Διαψεύδει και επιβεβαιώνει την ίδια στιγμή η Λυδία Κονιόρδου το δημοσίευμα της Ανθής Καρασσάβα στους Times του Λονδίνου με τίτλο «Η Ελλάδα απειλεί να κινηθεί δικαστικά προκειμένου να ανακτήσει τα «κλεμμένα» Ελγίνεια Μάρμαρα».

Είναι πραγματικά τρελό να λέει η υπουργός Πολιτισμού ότι «όχι μόνο δεν είπε ή υπονόησε κάτι τέτοιο», ό,τι θα τα διεκδικήσουμε δικαστικά, «αλλά αντιθέτως επισήμανε ότι «Η Ελλάδα σε αυτό το στάδιο κινείται προς την κατεύθυνση της χρήσης τόσο της διπλωματικής οδού όσο  και εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών», προσθέτοντας το αυτονόητο, ότι δηλαδή η χώρα επιφυλάσσεται του δικαιώματος που της δίνει το Διεθνές Δίκαιο να κινηθεί νομικά για να διεκδικήσει την επιστροφή ενός εμβληματικού πολιτιστικού της αγαθού, το οποίο νόμιμα της ανήκει όπως είναι τα Γλυπτά του Παρθενώνα, όποτε, όταν και εφόσον κάποια στιγμή στο μέλλον κάτι τέτοιο κριθεί σκόπιμο».

Αλήθεια γιατί διαψεύδει τους Times αφού αυτό ακριβώς είπε στη δημοσιογράφο, όπως φαίνεται στο παραπάνω απόσπασμα της συνέντευξης. Μιλάει μάλιστα  ​για «παραποίηση των δηλώσεων της». Θεωρεί ότι  «η παρουσίαση του όλου θέματος  έγινε με τρόπο που να δείχνει, παραπλανητικά, την επιλογή της δικαστικής οδού ως ειλημμένης απόφασης, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».

Παραθέτει και το σχετικό απόσπασμα από την συνέντευξή της:

Ε: Έχουν παρέλθει 200 χρόνια από τη στιγμή που τα γλυπτά αφαιρέθηκαν από τον Παρθενώνα. Πώς προχωράει αυτή τη στιγμή το αίτημα επαναπατρισμού τους; Η Αθήνα επιταχύνει τις διαδικασίες προκειμένου να φέρει ενώπιον των διεθνών δικαστηρίων την υπόθεση; Εξετάζει άλλες λύσεις; Η κυβέρνηση συνεργάζεται ακόμα με τον κ. Τζέφρι Ρόμπερτσον και την κα Αμάλ Κλούνεϊ στην εξέταση νομικών λύσεων;

ΑΠ.: H Ελλάδα είναι αποφασισμένη να σπάσει το αδιέξοδο που προκαλείται από τη συνεχή άρνηση της βρετανικής κυβέρνηση να επιστρέψει τα γλυπτά του Παρθενώνα στη χώρα καταγωγής τους και για τον λόγο αυτό, το ζήτημα της Επιστροφής των Γλυπτών παραμένει διαρκώς ψηλά στην ατζέντα μας.

Η Ελλάδα σε αυτό το στάδιο κινείται προς την κατεύθυνση της χρήσης τόσο της διπλωματικής οδού όσο  και εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών,  χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποκλείουμε την πιθανότητα χρήσης δικαστικών μέσων στο μέλλον».