Του Moritz Pieper*

Από τη ρωσική αεροπορική βάση Χμέιμιμ στη Συρία, ο Βλαντιμίρ Πούτιν ανακοίνωσε κατά την επίσκεψή του μέσα στο Δεκέμβριο πως η Ρωσία θα αποσύρει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών της από τη Συρία μετά την «επιτυχή παρέμβαση» στις ένοπλες συρράξεις στη χώρα.

Πρόκειται για τη δεύτερη ανακοίνωση αποχώρησης από τον Πούτιν μέσα σε δύο χρόνια. Και όπως συνέβη και την πρώτη φορά, το Μάρτιο του 2016, αυτή εδώ είναι εξίσου απίθανο να οδηγήσει σε πραγματική απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων.

Την πρώτη απροσδόκητη ανακοίνωση, η οποία μόνο αποχώρηση δεν ήταν, ακολούθησε μια αναδιοργάνωση των αεροπορικών δυνάμεων της Ρωσίας. Αποτέλεσμα της διαδικασίας ήταν λιγότερες δυνάμεις στην Λαττάκεια και η αντικατάσταση ενός μέρους του στόλου με μαχητικά ελικόπτερα. Αλλά η ανακοίνωση του 2016 ήταν διπλωματικός ελιγμός.

Πρώτον, αποτέλεσε δημόσια προειδοποίηση στον Άσαντ πως η Ρωσία δεν επρόκειτο να ανακαταλάβει ολόκληρη τη Συρία για λογαριασμό του -ένα «τσίγκλισμα» πως η Μόσχα είχε εισέλθει στον πόλεμο για να βοηθήσει τα στρατεύματα του Άσαντ να ξαναβρούν το ρυθμό τους στην επίθεση και να ανακαταλάβουν εδάφη τα ίδια.

Όσον αφορά στο εγχώριο κοινό του Πούτιν, η επίμαχη «αποχώρηση» επαναπροσδιόρισε τη στρατιωτική παρέμβαση της Ρωσίας ως νίκη. Αλλά ταυτόχρονα υπενθύμισε και στον Άσαντ πόσο πολύ εξαρτάται από τη βοήθεια του Κρεμλίνου -μια εξάρτηση που καλά κρατεί μέχρι σήμερα, εγγυώμενη ουσιαστικά πως η Ρωσία έχει θέση στο τραπέζι οποιασδήποτε διεθνούς διαπραγμάτευσης επάνω στο μέλλον της Συρίας.

Δεν αποτελεί έκπληξη, επομένως, το γεγονός ότι σε μυστική επίσκεψη στο Σότσι τον Νοέμβριο του 2017, ο Άσαντ εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του «εκ μέρους του συριακού λαού σε εσάς, κ. πρόεδρε, για την κοινή μας επιτυχία στην υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Συρίας» και «στους θεσμούς του ρωσικού κράτους που προσέφεραν βοήθεια, ιδιαιτέρως στο ρωσικό Υπουργείο Άμυνας που μας στήριξε σε όλη τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης».

Χωρίς την από αέρος ρωσική υποστήριξη, οι δυνάμεις του Άσαντ δεν θα είχαν καταφέρει να διασφαλίσουν την «ανακατάληψη» του Χαλεπίου το Δεκέμβριο του 2016 ή να δηλώσουν νίκη επί του Ισλαμικού Κράτους στις αρχές του Νοέμβρη του 2017. Ο Άσαντ ξέρει ότι χρωστά την επιβίωσή του στο Κρεμλίνο.

Ο Πούτιν «παίρνει κεφάλι»

Το διπλωματικό βάρος της Ρωσίας επίσης έκανε τη διαφορά σε καθοριστικό βαθμό. Ενόσω καθυστερούσαν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις της Διεθνούς Ομάδας Στήριξης της Συρίας που συντόνιζαν τα Ηνωμένα Έθνη, η Ρωσία οργάνωσε συνομιλίες για τη διαπραγμάτευση κατάπαυσης πυρός στη Συρία, μαζί με το Ιράν και την Τουρκία. Οι τριμερείς συζητήσεις πραγματοποιήθηκαν στη Μόσχα το Δεκέμβριο του 2016, ανοίγοντας το δρόμο για διαπραγματεύσεις στην Αστάνα του Καζακστάν στις αρχές του 2017, καθώς και για τη δημιουργία «ζωνών αποκλιμάκωσης» το περασμένο καλοκαίρι.

Μέσω του τι συνέβη στην Αστάνα  η Τουρκία, το Ιράν και η Ρωσία έσπρωξαν αποτελεσματικά στο περιθώριο τις ειρηνευτικές συνομιλίες της Γενεύης επάνω στο μέλλον της Συρίας και, κατά τον ίδιο τρόπο, περιθωριοποίησαν και τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης. Πρωτοβουλίες των δυτικών για το μέλλον της Συρίας απουσιάζουν εμφανώς. Μια κοινή ανακοίνωση των Τραμπ και Πούτιν για τη Συρία στις 11 Νοεμβρίου του 2017, απλά δηλώνει για μία ακόμη φορά το αναμενόμενο: ότι δεν μπορεί να υπάρξει στρατιωτική λύση στις συριακές συγκρούσεις.

Η ομάδα της Αστάνα  συναντήθηκε ξανά στο Σότσι τον Νοέμβριο, προκειμένου να συζητήσει επάνω σε πολιτική διευθέτηση για τη Συρία μετά το τέλος των συγκρούσεων. Επίσης, στο Σότσι ήταν που ο Πούτιν ανακοίνωσε πως οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ρωσίας στη Συρία πλησιάζουν στο τέλος τους. Η Ρωσία παραμένει ανεπίσημος ηγέτης αυτού του τριμερούς μορφώματος -και η δεύτερη ανακοίνωση του Πούτιν για αποχώρηση, όπως και η πρώτη το Μάρτιο του 2016, συνιστά ένδειξη πολιτικού πλεονεκτήματος στο σχεδιασμό του σεναρίου για μετά το τέλος των συρράξεων της Συρίας.

Την ίδια στιγμή, η διαταγή για αποχώρηση συνδέεται και με προτεραιότητες που αφορούν το εσωτερικό της Ρωσίας.

Προεκλογικό… σόου

Με τον Πούτιν να επιβεβαιώνει πρόσφατα ότι θα θέσει εκ νέου υποψηφιότητα το Μάρτιο του 2018, το Κρεμλίνο στέλνει κατευναστικά δημόσια σημάδια για να δώσει την εντύπωση πως η εκστρατεία στη Συρία συνιστά προσωρινή και «χειρουργική» επιχείρηση, που λαμβάνει τέλος με ομαλό τρόπο. Ωστόσο, βάσει άλλων πληροφοριών που αποκαλύπτονται, αυτό πράγματι δεν είναι παρά μια εντύπωση.

Πρόσφατο ρεπορτάζ του Associated Press ανέδειξε ότι Ρώσοι μισθοφόροι πολεμούν μαζί με τον στρατό που λογοδοτεί στο Υπουργείο Άμυνας. Η χρήση ιδιωτών σε συγκρούσεις έχει σταθεί συνηθισμένη πρακτική της αμερικανικής κυβέρνησης, τόσο στο Ιράκ όσο και στο Αφγανιστάν. Όμως ταυτόχρονα θυμίζει τους Ρώσους «εθελοντές» στρατιώτες που υποτίθεται πως ήταν «σε διακοπές» και μάχονταν πλάι – πλάι με τους φιλορώσους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία.

Αυτές οι μέθοδοι βοηθούν να διατηρείται ο «επίσημος» αριθμός των νεκρών χαμηλά, τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Συρία, χαλαρώνοντας την πίεση από τη ρωσική κοινή γνώμη και παράλληλα διασφαλίζοντας πως η παρουσία της Ρωσίας στη Συρία θα συνεχιστεί και μετά την αποχώρηση του στρατού της.

Η διασφάλιση πεδίων πετρελαίου και αερίου που ανακαταλήφθηκαν από τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους ενδέχεται να είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος τους. Και επιπρόσθετα, ο Πούτιν δήλωσε πως η Μόσχα θα συνεχίσει τη λειτουργία της αεροπορικής βάσης Χμέιμιμ, καθώς και της ναυτικής της βάσης στην Ταρτούς, καθιστώντας σχετικά εύκολη την επαναδραστηριοποίηση του ρωσικού αεροπορικού στόλου ανάλογα με τις στρατιωτικές και τις πολιτικές συνθήκες.

Επομένως εκ πρώτης όψεως, το Κρεμλίνο στέλνει μήνυμα υπολογισμένης υποχώρησης δηλώνοντας πως «η αποστολή εξετελέσθη», καθώς ο Πούτιν έχει διατάξει την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από τη Συρία. Αλλά η θέση της Ρωσίας στη χώρα μετά το τέλος των συγκρούσεων υποστηρίζεται πολιτικά και στρατιωτικά περισσότερο από ποτέ.

Όποιο κι αν είναι το μέλλον της Συρίας, η Ρωσία έχει πάει για να μείνει.

*Ο Moritz Pieper είναι λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σάλφορντ. Συμβάλλει με το έργο του στο The Conversation, ένα δίκτυο συνεργασίας μεταξύ συντακτών-δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών. Σκοπός του δικτύου είναι να παρέχει εμπεριστατωμένη ανάλυση της ειδησεογραφίας και άρθρα, τα οποία είναι ελεύθερα για ανάγνωση και αναδημοσίευση.

Επιμέλεια: Έρη Σφαέλου