ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΩΝ 2018

Στα φαβορί για Χρυσό Φοίνικα ο Τζαφάρ Πανάχι

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Παρά τον «κατ’ οίκον περιορισμό» και την απαγόρευση να γυρίζει ταινίες, που του έχει επιβληθεί από τις ιρανικές αρχές εδώ και αρκετά χρόνια, ο σκηνοθέτης Τζαφάρ Πανάχι δεν έπαψε να γυρίζει εξαιρετικές ταινίες που μας δίνεται η ευκαιρία να βλέπουμε σε διεθνή φεστιβάλ.

Έτσι, μετά τις ταινίες του  ταινίες, «Αυτή δεν είναι ταινία», «Κλειστή κουρτίνα» και το βραβευμένο το 2015 με τη Χρυσή Άρκτο του Βερολίνου «Ταξί της Τεχεράνης», σήμερα, στο διαγωνιστικό τμήμα του 71ου φεστιβάλ των Κανών, είδαμε τη νέα του ταινία, τη συναρπαστική, προσωπικά πιστεύω φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα ή ένα από τα μεγάλα βραβεία της φετινής εκδήλωσης, «Τρία πρόσωπα».

Ταινία εμπνευσμένη από μυνήματα στα κοινωνικά δίκτυα που κάθε τόσο του στέλνονται από νέους ανθρώπους που θέλουν να κάνουν καριέρα στον κινηματογράφο, αλλά και από μια είδηση εφημερίδας για αυτοκτονία νεαρής, όπως αναφέρει σε σημείωμά του, στο πρόγραμμα, ο ίδιος ο Πανάχι. Τα τρία πρόσωπα της ταινίας είναι τρεις διαφορετικές γυναίκες, η Μαρζίγιε, μια νεαρή που θέλει να γίνει ηθοποιός και η οποία στέλνει μέσω κινητού ένα βίντεο της αυτοκτονίας της, η διάσημη σήμερα από ταινίες και τηλεοπτικές σειρές ηθοποιός Μπενάζ Τζαφάρι, την οποία η Μαρζίγιε προσπαθούσε χωρίς επιτυχία να προσεγγίσει και μια παλιότερη ηθοποιός, η Σαρζάτ, διάσημη στην περίοδο πριν από την ισλαμική επανάσταση, σταρ, η οποία έχει αποκλειστεί από εργασία και που έχει στραφεί στη ζωγραφική και την ποίηση, ζώντας  απομονωμένη στο ;απομακρυσμένο στα βουνά χωριό που επισκέπτονται ο σκηνοθέτης και η συνοδός του, ηθοποιός.

 

Η ταινία παρακολουθεί τον σκηνοθέτη Τζαφάρ Πανάχι στο αυτοκίνητό του, μαζί με την ηθοποιό Τζαφάρι, στο ταξίδι για να μάθουν την αλήθεια (αν πράγματι το κορίτσι αυτοκτόνησε) για την κοπέλα που έστειλε το βίντεο της αυτοκτονίας της. Πρόκειται για ένα είδος ρόουντ-μούβι, δοσμένο, στο πρώτο ιδιαίτερα μέρος, με τον σκηνοθέτη να χρησιμοποιεί και στοιχεία θρίλερ, στην προσπάθεια του «δίδυμου» Τζαφάρι-Πανάχι που ψάχνει να βρει την εξαφανισμένη Μαρζίγιε. Ενα ταξίδι που θα φέρει τα δυο πρόσωπα σε επαφή με τους απλούς ανθρώπους της επαρχίας και τους κανόνες και τις συχνά ξεπερασμένες, συντηρητικές παραδόσεις τους, που, όπως ανακαλύπτουμε, περιορίζουν το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία (γι’ αυτούς οι οι γυναίκες ηθοποιοί αντιμετωπίζονται ως πρόσωπα «εύκολα»). Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνοπυθμε με μια ταινία που, μέσα από την ιστορία της αναζήτησης της εξαφναισμένης νεαρής, ο Πανάχι βρίσκει τον τρόπο να μας μιλήσει για το σύγχρονο Ιράν και την κατάσταση της γυναίκας (και όχι μόνο).

Εκείνο που πέτυχε πάνω απ’ όλα ο Πανάχι είναι να φτιάξει μια βαθυστόχαστη ταινία γεμάτη ειλικρίνεια, ανθρωπιά και τρυφερότητα τόσο για τον άνθρωπο, όσο και για την ίδια τη χώρα του. Η επαφή του σκηνοθέτη στην ταινία και της ηθοποιού του με τους απλούς, συχνά προκαταλειμμένους, ανθρώπους του χωριού, δεν φέρνει απλώς στην επιφάνεια τα προβλήματά τους αλλά και δίνει την ευκαιρία αλληλοκατανόησης, είτε με πρόσωπα συντηρητικά (οι συγχωριανοί της εξαφανισμένης νεαρής, μαζί και ο εξοργισμένος αδερφός της, που τη θεωρούν «άμυαλη» επειδή σπούδασε στo Ωδείο) είτε με πρόσωπα έτοιμα να δεχτούν μιαν αλλαγή στην αντιμετώπιση των προβλημάτων (η μητέρα και ο πατέρας της νεαρής).

 

Επαφές και σχέσεις που ο Πανάχι καταγράφει με λιτότητα, συχνά με χιούμορ (παράδειγμα οι σκηνές με το κλάξον του αυτοκινήτου ως ειδοποίηση για να μπορέσει το αυτοκίνητο να διασχίσει το στενό δρόμο που οδηγεί στο χωριό, θέμα που επαναφέρει, πολύ όμορφα, και στο φινάλε της ταινίας), με απλά πλάνα, με την κάμερα να τοποθετεί τα πρόσωπα στους χώρους και το περιβάλλον, θυμίζοντας τον Αμπάς Κιαροστάμι του «Close-Up» και της «Γεύσης του κερασιού» (πολύ ωραία και «κιαροσταμική» η σκηνή του φινάλε, με τις ωραίες, αναπάντεχες, εναλλαγές, που δίνουν μια ποιητική πνοή στην ταινία). Βλέποντας τα «Τρία πρόσωπα» αισθάνεσαι ακριβώς τη δύναμη και την ομορφιά του αληθινού κινηματογράφου, ενός κινηματογράφου με ρεαλιστικές ρίζες, που, από την εποχή του ιταλικού νεορεαλισμού και του βρετανικού «φρι-σίνεμα», δεν έπαψε να μας μιλά με αγάπη, στοργή και τρυφερότητα για τον άνθρωπο και την κοινωνική του κατάσταση, πάντα με τρόπους εκπληκτικούς, από τους οποίους δεν λείπει και η ποίηση.

Απογοήτευσε, δυστυχώς η γαλλική συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα «Τα κορίτσια του ήλιου» της Εύας Ισόν. Βασισμένη στην αληθινή ιστορία μιας ομάδας Κούρδων γυναικών μαχητών που αγωνίζονται,  στην περίοδο του 2014, ενάντια στους στρατιώτες της ISIS, για να επανακτήσουν χαμένα εδάφη στη Συρία, η ταινία παρακολουθεί τα γεγονότα μέσα από μια Γαλλίδα, πληγωμένη στο ένα μάτι, δημοσιογράφο (Εμανουέλ Μπερκό), που ακολουθεί από κοντά την αρχηγό της ομάδας των γυναικών (Γκολσίφτε Φαραχάνι).

Η Ισόν θέλησε να δώσει μια όσο το δυνατό μεγαλύτερη εικόνα του αγώνα των γυναικών αυτών (γυναικών που είχαν στο παρελθόν απαχθεί, βιαστεί ή και πουληθεί ως σκλάβες από τους φανατικούς ισλαμιστές), το σενάριό της όμως περιέχει πολλές αδυναμίες και αφέλειες, με αρκετά στοιχεία να αντιμετωπίζονται μελοδραματικά. Υπάρχουν πάντως, πρέπει να πω, και κάποιες στιγμές στην ταινία, που η σκηνοθέτρια καταφέρνει να συλλάβει κάτι από το αγωνιστικό πάθος και την ορμή των γυναικών αυτών, που με σύνθημα «Γυναίκες, Ζωή, Ελευθερία», αγωνίστηκαν για να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία τους αλλά και να αλλάξουν τις υπάρχουσες, αντιδραστικές απόψεις για το ρόλο της γυναίκας – ενδιαφέρον είναι, σημειώνω, ο φόβος των ισλαμιστών, που, όπως μαθαίνουμε, πιστεύουν πως αν σκοτωθούν από γυναίκα δεν θα πάνε στον παράδεισο.

Αντίθετα, ξεχωριστό ενδιαφέρον είχε η ταινία «Άγγελος» του νέου Αργεντινού σκηνοθέτη Λούις Ορτέγκα, που είδαμε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Η ταινία, βασισμένη κι αυτή σε αληθινή  ιστορία, αφηγείται τα εγκλήματα του Καρλίτο Ρομπλέντο, ενός με αγγελικό πρόσωπο, σέξι σίριαλ-κίλερ, στην Αργεντινή της δεκαετίας του ’70, του πιο διάσημου κατά συρροήν δολοφόνου της Αργεντινής, ο οποίος, όπως μας πληροφόρησε ο σκηνοθέτης, παραμένει ακόμη και σήμερα στη φυλακή, παρόλο που, σύμφωνα με το νόμο της χώρας, μπορούσε να είχε αποφυλακιστεί εδώ και αρκετά χρόνια. Ενώ, ο ίδιος ο Καρλίτο, από τη φυλακή του, όπου βρίσκεται εδώ και περισσότερο από 40 χρόνια, δήλωσε πρόσφατα πως θα ήθελε τον Μάρτιν Σκορσέζε να γυρίσει την ταινία, με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο.

 

Μπορεί ο αμερικανικός κινηματογράφος να μην ενδιαφέρθηκε (ακόμη) για την ιστορία του Καρλίτο, ο Ορτέγκα όμως (που βρήκε συμπαραγωγό στον Πέδρο Αλμοδόβαρ) κατάφερε να φτιάξει μια εικαστικά συναρπαστική ταινία, και, με πρωταγωνιστή τον ελκυστικό νεαρό Λορένζο Φέρο, να δώσει στο δολοφόνο αντι-ήρωά του, την ελκυστική, σεξουαλικά αμφιλεγόμενη μορφή του ξανθού «αγγέλου» που ο τίτλος της προϊδεάζει το θεατή. Ενός αδίστακτου «αγγέλου» που ληστεύει και σκοτώνει με την ίδια ευκολία και αδιαφορία (σκότωσε συνολικά 12 άτομα), χωρίς να αισθάνεται καθόλου τύψεις. Ο Ορτέγκα απέφυγε, πολύ σωστά, να φτιάξει μια βιογραφική ταινία ή να παρουσιάσει μια ψυχολογική μελέτη του πρωταγωνιστή του. Εκείνο που τελικά κατάφερε είναι να μας δώσει μια στιλιζαρισμένη, μπαρόκ (με ωραίο σάνουντ-τρακ) ταινία, που παραπέμπει τόσο στις ταινίες του Τέρενς Μάλικ («Badlands») όσο και σ’ εκείνες του Μάρτιν Σκορσέζε.