Γνωρίζοντας τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Αλέκο Λιδωρίκη έννοιωθες από την πρώτη  χειραψία ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο αριστοκρατικής αστικής κουλτούρας. Παρότι νόμιζα ότι  ήξερα τη ζωή του που μου είχε αφηγηθεί ο ίδιος για την εφημερίδα «Εθνος» όπου και δημοσιεύθηκε σε συνέχειες, τώρα κατάλαβα  ότι αγνοούσα τις ρίζες αυτού του αριστοκράτη, αλλά  και την πηγή της  εξοικείωσή του με το θέατρο. Ωσότου έλαβα ένα ωραιότατο αφήγημα του Μίλτου Λιδωρίκη, του πατέρα του, που περιγράφει την κοσμοπολίτικη  Αθήνα στο γύρισμα του 19ου αιώνα προς τον 20ό. «Εζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ» (εκδ. Polaris)  είναι ο τίτλος του βιβλίου του.

Ο Μίλτος Λιδωρίκης (1871-1951) ήταν προσωπάρχης του Εθνικού Θεάτρου, φιγούρα ξεχωριστή, ντυμένος πάντα άψογα με κοστούμι και παπιγιόν περιστοιχιζόταν στο γραφείο του στο Εθνικό Θέατρο από φωτογραφίες στους τοίχους ανθρώπων που αγάπησε και τον αγάπησαν. Από τον ιδρυτή του Εθνικού Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά και θρυλικές μορφές του θεάτρου μας όπως τον Φώτο Πολίτη, τον Κωστή Μπαστά, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον Παντελή Χορν, την Σαπφώ Αλκαίου  κ.ά. Την ίδια αυτή εικόνα με φωτογραφίες προσωπικοτήτων του 20ού αιώνα που είχε γνωρίσει,  ο γιός του Αλέκος Λιδωρίκης στόλιζαν (και στολίζουν ακόμη) το γραφείο του σπιτιού του όπου ζει η  σύζυγός του Ζωζώ Λιδωρίκη, χάρις στην οποία που διαχειρίζεται το αρχείο Λιδωρίκη ως Διεθνείς Σχέσεις Πολιτισμού, εκδόθηκε αυτό το βιβλίο.

 Ο Μίλτος Λιδωρίκης έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο πατρικό του σπίτι επί της οδού Πανεπιστημίου 10, που γειτόνεψε με το Ιλίου Μέλαθρον του Σλήμαν όταν κτίστηκε σαράντα χρόνια αργότερα με αρχιτέκτονα τον Τσίλλερ. «Οταν κτίστηκε το σπίτι μας , οι λίγοι Αθηναίοι έλεγαν -όπως το άκουσα από τη μάνα μου – ότι ο εκ μητρός μου πάππος Σταμάτιος Δάρρας, πληρεξούσιος των νησιών, τρελλάθηκε για να κτίσει στα χωράφια».Το σπίτι αυτό πουλήθηκε αντί 125.000 δρχ., «θυσία κι αυτό μαζί με άλλα στο βωμό της πολιτικής υπό τον Χαρίλαο Τρικούπη, του οποίου υπήρξε (ο πατέρας του) ένας από τους αφοσιωμένους και σημαίνοντες οπαδούς».

Ηταν ένα Μέγαρο στο κέντρο της Αθήνας. Εβλεπε το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Εκεί, απέξω έκαναν πιάτσα οι άμαξες με τα άλογα και απέναντι ήταν ο Κήπος των Μουσών που περιέβαλε το παλάτι. Στο σπίτι αυτό κατέλυσε προσωρινά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος  και από αυτό πέρασαν όλοι όσοι έπαιζαν ένα ρόλο στην πολιτική, κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Από τον Χαρ. Τρικούπη, Δημ. Ράλλη, Γ. Θεοτόκη, Αγγ. Βλάχο, Ι. Πολέμη, Γαβριηλίδη, Προβελέγγιο και πλήθος άλλων.

«Απέναντι από το σπίτι μας ήταν οι βασιλικοί στάβλοι και από την είσοδό τους επί της οδού Πανεπιστημίου σχεδόν κάθε απόγευμα έμπαινε από αυτούς ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄» γράφει. «Ηξερα την ώρα που θα ‘ρχόταν. Μεταξύ 3 και 4 το χειμώνα. Την ώρα αυτή ο υποφαινόμενος παρΆ τις διαμαρτυρίες της Γαλλίδος παιδαγωγού,  βρισκόταν στο μπαλκόνι. Δύο μαύρα σκυλιά που προηγούντο μου ανάγγελαν τον ερχομό του Βασιλέως.

Ευθυτενής, χάρμα χάριτος, γελαστός ζωητός προχωρούσε, ακολουθούμενος πότε από την λατρευτή του ελληνισμού πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, πότε από τον διάδοχο ή άλλους πρίγκιπες…».

«Ωραία σπίτια της εποχής ήταν του Αμβρ. Ράλλη, οδός Πανεπιστημίου, τώρα Ιλίου Μέλαθρον, παρακάτω του Μιχαήλ Μελά, του Φωτιάδη –Καμάρα, όπου σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος (…) όλα κατεδαφίστηκαν». Οι περιγραφές του Μίλτου Λιδωρίκη ξαναζωντανεύουν την χαμένη αθηναϊκή τοπιογραφία και αρχιτεκτονική. Αναφέρεται στα κέντρα διασκέδασης, στα καφέ Σαντάν,  καφέ-Αμάν, βαριετέ, στους θαμώνες τους, στα πολιτικά και καλλιτεχνικά στέκια, στην μόδα και την εμπορική δραστηριότρητα, στους τοκογλύφους των Αθηνών, στους ξενύχτηδες, περιγράφει τις πλατείες και τις συνοικίες, τις συγκοινωνίες , τα πρώτα αυτοκίνητα, την υπαίθρια θερινή ζωή και τα μαξιλαρώματα στα θέατρα και καταλήγει στο 1912 που ο Λιδωρίκης έγινε λοχίας και μετά επιλοχίας των ευζώνων στη φωτιά του νικηφόρου και δοξασμένου πολέμου και την ύψωση της ελληνικής σημαίας στο Λευκό Πύργο Θεσσαλονίκης.