ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΩΝ 2018

Επίθεση ενάντια στον πρόεδρο Τραμπ από ένα οργισμένο Σπάικ Λι

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Επίθεση ενάντια στον πρέοδρο Μπους, χαρακτηρίζοντάς, αρκετές μάλιστα φορές, τον motherf…..r («αυτός που είναι στο Λευκό Οίκο, δεν θέλω να πω το όνομά του», είπε σε κάποια στιγμή) έκανε ένας εξοργισμένος Σπάικ Λι στην πρωινή συνέντευξη τύπου που έδωσε με αφορμή την προβολή της ταινίας του «Blackkklansman», που προβλήθηκε, εκτός συναγωνισμού, στο 71ο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών. Η ταινία παρουσιάζει μια φαινομενικά εξωφρενική ιστορία, βασισμένη σε βιβλίο του βασικού της ήρωα, ιστορία που παρουσιάζει ένα μαύρο (!) αστυνομικό να καταφέρνει, μ’ ένα ιδιαίτερα έξυπνο και απολαυστικό κόλπο, να διεισδύσει στην Κου-Κλουξ-Κλαν, στο Κολοράντο της Αμερικής στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στην περίοδο δηλαδή του πολέμου του Βιετνάμ. Την ταινία, ο Λι την εμπνεύστηκε, όπως ανάφερε, με αφορμή τα γεγονότα στο Σάρλοτσβιλ τον Αύγουστο του 2017, όταν ένα αυτοκίνητο που οδηγούσε ακροδεξιός εισέβαλε στην ειρηνική αντιρατσιστική διαδήλωση, σκοτώνοντας την 32χρονη Χέδερ Χέιερ (την ταινία του την αφιερώνει σ’ αυτήν) και τραυματίζοντας τουλάχιστο άλλους 19. Η ταινία μου είνμαι κραυγή για να ξυπνήσουμε»», πρόσθεσε ο Λι, καταχειροκρτούμενος από τους παρόντες δημοσιογράφους.

«Δόθηκε η ευκαιρία σ’ αυτόν τον motherf….r να καταδικάσει αυτούς τους ρατσιστές και ακροδεξιούς, κι ο motherf……r δεν είχε τα κότσια να καταδικάσει την πράξη τους και να πει όχι μόνο στην Αμερική αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο ότι αυτή δεν είναι η αληθινή Αμερική… Όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιουργήθηκαν με βάση τη γενοκτονία και τη δουλεία… Προσβλέπουμε στους ηγέτες μας να ηγηθούν, να μας δώσουν ηθικές κατευθύνσεις, όλες αυτές όμως οι ακροδεξιές μαλακίες που συμβαίνουν όχι μόνο στην Αμερική αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο δε πρέπει να μας αφήσουν να σιωπάμε, ζούμε όλοι σ’ αυτό τον πλανήτη… κι αυτός ο motherfucker έχει ένα πυρηνικό κώδικα και δεν ξέρουμε τι γίνεται με αυτούς τους τύπους στην Κορέα και στη Ρωσία… Η ταινία μου είνμαι κραυγή για να ξυπνήσουμε»», πρόσθεσε ο Λι, καταχειροκρτούμενος από τους παρόντες δημοσιογράφους.

Η ταινία του Λι ξεκινάει με το εύρημα του μαύρου αστυνομικού Ρον Στόλγουερθ (Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον) να προτείνει τη διείσδυσή του στα ενδότερα της Κλαν, μέσω ενός λευκού σωσία, του Φλιπ Ζίμερμαν (Άνταμ Ντράιβερ), ενώ ο ίδιος μιλά τηλεφωνικά με τον αρχηγό της συμμορίας, πείθοντάς τον πως είναι λευκός. Στόχος του είναι να ξεσκεπάσει την όλη επικίνδυνη δράση των ακροδεξιών συμμοριών που κρύβονται πίσω από την Κου-Κλουξ-Κλαν και να αποκαλύψει τα σχέδια της Κλαν για τρομοκρατικές πράξεις. Σχέδιο που η τοπική ομάδα της Κλαν αρχίζει να ετοιμάζει για να εξοντώσει τον μαύρο επισκέπτη Στόουκι Καρμάικ, που ξεσηκώνει τη μαύρη φοιτητική κοινότητα του Κολοράντο και τη νεαρή, στο στιλ της Άντζελα Ντέιβις, πρόεδρο των μαύρων φοιτητών.

Με βάση το βιβλίο του Ρον Στόλγουερθ, και με ένα καλογραμμένο, με ξεκάθαρη πολιτική θέση, σενάριο, και με ένα ωραίο ρυθμό, ο Λι παρουσιάζει τη φαινομενική παράλογη αυτή εξέλιξη μέσα από φανταστικές, δοσμένες με σασπένς αλλά και (συχνά μαύρο) χιούμορ, σκηνές – από τις καλύτερες σκηνές αναφέρω εκείνες με τον μαύρο Στόλγουερθ να συνομιλεί με τον αρχηγό της Κλαν και να τον πείθει βρίζοντας μαύρους, Εβραίους και κομουνιστές), τελειώνοντας την ταινία του με επίκαιρα από πρόσφατες συγκρούσεις της αστυνομίας τόσο με μαύρους όσο και με διαδηλωτές των αντιρατσιστικών εκδηλώσεων (μαζί κι εκείνης του Σάρλοτσβιλ), για να δείξει πως αυτά που συνέβαιναν στην Αμερική στην περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ δεν έχουν σταματήσει και πως σήμερα, με την πολιτική του Τραμπ, τα πράγματα χειροτερεύουν.

 

Σε μια άλλη μορφή του Αντίχριστου επιστρέφει ο, μέχρι πρόσφατα «ανεπιθύμητο πρόσωπο» («persona non grata») για τις Κάνες, Δανός σκηνοθέτης Λαρς φον Τρίερ στην ταινία του «Το σπίτι που έκτισε ο Τζακ». Πρόκειται για την ιστορία του Τζακ (με τον Ματ Ντίλον να δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία), ένα κατα συρροήν δολοφόνο, που τον βλέπουμε να αφηγείται έξι επεισόδια/φόνους από την αιματοβαμμένη «καριέρα» του ως σίριαλ κίλερ. Παράλληλά με τον τίτλο της ταινίας, που αναφέρεται στο γνωστό αγγλικό παιδικό τραγούδι που ξεκινάει από μια γάτα που σκότωσε ένα ποντίκι κι ύστερα ένα σκύλο που σκότωσε τη γάτα και πάει λέγοντας…  (με τον κάθε στίχο να τελειώνει με τη φράση «αυτό είναι το σπίτι που έκτισε ο Τζακ»), ο δολοφόνος του Τρίερ γίνεται δολοφόνος αρχικά τυχαία, εξαιτίας μιας επίμονης, εκνευριστικής γυναίκας, που του ζητάει να τη μεταφέρει με το αυτοκίνητό του.

Ο Τζακ αφηγείται τους έξι από τους 60 περίπου φόνους του σε έξι κεφάλαια της ταινίας, σ’ ένα αρχικά αόρατο πρόσωπο (με τη φωνή του ηθοποιού Μπρούνο Γκανζ), με τους φόνους, βασικά γυναικών (ανάμεσά τους και μια ηλίθια γυναίκα που ερμηνεύει η Ούμα Θέρμαν), να παρουσιάζονται ολοένα και πιο άγριοι (ανάμεσά του και οι φόνοι δυο μικρών παιδιών και ο διαμελισμός του στήθους μιας γυναίκας) σε μια ατμόσφαιρα που σταδιακά γίνεται και πιο εφιαλτική, ενώ παράλληλα ο Τζακ συζητά για την τέχνη (ο ίδιος είναι μηχανικός αν και ήθελε να γίνει αρχιτέκτοντας) και το σπίτι που άρχισε να χτίζει και που κάθε φορά, ανικανοποίητος από τα υλικά, τον βλέπουμε να το διαλύει. Για να φτάσουμε στο τελευταίο επεισόδιο, «επίλογο-κατάδυση», όπως το αποκαλεί, όπου ο Γκανζ εμφανίζεται με το όνομα Βερτζ (δηλαδή Βέρτζιλ, με άλλα λόγια Βιργίλιος), και συγγραφέας της «Αινειάδας», που οδηγεί τον Τζακ μέσα από υπονόμους και σπηλιές, απ’ όπου κυλάει καυτή λάβα, σκηνές που μοιάζουν να βγήκαν από την Αποκάλυψη, με εικόνες γενικά που φέρνουν στο νου την κόλαση ζωγραφισμένη από τον Ιερώνυμο Μπος. Πίσω από την ιστορία του Τζακ ο Τρίερ θέλησε να κάνει ένα σχόλιο πάνω σττο βασανιστικό κόσμο του καλλιτέχνη, τις φριχτές συχνά μορφές που αναπαράγει με τη φαντασία του για να φτάσει στην αναζητούμενη κάθαρση (εξ ου και η «κατάβαση» στο φινάλε). Ταυτόχρονα, φτιάχνει και μιαν αλληγορία πάνω στο σύγχρονο άνθρωπο μιας κατακερματισμένης κοινωνίας (ο Χίτλερ και το ‘Αουσβιτς έχουν την τιμητική τους θέση)  που κτίζει το σπίτι του όχι πάνω στην αγάπη και την κατανόηση αλλά στο μίσος και το φόνο.

Από την Ιαπωνία μας ήρθε η νέα έκπληξη του φετινού φεστιβάλ των Κανών, με την ταινία «Κλέφτες καταστημάτων» του Χιροκάζου Κόρε-Έντα (Βραβείο της Επιτροπής του φεστιβάλ Κανών το 2013 για την ταινία του «Το μήλο κάτω από τη μηλιά»), που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της εκδήλωσης. Ταινία γύρω από μια οικογένεια που ζει από μικροκλοπές καταστημάτων και η οποία αποφασίζει να αναλάβει τη φροντίδα ενός μικρού  κοριτσιού που κακοποιούν οι γονείς του.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χιροκάζου Κόρε-Έντα καταπιάνεται με την οικογένεια, ιδιαίτερα με τις σχέσεις πατέρα-γιου, φτάνει ν’ αναφέρω τα δυο πιο πρόσφατα παραδείγματα, το «Μετά την καταιγίδα» (2016 – που προβλήθηκε στο «Ενα κάποιο βλέμμα» των Κανών) και «Το μήλο κάτω από τη μηλιά» («Like Father Like Son»). Στο επίκεντρο, τη φορά αυτή μια  πολύ φτωχή οικογένεια με τα δυο παιδιά που έχουν κλέψει, παρίες που ζούν στις παρυφές της πόλης, με τον πατέρα να κλέβει, με τη βοήθεια του νεαρού γιου του, τα αναγκαία για τη διατροφή της οικογένειας (ανάμεσά τους και της γιαγιάς που την κρατάνε γιατί τους βοηθά να ζουν από τη σύνταξή της). Κάποια στιγμή, το δίδυμο των κλεφτών, επιστρέφοντας ένα κρύο βράδυ στο σπίτι, βλέπουν μέσα από τη χαραμάδα ενός σπιτιού ένα ολομόναχο μικρό κοριτσάκι  που κλαίει. Το πέρνουν στο σπίτι τους, το ταΐζουν, το φροντίζουν και όταν ανακαλύπτουν πως το κοριτσάκι, από κακοποίηση των γονιών του, είναι γεμάτο πληγές στο σώμα, αποφασίζουν να το κρατήσουν.

Ο Χιροκάζου έφτιαξε μιαν από τις καλύτερες ταινίες του, με την κάμερά του να παρακολουθεί (συχνά σε ωραία τράβελινγκ) και να καταγράφει, με τρυφερότητα αλλά και χιούμορ, τις καθημερινές «αποδράσεις» του τρίδυμου (στο δίδυμο των κλεφτών προστίθεται και η μικρή) αλλά και τις σχέσεις στο σπίτι, σχέσεις που δείχνουν πως πίσω από τις μικροκλοπές υπάρχουν άτομα με αισθήματα και που νοιάζονται ο ένας για τον άλλο, ακόμη κι όταν η αστυνομία επεμβαίνει για να διαλύσει το οικογενειακό αυτό «σχέδιο επιβίωσης» – ανάμεσα στις καλύτερες σκηνές αναφέρω εκείνη με το αγόρι να κάνει βόλτες στους δρόμους και τα μαγαζιά με τη μικρή «προστατευόμενή» του, ή εκείνη με τον πατέρα να παίζει στην αυλή με το γιο, ύστερα από μια συζήτηση όπου του αποκαλύπτει πως τον περιμένει κάποτε να τον αποκαλέσει «μπαμπά», με την κάμερα να τους παρακολουθεί από ψηλά, σκηνές που παραπέμπουν σε ιαπωνικές κλασικές ταινίες τοσο του Γιασουτζίρο Όζου και του Μίκιο Ναρούζε όσο και εκείνες του Βρετανού Κεν Λόουτς, τον οποίο, όπως μου αποκάλυψε σε συνέντευξη που μου έδωσε, τον εκτιμά ιδιαίτερα, χάρη στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσει τη σκηνοθεσία του και την κοινωνική κριτική που χρησιμοποιεί στις ταινίες του.

Στο εκτός διαγωνισμού πρόγραμμα είδαμε και μια ταινία ντοκιμαντέρ γύρω από τον Πάπα Φραγκίσκο, με τον τίτλο «Ο πάπας Φραγκίσκος: άνθρωπος που κρατάει το λόγο του», σκηνοθετημένο από τον διάσημο Γερμανό δημιουργό Βιμ Βέντερς, βραβευμένο το 1984 με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών για την ταινία του, «Παρίσι, Τέξας». Ο Βέντερς ο οποίος ήδη είχε καταπιαστεί παλιότερα με το είδος, σe ταινίες όπως «Buena Vista Social Club, Ωδή στην Κολωνία», «Πίνα Μπάους», «Το αλάτι της γής» και άλλες, ξέρει να κινηματογραφεί με τον καλύτερο τρόπο και να συνδυάζει τη συνέντευξη που του έδωσε ο πάπας με σκηνές τόσο των χιλιάδων πιστών ανά τον κόσμο που τον υποδέχονται με ζητοκραυγές όσο και με σκηνές χαρακτηρηστικές της επικίνδυνης κατάστασης του πλανήτη (από καταστροφές του περιβάλλοντος μέχρι εκείνες της φύσης)μ που δίνουν στον Ποντίφικα τροφή για να αναπτύξει τις ιδέες του, ιδέες που αντλεί, όπως ο ίδιος αναφέρει, από τη ζωή και το έργο του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, που το όνομά του επέλεξε ο Αργεντινός ιερέας Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο όταν ανακυρήχθηκε πάπας το 2013.

Βέβαια, η αντιμετώπισή του είναι αγιογραφική, αποφεύγοντας να διεισδύσει στον ίδιο τον άνθρωπο και τη ζωή του, ιδιαίτερα πριν ανακυρηχθεί πάπας, προτιμώντας να περιοριστεί σε ύμνο του Ποντίφικα και της επίδρασής του στους πιστούς ανά τον κόσμο. ‘Υμνος που βγαίνει μέσα από τις επισκέψεις του σε σχολεία, σε φυλακές, σε νοσοκομεία παίδων, στον ΟΗΕ, σε χώρες της Λατινικής Αμερικής αλλά και σε αφρικανικές χώρες, ακόμη και σε καταυλισμό μεταναστών σε ελληνικό νησί, αλλά και μέσα από τη συνέντευξη που έδωσε στον Βέντερς (και που ο σκηνοθέτης εναλλάσει έντεχνα μέσα από διάφορες άλλες σκηνές), και από τα οποία μαθαίνουμε για τις θέσεις του πάπα σχετικά με την καταστροφή του περιβάλλοντος, την επικίνδυνη εξάπλωση της φτώχιας («ο φτωχότερος, ο φτωχότερος, ο φτωχότερος από όλους είναι ο ίδιος ο πλανήτης, όπως τον καταντήσαμε», λέει), αλλά και τα αδιέξοδα των άνεργων νέων, ενώ παίρνει θέση για την παιδεραστία των κληρικών (η πράξη τους είναι χειρεότερη και από έγκλημα, τονίζει, και πρέπει να τιμωρούνται με τον πιο αυστηρό τρόπο) καθώς και για τα ναρκωτικά (στα οποία στρέφεται η απογοητευμένη, χωρίς δουλειά ή μέλλον, νεολαία, όπως σημειώνει) και την ομοφυλοφιλία («δεν πρέπέι να περιθωριοποιούνται, πρέπει να εντάσσονται στην κοινωνία», αναφέρει και διερωτάται, «ποιος είμαι εγώ για να τους κρίνω:»).