ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΩΝ 2018

Άνευρος ο Χανς Σόλο στο πρίκουελ του «Πολέμου των άστρων»

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Τα franchise των μπλοκ-μπάστερ έχουν σίγουρα σώσει τους Αμερικανούς παραγωγούς. Οταν πρόκειται μάλιστα για μια ταινία, όπως η νέα περιπέτεια στη σειρά της εποποιίας του «Πολέμου των άστρων» αυτή μοιάζει, καθε φορά, σαν την κότα με το χρυσό αυτό.

Αυτό περιμένουν τώρα παραγωγοί και διανομείς με την ταινία «Solo: a Star Wars Story», που σκηνοθέτησε ο Ρον Χάουορντ, ο πρώην ηθοποιός και νυν σκηνοθέτης (ανάμεσά τους και των περιπετειών «Κώδικα ΝταΒίντσι» και «Απόλλων 13»), που είδαμε εκτός συναγωνισμού στο φετινό 71ο φεστιβάλ των Κανών.

Το «πρίκουελ» αυτό, στη θαυμάσια, και αναντικατάστατη τριλογία του Τζορτζ Λούκας, μας παρουσιάζει ένα νεαρό, τινέιτζερ Χαν Σόλο (απλά ικανοποιητικός ο Άλντεν Έρενριτς στο ρόλο του Χάρισον Φορντ), που του δίνεται η ευκαιρία να μας πληροφορήσει πώς απέκτησε το όνομά του, και ο οποίος,  παρέα με το συμπαθητικό εξωγήινο τέρας, Τσιουμπάκα, θα πολεμήσει, στο πλάι μιας θαρραλέας Κίρα (μια πολύ καλή Εμίλια Κλαρκ), κι ένα συμπαθητικό κλέφτη (εξαίρετος στο ρόλο ο Γούντι Χάρελσον), ενάντια στην κακή και άπληστη Αυτοκρατορία και την ακόμη πιο επικίνδυνη Πορφυρή Αυγή (λέτε να είχαν στο νου τους τη Χρυσή Αυγή οι σεναριογράφοι της ταινίας Τζόναθαν και Λόρενς Κάσνταν;).

Τώρα τι να πω; Το σενάριο είναι από τα πιο αδύνατα της σειράς, οι χαρακτήρες παραμένουν όπως στις τελευταίες ταινίες, χάρτινοι, ενώ η δράση (μπόλικη και με εξαιρετικά ειδικά εφέ) αντλεί από όλα τα κλισέ για να αναπτύξει τα διάφορα επεισόδια, που, από τα πρώτα κιόλας πλάνα, χωρίς να φτάνουν στο επίπεδο των επεισοδίων της τριλογίας, δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα. Σίγουρα η ταινία θα ικανοποιήσει το νεανικό κοινό καθώς και τους φανατικούς του είδους, δυστυχώς όμως από την ταινία λείπει εκείνη η αφέλεια, η φεσκάδα και ο ποιητικός οίστρος των πρώτων ταινιών. Πού είσαι, αλήθεια, Χάρισον Φορντ;

Στον Χίτσκοκ, ιδιαίτερα εκείνο του «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων» και της «Ψυχώ» (ακόμη και στη χρήση της μουσικής που συχνά θυμίζει εκείνη του Μπέρναρντ Χέρμαν), αλλά και στον υπόλοιπο  κινηματογράφο, από την εποχή των δεκαετιών του ’20 και ’30 (συνεχής αναφορά γίνεται στην Τζάνετ Γκέινορ της βουβής ταινίας «Έβδομος ουρανός») μέχρι τον πιο πρόσφατων του Τόνι Ρίτσαρντσον και του Πολάνσκι, στρέφεται ο Σκοτσέζος σκηνοθέτης Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ, στην ταινία του «Κάτω από την αργυρή λίμνη», που προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ.

Ο Σαμ (Άντριου Γκάρφιλντ), ο 32χρονος, χωρίς δουλειά, αντι-ήρωάς του, παρακολουθεί από το μπαλκόνι του διαμερίσματός του σε μια φτωχική περιοχή του Λος Αντζελες, τις διάφορες ελκυστικές νεαρές που κάνουν μπάνιο στην πισίνα, μέχρι που η ξαφνική εξαφάνιση της ξανθιάς, μυστηριώδους Σάρα, που μόλις καταφέρνει να γνωρίσει, ανατρέπει τη ζωή του. Η έρευνά του για να την ανακαλύψει θα τον οδηγήσει σε παράξενες, συχνά σουρεαλιστικές περιπέτειες, με σίριαλ κίλερς σκύλων και γυναίκες που βγαίνουν από την Ασημένια Λίμνη (με τις φρικιαστικές ιστορίες της), αναζητώντας ανθρώπινη τροφή, αναζητώντας την εξήγησή τους μέσα από διάφορα περίεργα «σημάδια» σε μοντέρνα τραγούδια και περιοδικά κόμικς, χωρίς όμως ποτέ να ανακαλύπτει τα πραγματικά αίτια (αν και, «Μπορώ να δω ξεκάθαρα τώρα» διαβάζει κάθε τόσο σε μια τεράστια διαφημιστική ταμπέλα).

Παρά το ελκυστικό σασπένς και το αρκετά συναρπαστικό ενδιαφέρον που η ταινία δημιουργεί στο πρώτο μέρος του το νέο-νουάρ του Μίτσελ, στη συνέχεια, δυστυχώς, αρχίζει να πλατιάζει και να στρέφεται σε μεταφυσικές και όχι τόσο πετυχημένες ονειρικές λύσεις, στις οποίες οι δυο ώρες και 20 λεπτά που διαρκεί η ταινία, δεν βοηθούν ιδιαίτερα.