ΚΑΝΕΣ 2018

 

Συγκλονίζουν ένα 12χρονο αγόρι από τη Συρία και μια γυναίκα από το Κιργκίς

 

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

Ενώ αύριο βράδυ αναμένεται η τελετή λήξης και η απονομή του Χρυσού Φοίνικα και των άλλων βραβείων του διαγωνιστικού τμήματος του 71ου φεστιβάλ των Κανών, σήμερα ανακοινώθηκαν τα βραβεία του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα». Στη νορβηγική ταινία «Σύνορο» του Ιρανού σκηνοθέτη (που ζει στη Νορβηγία) Αλί Αμπάσι, που συνδυάζει τα στοιχεία φαντασίας με τον κοινωνικό ρεαλισμό απένειμε το βραβείο καλύτερης ταινίας του τμήματος αυτού, η κριτική επιτροπή με πρόεδρο τον αμερικανο-πορτορικανό ηθοποιό Μπενίσιο Ντελ Τόρο. Στην ταινία «Ντόμπας» του Σεργκέι Λοζνίτσα απονεμήθηκε το βραβείο σκηνοθεσίας, ενώ το βραβείο σεναρίου κέρδισε η Μέριεμ Μπενμπάρεκ για την ταινία της, «Σοφία».

Στις πιο φτωχικές συνοικίες του Λιβάνου στρέφεται η ηθοποιός/σκηνοθέτρια Ναντίν Λαμπακί στην ταινία της «Καπερναούμ» για να καταγράψει την κατάσταση των μικρών παιδιών που τα ερκμεταλλεύονται οι γονείς τους. Εμπνευσμένη από την ιστορία ενός παιδιού που αποφάσισε να κινήσει αγωγή ενάντια στους γονείς της γιατί το γέννησαν, η ταινία στρέφεται γύρω από τις βασανιστικές περιπέτειες του Ζαϊν, ενός 12χρονου αγοριού που, εξαιτίας της φτώχειας τους, οι γονείς τους δεν μπόρεσαν καν να δηλω΄σουν τη γέννησή του, με αποτέλεσμα ο Ζαϊν να μη μπορεί να αποκτήσει δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο ή να πάει σχολείο.

 

Για να βοηθήσει τους γονείς του, τρέχει καθημερινά πάνω κάτω, σε ήλιο και σε βροχή, κουβαλώντας τρόφιμα για ένα μπακάλη. Οταν όμως, οι γονείς του αποφασίζουν να «πουλήσουν» τη μικρή, ανήλικη αδερφή του στον μπακάλη για να την παντρευτεί, ο μικρός δραπετεύει και φτάνει σε μια παραλιακή πόλη προσπαθώντας να ζήσει μόνος του. Εκεί θα γνωρίσει τη Ραχίλ, μια παράνομη μετανάστρια από την Αιθιοπία που θα του προσφέρει στέγη με αντίτιμο να προσέχει τον μικρό, ενός χρόνου, γιο της, ενώ εκείνη προσπαθεί να μαζέψει τα απαιτούμενα χρήματα για να μπορέσει να αγοράσει το «εισιτήριό» της για την Ευρώπη.

 

Σίγουρα πρόκειται για ένα μελόδραμα που θα συγκινήσει το θεατή και που θα του θυμίσει τόσο ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού όσο και ταινίες του Ινδού σκηνοθέτη Σατιαζίτ Ράι καθώς και το πολύ γνωστό αγγλικό «Slumdog Millionaire» του Ντάνι Μπόιλ. Εκείνο που ξεχωρίζει στην ταινία της Λαμπακί είναι η ειλικρίνεια και το πάθος, αλλά και η τρυφερότητα και το χιούμορ με το οποίο αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες της, ιδιαίτερα τον μικρό Ζαϊν (κι ο ερασιτέχνης Ζαϊν Αλ Ραφέα, που τον υποδύεται είναι πράγματι εκπληκτικός και θα μπορούσε άνετα να πάρει βραβείο ερμηνείας). Όλα στοιχεία που, εκτός που τους θεατές, σίγουρα θα συγκινήσουν και τα μέλη της κριτικής επιτροπής, ιδιαίτερα μάλιστα όταν σκηνοθέτης είναι γυναίκα, γεγονός που ίσψως βοηθήσει να της απονεμηθεί κάποιο βραβείο από την πρόεδρο της επιτροπής Κέιτ Μπλάνσετ και τα μέλη της.

Την οδύσσεια στην παγωμένη Μόσχα μιας γυναίκας από το Κιργκίς παρουσιάζει στη συγκλονιστική, βουτηγμένη σε γκρίζα χρώματα, ταινία του, «Άϊκα», ο Καζάκος σκηνοθέτης Σεργκέι Ντβορτσεβόι, που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Η Άϊκα, έχοντας «δραπετεύσει» από το νοσοκομείο όπου έχει γεννήσει το παιδί της, αρχίζει να τρέχει κυριολεκτικά, με την κάμερα να την ακολουθεί σε συνεχή εκπληκτικά τράβελινγκ, στους παγωμένους δρόμους μιας Μόσχας που έχει κυριολεκτικά πνιγεί από το πολύ χιόνι, για να βρει τα απαιτούμενα χρήματα για να ξεχρεώσει το χρέος που οφείλει στην τοπική μαφία. Τρέξιμο για να επιστρέψει πίσω στην προσωρινή δουλειά της καθαρίζοντας πουλερικά σε ένα απόμερο εργοστάσιο έξω από τη Μόσχα, από την οποία τελικά δεν πληρώνεται (ο υπεύθυνος ξεγελάει όλες τις εκεί εργάτριες και εξαφανίζεται), να προσπαθήσει να ξαναβρει την προηγούμενη δουλειά της (χωρίς όμως να τα καταφέρει μια και τη δουλειά έχει ήδη πιάσει μια άλλη συνάδελφος) ή να βρει δουλειά έστω κάπου αλλού.

 

Θύμα μιας αδίστασκτης μαφίας, η Άϊκα τρέχει, σχεδόν μισοπεθαμένη, χωρίς χαρτιά, κινδυνεύοντας να απελαθεί (όπως και άλλες παρόμοιες γυναίκες), όλο αγωνία και αιμορραγώντας μετά τη γέννα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να βγάλει με διάφορους τρόπους το γάλα που την πνίγει στο στήθος, σταματά κάθε τόσο να πάρει ανάσα στο άθλιο δωμάτιο που μοιράζεται με άλλες γυναίκες, κι αν τελικά βρει δουλειά σ’ ένα κτηνίατρο, αυτή θα είναι απλά για να αντικαταστήσει για ένα τριήμερο μιαν άλλη γυναίκα, τη μόνη που της δείχνει κάποια συμπάθεια και τη βοηθά.

 

Ιδιαίτερα σημαντικές είναι δυο σκηνές της ταινίας: εκείνη της αρχής, με τα τέσσερα νεογέννητα σε γκρο πλάνο, να σέρνονται σ’ ένα καρότσι στους διαδρόμους του νοσοκομείου, και η δεύτερη, όταν ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνει προς το φινάλε, αντικαθιστώντας την, αυτή τη φορά, με τα τρία σκυλάκια που βυζαίνουν από ένα τραυματισμένο σκυλί, στο κτηνιατρείο όπου εργάζεται προσωρινά η Άϊκα – δυο ωραίες, τρυφερές, δοσμένες ταυτόχρονα με μια λεπτή ειρωνεία, σκηνές, σχόλιο πάνω στη ζωή που μόλις αρχίζει για να καταλήξει  πάνω στπ άγχος και το θάνατο. Ο Ντβορτσεβόι αφηγείται το δράμα αυτό της γυναίκας στη μιάμιση ώρα που διαρκεί η ταινία του, χρησιμοποιώντας ένα ξέφρενο ρυθμό, για να αναπλάσει όσο το δυνατό πιο ρεαλιστικά, με μελανά χρώματα, την αγωνία, τους φόβους, τον πόνο και την απογοήτευση της αντι-ηρωίδας του, στην παγωμένη Μόσχα, το ίδιο ψυχρή όσο και οι αδιάφροι, αποξενωμένοι άνθρωποί της – έμμεσο πολιτικό σχόλιο πάνω στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους «παρείσακτους», αυτούς που κάποτε αποτελούσαν συμπατριώτεςε στις διάφορες δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης! Πριν κλείσω, αξίζει να αναφέρω την εξαιρετική ερμηνεία της Σαμάλ Γεσλιάμοβα, που σίγουρα θα είναι ανάμεσα στα φαβορί για το βραβείο ερμηνείας.