Της Ζωής Τόλη
Θέατρο «Δημήτρης Χορν», «Από τη σιωπή ώς την άνοιξη», του Λεωνίδα Προυσαλίδη, σε σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ, με Γιάννη Φέρτη, Νικήτα Τσακίρογλου και Κατερίνα Λέχου.

«Νομίζω πως είμαστε όλοι νησιά σε μια κοινή θάλασσα»
Anne Morrow Lindbergh

Το έργο
Δράμα, κωμωδία ή θρίλερ και όλα αυτά μαζί, το τρίτο έργο (2015) του Θεσσαλονικιού συγγραφέα Προυσαλίδη («Εφτά λογικές απαντήσεις», βραβευμένο, και «Βαγόνια στα νερά», υποψήφιο για το βραβείο Κάρολος Κουν) αναφέρεται στην άνιση μάχη του ατόμου με το χρόνο. Για τον έρωτα που αποτελεί -ίσως- το μοναδικό όπλο, το μέσο δικαίωσης μιας ανθρώπινης ύπαρξης.

«Μόνο ο πόθος ακυρώνει την ήττα και το θάνατο», Τενεσί Ουίλιαμς.

«Είναι γεμάτο επαναλαμβανόμενους διαλόγους μιας τετριμμένης καθημερινότητας, που καθιστούν τους ήρωες κωμικούς. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η δραματική τους ρίζα. Γιατί κάτω από την ασήμαντη φλυαρία και τις ανεδαφικές συγκρούσεις των προσώπων, κρύβεται συνεχώς ο αγωνιώδης τρόμος της μοναξιάς. Της ψυχικής ερήμωσης. Του χρόνου που είναι άδειος», Λ. Προυσαλίδης.

Η υπόθεση και η ανάλυση του έργου
Δύο δίδυμα αδέλφια, ο Ορέστης (Γιάννης Φέρτης) και ο Βασίλης (Νικήτας Τσακίρογλου), τα οποία ζουν σε ένα διώροφο νεοκλασικό που είναι το πατρικό τους, αγαπούν το θέατρο και την όπερα, παρασύρονται σε μια περιπέτεια, που θα ανατρέψει τη ρουτίνα τους, όταν εισβάλλει στην προσωπική τους καθημερινότητα η Ηλέκτρα (Κατερίνα Λέχου), μια απαστράπτουσα νέα γυναίκα, λίγο παράξενη, η οποία έρχεται από μακριά και νοικιάζει τον κάτω όροφο της νεοκλασικής κατοικίας. Με το ταμπεραμέντο της και το ανοιξιάτικο χαμόγελό της θα τους φέρει αντιμέτωπους, αυτούς, που ήταν αυτοκόλλητοι πολλά χρόνια, και με τα νυχτερινά της τηλεφωνήματα σε κάποιον «πρώην» σύζυγο και ένα παιδί που δεν το βλέπει, θα δημιουργήσει ένα σύμπαν αοριστίας. Θα αλλάξει τις ισορροπίες εκμηδενίζοντας την «τάξη» του σπιτιού, όταν κουρασμένη και αποπροσανατολισμένη αναρωτιέται «ποια είμαι».

Η παρουσία της μέσα στο τέλμα μας, την αναζήτηση της χαμένης ζωής με τα χαραμισμένα χρόνια, κάτι συμβολίζει -σημειώνει ο Βασίλης, καθώς επαναστατεί ενάντια στον αδελφό του. Ο Ορέστης μέχρι τότε τον χειραγωγούσε ασκώντας ψυχολογική βία πάνω του, καθιστώντας τον συνένοχο σε αποτρόπαια πράξη που αφορούσε πρόσωπο της οικογένειας. «Δυο σταγόνες είμαστε», «μια ψυχή είμαστε», υποστηρίζει με πυγμή για να δείξει στον Βασίλη πως είναι «ένα», δύο πρόσωπα σε μία συσκευασία, άρα είναι αναπόδραστη η όποια «φυγή» και όντας εξαρτημένος από τον Ορέστη και την κοινή ζωή τους, δεν δικαιούται ίχνος ελευθερίας της σκέψης. Ώφειλε επομένως ο πιο συναισθηματικός από τους δύο (ο Βασίλης) να νιώθει ψυχικά άδειος, όπως ταιριάζει στον πνευματικά αποκλεισμένο.

Όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί εκτός των άλλων τα δύο γεροντοπαλίκαρα έζησαν συμβιωτικά (με την ψυχαναλυτική διάσταση του όρου), πήγαιναν αποκλειστικά θέατρο και όπερα, παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στο σανίδι, «ζώντας» σκέψεις, δράσεις και όνειρα άλλων, θεατές μιας επίπλαστης πραγματικότητας. Αστικό, συντηρητικό περιβάλλον όπως το βίωσαν στην οικογένειά τους, αναβιώνει «μεγαλοπρεπώς» στο τώρα, το οποίο καθορίζει ο Ορέστης εμμονικά και απαράλλακτα γλιστρώντας ξανά στην ύβρη, καθώς έχει «σχέδια» για την «εισβολέα». «Το φράγμα έσπασε», αναφωνεί ο Βασίλης· υποστηρίζει πως ο Ορέστης τα έβαλε με τη φύση, παρουσιάζοντας συμπεριφορά υπερβαίνουσα τα όρια της θνητής υπόστασης, προκαλώντας με την αλαζονεία του την οργή και την εκδίκηση του σύμπαντος.

Η συνενοχή σε άνομες πράξεις που παραβιάζουν τη φυσική τάξη και αρμονία δεν υποβαθμίζεται ούτε παραγράφεται (ευθύνη του Βασίλη).

Η αναφορά στο τρίπτυχο ύβρις, νέμεσις, τίσις προοικονομεί το είδος του τέλους του θεατρικού.

Ο Βασίλης, γοητευμένος από την Ηλέκτρα, επαναστατεί, συγκρούεται σθεναρά με τον αδελφό του, τον οποίο αποκαλεί ατσάλι και ανισόρροπο, βλέπει μετά από τόσα χρόνια την απομόνωσή τους και το παρασκήνιο που έστηνε αυθαίρετα ο Ορέστης. Παρακάμπτει το χαρακτηρισμό «είσαι γελοίος», χαίρεται τη νέα φάση, που τον ζωντανεύει, ξορκίζοντας τη μιζέρια τους. «Θέλω να δω έναν άνθρωπο», φωνάζει και προσπαθεί να κάνει σχέση με τη νοικάρισσά τους, προστατεύοντάς την, όταν αυτή το ζητά.

Αλληλοχαρακτηρίζονται γενικώς με σκληρά λόγια και συνακόλουθα αξιολογούνται όλα τους τα άπλυτα, που δεν είναι λίγα ούτε απενεχοποιημένα. Αναμετρώνται χωρίς οίκτο, κάνοντας την αλήθεια να φαίνεται ψέμα, την κοροϊδία απαραίτητη υγιή συνθήκη και τα καταχωνιασμένα γεγονότα, που αναδύουν πέπλο μυστηρίου, να αποτελούν νομοτελειακά τη δομή μιας decadence ηθικής της αστικής τάξης.

Η Ηλέκτρα, διαψευσμένη από τα όνειρα του «κόσμου» της, ψυχικά διαλυμένη, νευρωτική στο έπακρο αλλά συμπαθητική και αυθόρμητη, βασανίζεται ανάμεσα στο πριν και το μετά.

Ερμηνείες
Το δίδυμο των μεγάλων ηθοποιών μάς δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας και ειδικά ο Ν. Τσακίρογλου στον ιδιαίτερο ρόλο, επειδή δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιο ύφος.

Ο Γ. Φέρτης, αριστοτέχνης καρατερίστας, στιβαρός, άκαμπτος, παίζει τον σκληρό, διαταραγμένο ήρωα που ανάγεται σε τραγικό πρόσωπο, όταν χάνει τη δύναμη της επιρροής του απέναντι στον Βασίλη. «Τα πάντα, όπως πάντα για πάντα». Πειστικός με μέτρο και ισορροπία σε κερδίζει αμέσως με τη γνωστή μεταξένια φωνή που σε ταξιδεύει μέσα στον πυρήνα του θεατρικού πονήματος. Υποστηρίζει επαρκώς την παράλογη διάσταση του χαρακτήρα, που τη μετατρέπει σε λογικά αποδεκτή, δείχνοντας τη στόφα του μεγάλου ηθοποιού.

Ο Ν. Τσακίρογλου υποδύεται εκείνον που αφυπνίζεται και θέλει έστω και οδυνηρά να έχει συνείδηση, απαντά στο κυνικό «ούτε μπρος ούτε πίσω» του αδελφού του με την ατάκα «πιάνουμε χώρο» και «μη σε νοιάζει, όλα στον αέρα». Γλυκός, αποφασιστικός ντύνεται το ρόλο στα μέτρα του, αληθινός, «χτυπά» ανελέητα όταν χρειάζεται τον Ορέστη, αποκαλύπτοντας τις ανείπωτες ραδιουργίες του. «Εγώ μπορώ να πεθάνω χωρίς εσένα, εσύ δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα».
Αναδεικνύει με το ταλέντο του τη σιωπή, τη δειλία και το φόβο μέσα στα οποία έζησαν, καθώς επίσης και την απουσία νοήματος στη ζωή τους.

Η Κ. Λέχου ερμηνεύει αξιοπρεπώς τη νέα γυναίκα που έχει χάσει το δρόμο της, προδομένη από έναν έρωτα που τη συνέθλιψε, απαρνήθηκε την παλιά ζωή ακόμα και το γιο της, θέλοντας να βρει την ταυτότητά της. Διαχειρίζεται υπεύθυνα το ρόλο της που λειτουργεί ως «από μηχανής» θεός ειδικά για τον Βασίλη, που επιτέλους ξυπνά από το λήθαργο. Η παρουσία της ανάμεσα στα δύο «τέρατα» της υποκριτικής, εύστοχα αποδοτική.

Η Σαμπρίνα Κόλτσα παίζει τη μικρή Ελένη, την αδελφή των διδύμων, ενταγμένη στο όλο πλαίσιο ως μια σιωπηλή οντότητα.

Συντελεστές
Η σκηνοθεσία καλοδουλεμένη, ανέδειξε με γήινο τρόπο το χείμαρρο των εικόνων και τη δραματική ένταση, βασισμένη σε κείμενο με δυναμική, πάθος και ρυθμό του Λεωνίδα Προυσαλίδη, ενός συγγραφέα που πέτυχε τη ρεαλιστική απόδοση μιας κολασμένης ατμόσφαιρας με πινελιές από το θέατρο του παραλόγου. Αξιέπαινη η κλασική οπτική της Λίλλυς Μελεμέ, με τα ταιριαστά σκηνικά και κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, τους φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα και την υποβλητική μουσική του Σταύρου Γασπαράτου.

Το όλο σύνολο παράγει ένα προϊόν τέχνης ώριμο, αυτοτελές με πνευματικότητα. Μια συλλογική δουλειά ρέουσας μέθεξης, με το θεατή που διψά για το άριστο.

Εδώ ταιριάζει το «Είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το ακατόρθωτο» του Τσε Γκεβάρα.

Συστήνεται ανεπιφύλακτα.