Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Κλάουντιο Μάγκρις: ευπροσήγορος στις αντιδράσεις του, απλός τις κινήσεις του, καταφατικός στα τιθέμενα ερωτήματα, καθόλου κλεισμένος στον εαυτό του, καθόλου επηρμένος μπροστά στο ακροατήριο του Νότου.

Συγγραφέας ανοιχτός και εν εγρηγόρσει, ο οποίος δεν κρατάει αποστάσεις από τους άλλους, κι αν διαπιστώσεις μία οιονεί νωχελική αμηχανία στον τρόπο που χρησιμοποιεί το σώμα του, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ακόμη μαθαίνει, ότι παρακολουθεί τα μικροσυμβάντα τού καινούργιου περιβάλλοντος. καθώς δεν έχει εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στον λόγο και στους εκφραστές του, τα σώματα των ακροατών του.

Και ενώ διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του ο Κλάουντιο Μάγκρις, ο Ευρωπαίος, ο Ιταλός, μα πάνω απ’ όλα Τριεστίνος, καθόλου μονοσήμαντα φανατικός με τον τόπο του, αφού η συγκρεκριμένη παραθαλάσσια πόλη του ιταλικού βορρά ανήκει στην παράδοση της πολυεθνικής αψβουργικής αυστροουγγρικής μοναρχίας, μνήμη μεγαλείου και μνήμη ερειπίων.

Με προάγγελο της ομιλίας του, τον ποιητή Αναστάση Βιστωνίτη, ο οποίος γνωρίζει και τον ξένο συγγραφέα και τον τόπο του, άνοιξε η εκδήλωση στο Ωδείο Αθηνών- τελευταία του ετήσιου θεσμού «Αθήνα 2018-Πρωτεύουσα του Βιβλίου». Ο ‘Ελληνας συγγραφέας επεσήμανε ότι η Τεργέστη ως τόπος, γεωγραφικός και λογοτεχνικός, διαπερνάει το  λογοτεχνικό σύμπαν έργο τού Ιταλού συγγραφέα, γιαυτό ζήτησε να διαγράψουμε για λίγο την Τεργέστη ως πόλη του Τζέις Τζόις, να να παραδώσουμε τα κλειδιά του επαναβαπτισμού της φήμης της στον Κλαούντιο Μάγκρις.

Η ομιλία του ήταν ένα εγκώμιο στην αρχαία ελληνική γραμματεία, την οποία την αντιμετώπισε ως το ιδρυτικό λογοτεχνικό παράδειγμα της Δύσης, το οποίο εξακολουθεί να επηρεάζει ως δημιουργικό πεδίο, ακόμη και σε αντίθεση μαζί της, τον λογοτεχνικό και τον φιλοσοφικό λόγο του εν γένει ευρωπαϊκού πολιτισμού.

                             Οι αρχαίοι ‘Ελληνες απάντησαν σε ερωτήματα ζωής

«θεωρώ ότι αυτό που καθιστά παγκόσμιο το έργο των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων είναι ότι προσπάθησαν και εν τέλει τα κατάφεραν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα, τα οποία αναδύονταν μέσα από την ίδια την ζωή τους. Αλλά πρέπει να προσέξουμε ότι  στην περίπτωση τού Ομήρου,  δεν έχουμε  μία πλήρη και ακριβή προσωπογραφία του: Τι ήταν; ‘Αντρας; Γυναίκα; ‘Ηταν ένας; ‘Ηταν πολλοί; Μικρή σημασία έχουν αυτά τα ερωτήματα, καθώς το έργο το δικό του, αλλά και σύνολης της αρχαίας ελληνικής σκέψης έχει εμποτίσει το συλλογικό φαντασιακό μας».

Ο Κλαούντιο Μάγκρις μιλάει και έχεις την αίσθηση ότι ο έπαινος δεν λοξοκοιτάει προς το ελληνικό ακροατήριο, η πλειονότητα του οποίου φοράει ακουστικά κι κατανοεί τον λόγο του στο δεύτερο επίπεδο τής μετάφρασης. Παραθέτει ήρωες, ηρωΐδες και οικογένειες από τις αρχαίας τραγωδίες: Ατρείδες, Οιδίποδας, Μήδεια, Ηλέκτρα. Προφέρει την κάθε λέξη, όχι μόνον γιά ν’ ακουστεί ο ήχος της, κυρίως προσπαθεί να διεισδύσει στον κόσμο που μεταφέρει η κάθε μία, τον κόσμο που δημιουργεί, όχι μόνο στα συμφραζόμενα της εποχής που γράφτηκαν τα έργα, αλλά και στην σημερινή επαναπρόσληψή της:

«Είναι απίστευτη η νεότητα της τέχνης τους», επισημαίνει ανεπιτήδευτα, και αίφνης θυμάται μία Αντιγόνη, γραμμένη από έναν κρεολό συγγραφέα τών Αντιλλών. «Αυτά τα έργα προβάλλονται διαρκώς στο μέλλον», αποφαίνεται, και δεν αργεί ν’ αναφερθεί στο μείζον έργο του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα, στον «Οδυσσέα» του Τζέϊμς Τζόις. Κι από κεί ξανά, πίσω στον ομηρικό Οδυσσέα, ο οποίος «είναι ένας καταφερτζής που δεν το διακινδυνεύει. ‘Οταν επιστρέφει στην Ιθάκη, λέει στην Πηνελόπη: »Εγώ πρέπει να ξαναφύγω». Επιστρέφει; Δεν επιστρέφει;».

                                          Οδυσσέας, ο αέναος ταξιδευτής

Θέλει να τονίσει ότι ο αρχέτυπος ήρωας είναι ο αέναος ταξιδευτής, γιαυτό δεν επιλέγει να κλειστεί στον εαυτό του και στα σύνορα-τα σσφυκτικά- του νησιού του, σε αντίθεση με τον τζοϊκό επίγονό του, τον οποίο τον χαρακτήρισε φτωχοδιάβολο, που επιλέγει να επιστρέψει σπίτι και να κλειδώσει την πόρτα του σπιτιού του από μέσα.  Και συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, αφού όλες τις αισθητικές ρήξεις του τελευταίων αιώνων, τις αντιμετωπίζει ως μία αντιπαράθεση με την αρχαία ελληνική λογοτεχνία, και δεν άργησε να βρει στον παράδειγμα στο πρόσωπο του Φρίντριχ Σλέγκελ, ενός από τους ιδρυτές του γερμανικού ρομαντισμού.

Με το αρχαιοελληνικό συλλογικό φαντασιακό, παραδέχεται ότι έχτισε όρισμένα από τα έργα τα, όπως το μυθιστόρημά του «Στα τυφλά», το οποίο μέσα και πίσω από τις γραμμές του συνομιλεί με την Αργοναυτική Εκστρατεία και τους Ορφικούς. ‘Η σ’ ένα θεατρικό αξιοποιεί τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Αυτός ο ορκισμένος φίλος των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, είχε έρθει η ώρα να παρουσιάσει τα δύο τελευταία βιβλία του, τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

                               Με την  ρητορική δεν κοιτάζουμε την άβυσσο

«Αρετή τιμήν φέρει», μ’ αυτή την αρχαιοελληνική ρήση ανοίγει το μυθιστόρημά του «Μια άλλη θάλασσα», με κεντρικό ήρωα ένα θεόθεν φυγάδα, ο οποίος πρέπει να επιλέξει μεταξύ ρητορικής και πεποίθησης. Ρητορική και πεποίθηση, η πρώτη είναι η ζωή φυλακισμένη, η δεύτερη η ζωή η ταξιδεμένη. Το στοχαστικό δίπολο βασίζεται στο έργο του εβραϊκής καταγωγής αυτοκτόνου Ιταλού φιλόσοφου Κάρλο Μικέλστέτερ (1887-1910), «La persuasione e la rettorica». Βρισκόμαστε στα τελευταία χρόνια της αστροουγγρικής μοναρχίας, με πρωταγωνιστή τον ελληνιστή και φιλόσοφο Ενρίκο Μρέουλε, ο οποίος εγκαταλείπει την Ευρώπη για να ζήσει την περιπέτεια για την περιπέτεια ως γκάουτσο στην μακρινή Παταγωνία.

Ο Κλαούντιο Μάγκρις στήνει μία αλληγορία για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο, ως επιλογή ζωής. «Με την πειθώ», υποστήριξε, «έχουμε την ικανότητα να βιώνουμε το παρόν και να μην ζούμε με την επιθυμία να αναλώνουμε τον χρόνο, μεταθέτοντας τις προσδοκίες μας στο μέλλον, με την ελπίδα ότι θα εκπληρωθούν οι πόθοι και οι επιθυμίες μας. Σ’ αυτή την περίπτωση, μετερχόμαστε τη ρητορική για να κρυφτούμε πίσω από προσχηματικές καθυστερήσεις, ενώ με την πεποίθηση δίνουμε νόημα στην παροντική πράξη. Δεν βλέπετε τα παιδιά; Τρέχουν για να τρέξουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο είναι αέναα παρόντα. Η ρητορική σε αντίθεση είναι το οπλοστάσιο του πολιτισμού για να μην κοιτάζουμε την άβυσσο».

Στην βιογραφία του καθηγητή Ντιέγκο ντε Ενρίκες (1909-1974) -πέθανε μέσα στις φλόγες από αιτία που ποτέ δεν διαλευκάνθηκε, εξου και ο φάκελλος της δίκης μπήκε στο αρχείο-και στην μανία του να δημιουργήσει ένα Μουσείο Πολέμου, το οποίο θα λειτουργήσει επικοινωνιακά υπέρ τού μηνύματος της ειρήνης, αξιοποιεί στο δεύτερο μυθιστόρημά του που είχαμε την χαρά να μάς το παρουσιάσει. Η «Υπόθεση Αρχείου» είναι ένα σκοτεινό βιβλίο για τα όρια της ταυτότητας, του πολέμου, της ειρήνης, γεμάτο αίμα και πτώματα, καταθλιπτικά σκιαγμένο από τα χιλιάδες θύματα του κρεματόριου Ριζιέρα ντι Σαν Σάμπα.

«’Ηθελα τα ίδια τα όπλα να αφηγηθούν την ιστορία: να πουν σκότωσα και σκοτώθηκα. Η λογοτεχνία αποπειράται να καταλάβει πως οι άνθρωποι βίωσαν την Ιστορία. Κι αυτό δεν είναι δικό μου, το έχει πει  ο Αλεσάντρο Μαντσόνι. Στη Ριζιέρα ο Μινώταυρος βρισκόταν στο κέντρο του λαβυρίνθου, αλλά μετά τον πόλεμο, κανείς δεν μιλούσε για αυτόν. Ούτε ακόμη και οι αντιστασιακοί. Ο Ενρίκες όμως είχε καταγράψει τα ονόματα των καταδοτών που είχαν αποτυπώσει πάνω στους τοίχους της φυλακής οι κατάδικοι. Αυτοί οι τοίχοι πρέπει να γνωρίζετε ότι ασβεστώθηκαν και τα αυτά τα γραπτά αποτυπώματα εξαφανίστηκαν».  Δύο παράλληλοι μυθιστορηματικοί μίτοι που συναντώνται στη βία, στην παράλογη βία, η οποία δεν έχει την ταυτότητα τών καλών ή τών κακών. Ο Κλάουντο Μάγκρις επιμένει ότι το μυθιστόρημά του να μην χωρίζει μανιχαϊστικά τα δρώντα υποκείμενα της ιστορίας του.

                                     Η συγγραφή είναι ένα εφεύρημα

Πώς όμως διαχείριζεται ο συγγραφέας την πραγματικότητα και πώς την μεταγγίζει στην περιβάλλον τής μυθοπλασίας; «Κάθε εφεύρημα, σπουδαίο ή ταπεινό, -και τέτοιο εφεύρημα είναι η συγγραφή-, τρέφεται με πράγματα που έχουν πραγματικά υπάρξει, τα οποία η ζωή-πάντα τρομερά πρωτότυπη, έγραφε ο Σβέβο-φέρνει απροσδόκητα στα χέρια μας. Το εφεύρημα, η fiction, τρέφεται αναπόφευκτα, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο, με την αλήθεια που ο Μαρκ Τουέιν όριζε ως πιο παράξενη, πιο φανταστική από κάθε μυθοπλασία».

Θέλοντας να κλείσει ανακεφαλαιωτικά, αλλά και προκλητικά αναφορικά με τη διαδικασία της γραφής, αποδέχτηκε ότι «ότι πρέπει να ρίχνεισαι μέσα στο κυκεώνα της κατακερματισμένης ιστορίας, σε μία κατάσταση χάους και αταξίας. Μην ξεχνάτε ότι όλα τα αριστουργήματα σού μεταδίδουν ένα αίσθημα ναυαγίου, χωρίς αυτό τον προσανατολισμό, αυτό το αίσθημα αποτυχίας, δεν θα είχαν δημιουργηθεί».