Της Ζωής Τόλη

«Γιάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ίψεν, στο Στούντιο Μαυρομιχάλη, μία ιδιαίτερη παράσταση που επιθυμεί με αξιώσεις να προσεγγίσει το μεγάλο Νορβηγό δραματουργό και τελικά το πετυχαίνει, σε μετάφραση της Ερατούς Τριανταφυλλίδη και σκηνοθεσία του Κωστή Καπελώνη.

Ο συγγραφέας έγραψε το έργο το 1896 που είναι το προτελευταίο της ψυχολογικής περιόδου και είναι ένα ψυχικά συντριπτικό, εξομολογητικό χειμωνιάτικο παραμύθι.

Ο θίασος Συνθήκη μετά το «Νόρα» και το «Ρόσμερσχολμ» με σεβασμό και συνέπεια διεισδύει στον πυρήνα του θεατρικού αναδεικνύοντας τόσο τη δραματική υφή του συγγραφέα όσο και την τραγικότητα του πρωταγωνιστή Μπόρκμαν (Γιάννης Κροντήρης).

Η ιστορία αφορά στη ζωή ενός φοβερού και ικανού ανθρώπου που υπερτίμησε τις δυνάμεις του και προκάλεσε την καταστροφή του. Ένας υπερφίαλος ιδεαλιστής που ξεπερνάει το μέτρο υπογράφοντας την καταδίκη του, μένοντας ακραιφνώς πιστός στο όραμα του. Σε νεανική ηλικία θέλησε για να προσφέρει την ευημερία στους συνανθρώπους του, να καθυποτάξει τις πηγές ενέργειας, τις κρυμμένες δυνάμεις της γης, όπως μεταλλεία, νερά και θάλασσες.

Λειτουργεί ως ένας άνθρωπος με αναπτυγμένη αλαζονεία και επιμονή στο δικό του δίκαιο, χωρίς όρια. Ασκεί εξουσία ταυτισμένος με αυτή και με ό,τι την ακολουθεί, χωρίς καμμία εκτίμηση και νοιάξιμο για τη νομοτέλεια της φύσης.

Η σπουδαία αυτή ιψενική δημιουργία αποτελεί μία επιτομή των δεινών που πηγάζουν από την κατάχρηση εξουσίας, την υποτίμηση του νόμου και των θεσμών, τον παράφορο πόθο για το κέρδος, την απεμπόληση των συναισθημάτων και την παντελή έλλειψη σεβασμού προς το περιβάλλον.

Ο σκηνοθέτης Κωστής Καπελώνης σεβόμενος την εμβέλεια του κειμένου, παράγει ένα θεατρικό προϊόν συμπαγές, με ατμοσφαιρική δομή και καλλιτεχνική αξία και βοηθούμενος από τα εμπνευσμένα σκηνικά του Ανδρέα Σαραντόπουλου που προσδίδουν μία ιδιαίτερη υφή στη δραματική πράξη, κατευθύνει επάξια το θίασο στα σκοτεινά μονοπάτια του ιψενικού κόσμου.

Οι μεγάλες επιφάνειες από νάυλον που κρέμονται από ψηλά σε αρκετά σημεία της σκηνής, λειτουργούν σαν καθρέφτες των σκέψεων, ονείρων, προσδοκιών και των αισθημάτων των εγκλωβισμένων ηρώων.

Η γεωμετρία της σκηνοθετικής δομής αβανταδόρικη με το απαιτούμενο μέτρο και έναν ρεαλισμό που σπάει κόκαλα. Πλούτος εικόνων, ένταση, πάθος, ρυθμός και δύναμη ψυχής, σκιτσάρουν μία κομψή και γειωμένη διαχείριση του υλικού, μιας λειτουργικής μετάφρασης από τα νορβηγικά της Ερατούς Τριανταφυλλίδη.

Νιώθουμε να αντανακλώνται τα προσωπικά αδιέξοδα των «υποκριτών», που πανομοιότυπα συναντάμε και στη σημερινή εποχή, στοιχείο ενδεικτικό της διαχρονικότητας των μηνυμάτων του κειμένου. Ένα κείμενο, το οποίο ισχυροποιείται από τη διάχυτη πνευματικότητα στο χώρο, καθώς συμβαίνει η συνάντηση των ηθοποιών με το κοινό.

Όλες οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές και δείχνουν τη δεμένη, αυτοτελή ομάδα της διανομής των ηθοποιών.

Ο Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν του Γιώργου Κροντήρη σθεναρά εύστοχος, με ένα ακραίο ιδεαλισμό που τον συντρίβει, μεταποιεί με την παραβατική συμπεριφορά του το όραμα σε εφιάλτη. Αποδίδονται με ενάργεια τα επίπεδα της ύβρης και της νέμεσης τα οποία προκαλεί και παρότι προοικονομείται η επικείμενη ήττα του, εξακολουθεί να μην υποχωρεί. Παρουσιαστικό, ύφος, φωνή και κίνηση που συνοδεύουν το στιβαρό και προσηλωμένο στο στόχο Γ.Κροντήρη, συμπληρώνουν το τέλειο κάδρο του τραγικού χαρακτήρα, ο οποίος διακρίνεται για την ψυχική του ακαμψία.

Η Μαρία Μακρή που υποδύεται την Γκούνχιλντ Μπόρκμαν απλώς υπέροχη με μία εσωτερική, ψύχραιμη ερμηνεία, άμεση, αγέρωχη και πειστική στο ρόλο της συζύγου και άκρως παρεμβατική ως μητέρα του Έρχαρτ Μπόρκμαν( Πέτρος Πέτρου). Παλεύει για την αξιοπρέπειά της χωρίς ωστόσο να το καταφέρνει, καθώς είναι βουτηγμένη σε έναν ανελέητο καθωσπρεπισμό της κοινωνικής της τάξης. Μέσα στο ερμηνευτικό της κέντρο μας παραδίδει μία ολοκληρωμένη εικόνα της γυναίκας που πνίγει τα πραγματικά της αισθήματα, στο όνομα μιας αποκρυσταλλωμένης στατικής ζωής.

Η Έλα Ρεντχάιμ της Δέσποινας Πόγκα κινείται με έναν αέρα συναισθηματικού βάθους που φανερώνει μιά πηγαία ύπαρξη μέσα στον όλο δραματικό ιστό της υπόθεσης και με τις σωστές κορυφώσεις απογειώνει το ρόλο.

Η κυρία Φάννυ Βίλτον ενσαρκώνεται από την αξιόλογη Φίλια Δενδρινού που ως περσόνα συμβολίζει την καινοτόμα φωνή απέναντι στο όποιο κατεστημένο, το δήθεν και το ανασταλτικό. Αυτό βέβαια γίνεται με έντονα προκλητικό τρόπο, όπως ταιριάζει στην υποκριτική δράση.

Επίσης η Αγγελική Δέλλα και ο Πέτρος Πέτρου ανάλογα με την ευκαιρία της παρουσίας τους στη σκηνή εκμεταλλεύτηκαν όλη την έκταση του ταλέντου τους. Με υποκριτική χάρη και δεξιοτεχνία συμβάλλουν στο άρτιο τελικό αποτέλεσμα

Ο Χρήστος Συριώτης ως Φόλνταλ παρότι η παρουσία του είναι βραχύβια στο σανίδι κλέβει τις εντυπώσεις με το εκρηκτικό του ταπεραμέντο.

Στο πιάνο η υπέροχη Αγγελική Δέλλα, στα όμορφα κοστούμια εποχής ο Ανδρέας Σαραντόπουλος και στους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς ο Κωστής Καπελώνης.

Μία πολύ καλή παράσταση με αισθητική που δικαιώνει τις προθέσεις της και έχει την ικανότητα να κάνει το θεατή συμμέτοχο στη θεατρική πράξη.

Συστήνεται.