν στη ροή και δραματικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι υπόλοιποι συντελεστές υστερούσαν. Ερμήνευσαν οι ηθοποιοί: Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Αντώνης Αντωνόπουλος, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη, Φιντέλιο Ταλαμπούκας, Ματίνα Περγιουδάκη και ο Γιάννης Κλίνης.

Αυτή η ομαδική δουλειά απέδωσε πολιτισμικούς καρπούς μέσα από μία ορμητική, πληθωρική και μεστή μηνυμάτων παράσταση.

Η “Θεία Κωμωδία” στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, είναι μια πολύ καλή από σκηνής διδασκαλία.