ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΩΝ 2018

Περιμένοντας το Χρυσό Φοίνικα…

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μέρα των βραβείων σήμερα, με αρκετά φαβορί να διεκδικούν το Χρυσό Φοίνικα και τα άλλα βραβεία του 71ου φεστιβάλ των Κανών, που θα απονείμει απόψε, στην τελετυή λήξης, η διεθνής κριτική επιτροπή με πρόεδρο την διάσημη Αμερικανίδα ηθοποιό, Κέιτ Μπλάνσετ.

Στα φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα, οι ταινίες «Η στάχτη είναι η πιο αγνή λευκή» του Κινέζου Τζία Τζανγκ-Κε, η τουρκική, «Η άγρια βελανδιά» του Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν, η κορεατική «Burning» («Κάψιμο») του Λι Τσανγκ-Ντονγκ, η ιαπωνική «Κλέφτες καταστημάτων» του Χιροκάζου Κόρε-Έντα, η πολωνική «Ψυχρός πόλεμος» του Πάβελ Παβλικόφσκι και η ιρανική «Τρια πρόσωπα» του Τζαφάρ Πανάχι.

Ενώ, στα «ουτσάιντερ αξίζει να αναφέρω τη λιβανέζικη «Καπερναούμ» της Ναντίν Λαμπακί, την ιταλική «Ευτυχισμένος όπως ο Λάζαρος της Άλις Ρορβάκερ, τη γαλλική «En guerre» του Στεφάν Μπριζέ και τη ρωσική «Καλοκαίρι» του Κίριλ Σερεμπρένικοβ.

Στο μελαγχολικό τοπίο που μας γνώρισε με τις βραβευμένες στις Κάνες ταινίες του, «Χειμερία νάρκη» (Χρυσός Φοίνικας, 2014) και «Κάποτε στην Ανατολία» (Μέγα Βραβείο της επιτροπής, 2011), επιστρέφει με τη νέα του ταινία, «Η άγρια αχλαδιά», ο Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν. Η άγρια αχλαδιά του τίτλου παραπέμπει στο βιβλίο που θέλει να εκδώσει ο Σινάν, ο νεαρός ήρωας της ταινίας, απόφοιτος του παπεπιστημίου, που επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι, στο Τσανακάλε, ένα παραλιακό χωριό του, κοντά στα ερείπια της Τροίας. Επιστροφή στις ρίζες αλλά και επανένωση τον πατέρα του, τη γη, τη φύση κι ένα διαφορετικό, πιο ανθρώπινο, τρόπο ζωής.

Ο Σινάν, που αρχικά βλέπει τη μελλοντική ζωή του στην  επαρχία με απογοήτευση (θα κάνει τη στρατιωτική θητεία του και θα γίνει δάσκαλος, όπως ο πατέρας του, σε κάποιο απόμερο χωριό), ιδιαίτερα όταν ανακαλύπτει πως ο πατέρας του ξοδεύει τα λεφτά του στο τζόγο, περιφέρεται, στην αρχή άσκοπα, στους χώρους, συναντά διάφορα πρόσωπα, μια πρώην συμμαθήτρια, τον παππού και τη γιαγιά του, παλιούς φίλους, με τους οποίους κάνει διάφορες (κάπως μεγάλης διάρκειας αν και πάντα ωραίες και έξυπνες) συζητήσεις και σταδιακά, μέσα από τις επαφές μαζί τους αρχίζει να ανακαλύπτει το μυστικό πίσω από την άγρια αχλαδιά του βιβλίου του (βιβλίο που όταν τελικά καταφέρνει να το εκδώσει, ανακαλύπτει πως κανένας στο χωριό δεν το έχει διαβάσει εκτός από τον πατέρα του), την αξία των βασικών παραδόσεων, της αξιοπρέπειας και της ζωής. Με τον Τσεϊλάν να πετυχαίνει να συνδυάζει, με τρόπο εξαίρετο τη λογοτεχνική πλευρά του έργου του (πλευρά που έχει κάτι από τον Ντοστογιέφσκι και τον Τσέχοφ), με μια το ίδιο εξαίρετη κινηματογραφική προσέγγιση (που δεν απέχει πολύ από εκεινη του δικού μας Αγγελόπουλου) (από κινηματογραφικής προσέγγισης), με ένα λιτό, καλαίσθητο τρόπο, αποσπώντας, όπως πάντα εξαιρετικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του.

Η ζωή στην επαρχία και η μαγική (με πολλές έννοιες) της έλξη είναι και στο επίκεντρο της ιταλικής ταινίας, «Ευτυχισμένος όπως ο Λάζαρος» της Άλις Ρορβάκερ (διαγωνιστικό τμήμα), γύρω από τη σχέση ενός αγαθού επαρχιώτη με έναν αριστοκράτη. Εκείνο που πετυχαίνει πάνω απ’ όλα η σκηνοθέτρια (που μας έδωσε παλιότερα «Τα θαύματα», Μέγα Βραβείο Κανών, 2014) είναι να συνδυάσει τα στοιχεία του ιταλικού νεορεαλισμού (στο νου φέρνει το «Θαύμα στο Μιλάνο» του Ντε Σίκα) με ντοκιμαντεριστικά στοιχεία καθώς και με ένα μαγικό ρεαλισμό (ο Λάζαρος, όπως και ο βιβλικός, επανέρχεται μαγικά στη ζωή μετά από το θάνατό του σε ατύχημα), ρεαλισμό από τον  οποίο δεν λείπει και το χιούμορ (αναφέρω, χαρακτηριστικά, τη σκηνή όπου ο Λάζαρος κλέβει το μουσικό όργανο από τις καλόγριες μιας εκκλησίας).

Ο πόνος και η αναμονή του θανάτου θα μπορούσαν να οδηγούσαν σε μια καταθλιπτική ταινία. Κι όμως, η γνωστή μας ηθοποιός και πρόσφατα σκηνοθέτρια Ελληνοϊταλίδα Βαλέρια Γκολίνο (γνωστή μας ιδιαίτερα από τις ταινίες του Κύπριου σκηνοθέτη Αντρέα Πάντζη), στη δεύτερη σκηνοθεσία της, «Ευφορία», που είδαμε στο τμήμα «Ενα κάποιο βλέμμα» του 71ου φεστιβάλ, αντλεί από το χιούμορ και την ευαισθησία των ταινιών της «κομέντια ιταλιάνα», και ιδιαίτερα από εκείνες των Λουίτζι Κομεντσίνι και Ντίνο Ρίζι, για να αφγηγηθεί τη σχέση δυο αδερφών, του πετυχημένου επαγγελματία (φτιάχνει εντυπωσιακά 3D installations για μουσεία) και ομοφυλόφιλου Ματέο (Ρικάρντο Σκαμάρτσιο) και του μοναχικού, ετοιμοθάνατου Έτορε (Βαλέριο Μασταντρέα), δασκάλου σε επαρχιακή πόλη, που ο Ματέο φέρνει στο πλούσιο, εντυπωσιακό διαμέρισμά του στη Ρώμη όταν πληροφορείται την ανίατη ασθένειά του.

Εκείνο που ενδιαφέρει τη Γκολίνο είναι να καταγράψει με ζεστασιά, σκληρότητα μαζί και τρυφερότητα, αρκετό χιούμορ (όπως την επίσκεψή τους σε μια θαυματουργή Μαντόνα στη Βοσνία) και πολλη ανθρωπιά, χωρίς όμως περιττούς συναισθηματισμούς, τη δύσκολη αρχικά αλλά όμορφη και συγκινητική στο τέλος σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δυο, απομακρυσμένα αρχικά το ένα από το άλλο αδέρφια. Στην επιτυχία της ταινίας συμβάλλουν οι εξαιρετικές ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστούν που δημιουργούν τη «χημεία» που χρειάζεται ανάμεσά τους.