Δεν μπορούσε παρά να γίνει διαφορετικά. Ύστερα από τρεις τρομοκρατικές επιθέσεις – την τελευταία πέρσι τον Ιούλιο στη Νίκαια – ενα φεστιβάλ όπως αυτό των Κανών, με τους σταρ και τις διασημότητες που μαζεύονται από όλο τον κόσμο για να παρευρεθούν στο μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου, δεν μπορούσε παρά να ενισχυθεί η προστασία του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο:

Δρακόντεια μέτρα στις εισόδους των αιθουσών, με εξονυχιστικό έλεγχο από θαλάμους, όπως ακριβώς στα αεροδρόμια, με μεγάλη ένοπλη αστυνομική δύναμη στα πιο σημαντικά σημεία και με ένα σύστημα anti-drone να φύλασσε τον εναέριο χώρο πάνω από την Κρουαζέτ!

Σε ένα τέτοιο κλίμα, και με την παρουσία γνωστών σταρ και άλλων διασημοτήτων, κάνει απόψε επίσημη έναρξη το 70ο κινηματογραφικό αυτό φεστιβάλ που ενώ ετοιμάζονταν να κάνει την πρώτη του παρουσία το 1939 αναγκάστηκε, εξαιτίας της ναζιστικής εισβολής στην Πολωνία, να το ακυρώσει και να περιμένει μέχρι το 1946 για να ξεκινήσει κανονικά.

Εβδομήντα χρόνια αργότερα, και έχοντας περάσει από μια μικρή διακοπή, τον Μάιο του 1968, και μια αλλαγή σε χώρο και αίθουσα (στο γνωστό “μπάνκερ” που φτιάξει δίπλα στο καζίνο και με πλάτη στη θάλασσα), το φεστιβάλ σήμερα αντιμετωπίζει αλλά προβλήματα με την παρουσία της Netfix στο πρόγραμμα των ταινιών, που σημαίνει πως οι ταινίες της δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν στις αίθουσες , πράγμα που ξεσήκωσε τη γαλλική ένωση αιθουσών, με αποτέλεσμα το φεστιβάλ (που στόχος του είναι οι ταινίες να προβάλλονται πάνω από όλα στις αίθουσες), να αλλάξει το καταστατικό του ώστε, από το 2018, να μη δέχεται ταινίες που δεν προορίζονται για τις αίθουσες.

Η επίσημη έναρξη γίνεται απόψε με τη γαλλική, εκτός συναγωνισμού, ταινία, “Τα φαντάσματα του Ισμαήλ” του Αρνό Ντεπλεσέν, με πρωταγωνιστές τους: Ματιέ Αμαλρίκ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Λουί Γκαρέλ, Άλμπα Ρορβάκερ και Ιπολίτ Ζιραρντό, που θα ανέβουν το κόκκινο χαλί του 70ου φεστιβάλ παρέα με τα μέλη της κριτικής επιτροπής που, την Κυριακή 29 Μαΐου, θα απονείμει το Χρυσό Φοίνικα και τα άλλα βραβεία του φεστιβάλ. Ανάμεσά τους, ο πρόεδρος της επιτροπής Πέδρο Αλμοδόβαρ και τα μέλη: Τζέσικα Τσαστέιν, Γουίλ Σμιθ, Πάολο Σορεντίνο, Παρκ Τσαν-Γουκ, και άλλοι.

Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ένας σκηνοθέτης κινηματογράφου (πολύ καλός στο ρόλο ο Ματιέ Αμαλρίκ), βασανισμένος από τις μνήμες της πρώην γυναίκας του που είχε εξαφανιστεί πριν από 21 χρόνια (γεγονός που τον έχει οδηγήσει στο πιοτό και σε εφιάλτες). Ενώ περνάει τις μέρες του στο εξοχικό τους κοντά στη θάλασσα μαζί με τη νέα του σύντροφο (Σαρλότ Γκενσμπούργκ), γράφοντας το σενάριο της νέας του ταινίας, ξαφνικά επανεμφανίζεται η πρώην γυναίκα του, Καρλότα (εξαιρετική στο ρόλο η Μαριόν Κοτιγιάρ).

Παράλληλα με τη νέα ταινία που ετοιμάζει γύρω από έναν αλλόκοτο κατάσκοπο, βασισμένη στην προσωπικότητα του διπλωμάτη αδερφού του (και από την οποία  παρακολουθούμε αποσπάσματα), ο Ντεπλεσέν εστιάζει την κάμερά του στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στις δυο γυναίκες, η μια αστροφυσικός, η άλλη εξεγερμένη Εβραία, ίσως δυο πλευρές; της ίδιας γυναίκας (όπως παραδέχονται οι δυο τους κάποια στιγμή), με τον Ισμαήλ να προσπαθεί να ξεπεράσει τους εσωτερικούς εφιάλτες του και να αντιμετωπίζει με καθαρό μυαλό τα συναισθηματικά του προβλήματα.

Ισχυρό, δοσμένο με πάθος, πολιτικό μανιφέστο αποδείχτηκε το ντοκιμαντέρ, “Sea Sorrow” (“Η θλίψη της θάλασσας”, τίτλος εμπνευσμένος από σεξπιρικό απόσπασμα από την “Τρικυμία”), της Βανέσα Ρεντγκρέιβ, που προβλήθηκε στο τμήμα των Ειδικών Προβολών. Γυρισμένο  στην Ελλάδα, το Λίβανο την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Βρετανία, η ταινία καταπιάνεται με το θέμα των προσφύγων όχι μόνο των τελευταίων χρόνων αλλά και παλιότερων εποχών.

Η ταινία ξεκινά με σκηνές από το σύγχρονο δράμα των μεταναστών από Αφγανιστάν, Συρία, και την Αφρική (οι γυρισμένες στην Ειδομένη σκηνές είναι από τις πιο συγκλονιστικές της ταινίας), με παράλληλες αναφορές και αποσπάσματα από παλιότερα αντίστοιχα δράματα, που καλύπτουν την περίοδο από το τέλος του πρώτου παγκόσμιο πολέμου, περνώντας από εκείνη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και το βομβαρδισμό του Λονδίνου από τη χιτλερική αεροπορία (όταν, όπως μαθαίνουμε, η μικρή τότε Βανέσα αναγκάστηκε να γίνει πρόσφυγας στην ίδια της τη χώρα) για να φτάσουμε ως το Ολοκαύτωμα και τα χρόνια μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.

Στο καθημερινό δράμα των προσφύγων και την άρνηση της Βρετανίας αλλά και άλλων ευρωπαϊκών χωρών (βλέπε Ουγγαρία) να δεχτούν άλλους πρόσφυγες στις χώρες τους, η Ρεντγκρέιβ αντιπαραθέτει τις διάφορες κατά καιρούς διακηρύξεις (πρώτη εκείνη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948 που διάβασε  στη συνέλευση του ΟΗΕ η Έλινορ Ρούζβελτ, όπως και η πρόσφατη απόφαση για τα δικαιώματα των παιδιών του 1989), για να δείξει το στραβό δρόμο που ακολουθεί η υποτιθέμενη Ενωμένη Ευρώπη για ένα θέμα που έπρεπε να είχε λύσει εδώ και καιρό.

Σημαντική είναι η σκηνή όπου η Ρεντγκρέιβ αναφέρει πως δεν μπορεί η Ελλάδα να αντιμετωπίζει μόνη της το πρόβλημα των προσφύγων, πρόβλημα που αφορά ολόκληρη την Ευρώπη, τονίζοντας πως με την εκπληκτική βοήθεια που αυτή παρέχει τους στους μετανάστες “οι Έλληνες μας έμαθαν τον ανθρωπισμό”.