Του Δ.Π. Δήμα

dpdimas29@ gmail. com

Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην αμερικάνικη πρωτεύουσα παρουσιάζει ενδιαφέρον για ένα κυρίαρχο λόγο. Η προσοχή είναι στραμμένη στο κατά ποσόν η ελληνική πλευρά έχει πράγματι αντιληφθεί το νόημα της πληθώρας των αμερικανικών μηνυμάτων για στενότερη συνεργασία των δυο χωρών πέραν των περιορισμών που θέτουν στην Αθήνα τα «δεσμά» της γερμανικής επιρροής και επικυριαρχίας και μακράν της «σκέπης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από μια πλευρά, τα πράγματα είναι εξόχως απλά στην κατανόηση τους αλλά και εξόχως δύσκολα στην υλοποίηση τους. Αναμφιβόλως απαιτούνται πολίτικα «κότσια»…

H οποιαδήποτε εκτίμηση και αναφορά στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ελλάδα είναι αναγκαία απαραίτητο να λάβει υπ’ όψιν της μια σειρά παραγόντων που ζυγίζουν σε μεγάλο βαθμό στην εξίσωση των σχέσεων.

Μια αντικειμενική αξιολόγηση είναι αναγκαίο να δώσει τη δέουσα προτεραιότητα στο νέο ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο και στην επ’ αυτού κυριαρχία του Βερολίνου. Η βαριά σκιά της γερμανικής πολίτικης επιρροής και της χρηματοοικονομικής μόχλευσης σε όλο το φάσμα του ελληνικού κατεστημένου έχει δημιουργήσει φοβικά σύνδρομα σε διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις.

Ως εκ τούτου, η Ελλάδα, μια παραδοσιακή ναυτική δύναμη, δεν έχει καταστεί δυνατόν να εξερευνήσει τις πλήρεις δυνατότητες της με τους παραδοσιακούς Αγγλο-Αμερικανους συμμάχους της.

Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια στιγμή που Τουρκία και Ρωσσία, παρά τις αποκλίνουσες μακροπρόθεσμες επιδιώξεις τους, αναζητούν αμοιβαία επωφελείς τακτικούς τρόπους συνεργασίας στη Νότια Ευρώπη που ενδέχεται να ελαχιστοποιήσουν την αμερικάνικη επιρροή στην περιοχή.

Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν φανεί «σαστισμένες» και έχουν κάνει λάθος κινήσεις στις συναλλαγές τους με την Ουάσινγκτον και, αρκετά συχνά, έχουν επιδείξει μεγαλύτερο του δέοντος δισταγμό να απαντήσουν με τo απαιτούμενο σθένος στις αμερικάνικες χειρονομίες συνεργασίας πέραν καθιερωμένων κανόνων.

Είναι συνεπώς φυσικό ν’ αναρωτιέται κανείς για το αν και κατά πόσο στην Αθήνα οι αρμόδιοι πολικο-διπλωματικοι παράγοντες είναι ικανοί να αποκωδικοποιήσουν επακριβώς και άνευ… «μεταφραστών», τα μηνύματα που εκπορεύονται από την Ουάσινγκτον και των εκπρόσωπων της στην Αθήνα και, περαιτέρω, κατά ποσόν ανεπίσημες οδοί επικοινωνίας είναι αρκούντως ικανές να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών και των συγκυριών.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ένα ζήτημα που τίθεται κατά καιρούς και θέτει εν αμφιβόλω τυχόν ουσιαστικότερη προσέγγιση σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών είναι η πολιτική αδυναμία διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων να υλοποιήσουν τα όσα οι επιτελείς τους υπόσχονται στις επισκέψεις τους στην Ουάσινγκτον.

Με τον ίδιο σκεπτικισμό αντιμετωπίζεται τώρα και η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην αμερικάνικη πρωτεύουσα. Θα είναι ο κ. Τσίπρας σε θέση να εκπληρώσει υποσχέσεις που σίγουρα θα δώσει αφειδώς στον Αμερικανό πρόεδρο Τραμπ; Η εκτιμώμενη ως αδύναμη, πολίτικη θέση του κ. Τσίπρα δεν τους δίνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Παρά ταύτα οι ίδιοι θα «τεντώσουν το σχοινί» και θα αναμένουν τα αποτελέσματα.

Θα παραμείνει ο πρωθυπουργός σε άδειες υποσχέσεις; Θα «δώσει» ενδεχομένως όσα του ζητήσουν οι συνομιλητές του με αντάλλαγμα μια «φωτογραφική ευκαιρία» με το Αμερικανό πρόεδρο; Τίποτε πλέον δεν εκπλήσσει!

«Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν» είναι το «μότο» των Αμερικάνων. Αλλά, βέβαια, αν πάρουν ο, τι θέλουν με αντάλλαγμα μια «φωτογραφία με τον πρόεδρο» ακόμη καλύτερα γι’ αυτούς γιατί δεν θα μπουν και άλλοι στην ουρά των αιτούντων.

Η συνάντηση θα περιέχει σίγουρα αρκετή δόση αδεξιότητας και αμηχανίας και υπάρχουν θέματα που, για λόγους αβρότητας, μπορεί να μη τεθούν επίσημα στην ατζέντα, αλλά σίγουρα θα αιωρούνται στην ατμόσφαιρα.

Ο κ. Τραμπ έχει χαρακτηρίσει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «όχημα της Γερμανίας» και έχει κατηγορήσει το Βερολίνο για χειραγώγηση του ευρώ και, επί πλέον, ο ίδιος και αρκετοί εκ των συμβούλων του έχουν προδικάσει τη διάλυση της Ευρωζώνης – οικεία θέματα ψιθυριζόμενα στους διαδρόμους εξουσίας της Ουάσινγκτον πολύ ενωρίτερα της αφίξεως Τραμπ στο Λευκό Οίκο.

Ήταν μάλλον εκκωφαντικά τα σχόλια του κ. Τραμπ πως οι ΗΠΑ «ουδέν έχουν να κάνουν με τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας» και πως «θα πρέπει ν’ αφήσουμε τη Γερμανία ν’ ασχοληθεί με αυτά που, ούτως ηη άλλως, τα ξέρει καλύτερα»…

Οι παρατηρήσεις Τραμπ περιείχαν τον σαφή υπαινιγμό πως η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από γερμανική επιρροή και κυριαρχία! Κάτι που έγινε απόλυτα σαφές και κατά την επίσκεψη Μερκελ στην Ουάσινγκτον, το 2011, όταν παρουσία του πρώην πρόεδρου Ομπαμα δήλωνε πως η Ελλάδα είναι ευρωπαικο πρόβλημα και αυτός ας κυταξει τα του οίκου του – αναδεικνύοντας εκ των πραγμάτων και σε βάθος ολίγων μόνο χρόνων μέχρι σήμερα, τη βαθύτερη σημασία των λόγων της πως η Γερμανία ουδέποτε θα χαλαρώσει τον σφιχτό εναγκαλισμό της γύρω από την Ελλάδα.

Οι Αμερικάνοι έχουν κατά καιρούς προβεί σε χειρονομίες που υποδεικνύουν ότι επιθυμούν «βαθύτερη προσέγγιση» με την Ελλάδα και δηλώσεις ενθαρρυντικές της οικονομικής της προόδου τυγχάνουν διπλής ανάγνωσης και, εν μέρει, αποτελούν πρόσκληση για την χωρά να «έλθει μέσα» στο αμερικανικό στρατόπεδο.

Στην Ουάσινγκτον γίνεται αντιληπτό πως οι Γερμανοί βοηθούν τον κ. Τσιπρα να παραμείνει στην εξουσία γιατί είναι ο μονός που μπορεί να περάσει τα μέτρα μιας τόσο νεοφιλελεύθερης πολίτικης χωρίς να «ανοίξουν μύτες». Και, κάτω από τις συγκυρίες, γίνεται κατανοητό πως, κατά την ελληνική αντίληψη, θα’ ταν ριψοκίνδυνο για την Αθήνα να ξεκινήσει ένα απ’ ευθείας πάρε-δώσε με τους Αμερικάνους γιατί οι Γερμανοί θα μπορούσαν να «τραβήξουν τα καλώδια» της εντατικής στην όποια βρίσκεται η ελληνική οικονομία.

Το Βερολίνο έχει από τον Ιούνιο κυρίως και εντεύθεν πάρει τα ηνία στην ευρωπαϊκή διαμάχη με τον Λευκό Οίκο του κ. Τραμπ και έχει καταστήσει σαφές πως δεν θα ανεχθεί τυχόν αποκλίσεις από μικρές χώρες της Ένωσης στις συναλλαγές τους με την Ουάσινγκτον.

Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός παραμένει πως η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία ν’ ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει πως η Αθήνα θα ανοίξει μια απ’ ευθείας γραμμή επικοινωνίας με την Ουάσινγκτον για την ανάληψη ενός νέου ρόλου, ενός αμεσοτερου και πλέον ανεξάρτητου ρόλου, ευθυγραμμισμενου περισσότερο με τα αμερικάνικα συμφέροντα – ενός ρόλου μακράν της επιρροής και των δεσμεύσεων της γερμανοκρατούμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ρεαλιστική αποτίμηση της πολίτικης πραγματικότητας προκαλεί έγκυρους φόβους ότι η ελληνική διαδικασία σκέψης δεν προχωρεί αρκετά βαθιά σε τέτοιου είδους προβληματισμούς και το μόνο που ενδιαφέρονται στην Αθήνα είναι βραχύβια πολίτικα οφέλη που μπορούν να αντλήσουν από επίσημες επισκέψεις στην Ουάσινγκτον με σκοπό να τα αξιοποιήσουν στο εσωτερικό τους ακροατήριο.

Είναι μάλλον ορατό δια γυμνού οφθαλμού, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, πως η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου έχει εθιστεί στον «βλαχοδημαρχισμό» και έχει, ως εκ τούτου, βολευτεί  άνετα στο ρολό του επαρχιακού ηγέτη, και, στην πραγματικότητα, ουδεμία διάθεση έχει να κυβερνήσει πραγματικά τη χωρά πέραν ζητημάτων μικροπολιτικής σκοπιμότητας.

Επί της ουσίας, οι Έλληνες πολιτικοί έχουν αφήσει τις αποφάσεις σε σημαντικά ζητήματα στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και στα μεγάλα κράτη-μέλη που εναλλάσσονται στο Διευθυντήριο. Ως εκ τούτου, καθίσταται προφανές πως πέραν της απώλειας κάθε έννοιας κυριαρχίας και δυνατότητας να κυβερνήσουν, έχουν χάσει παράλληλα τις επαφές τους σε υψηλό επίπεδο και έχουν περιοριστεί μόνο σε επαφή με τους Γερμανούς που επί της ουσίας κυβερνούν την Ελλάδα.

Επαφές παλαιάς κοπής Ελλήνων πολιτικών με ΗΠΑ και Αγγλία έχουν χαθεί και είναι ενδιαφέρον το πόσο ξένη φαντάζει σήμερα η Βρετανία  στην ελληνική πολίτικη ζωή, μια χωρά που παραδοσιακά ήταν στενός σύμμαχος της Ελλάδας και την όποια δένουν ουσιαστικά συμφέροντα με τη χωρά. Τουναντίον, η Ελλάδα έχει προσδεθεί στη Γερμανία, σε μια χωρά η όποια ούτε έχει σωστή κατανόηση του χώρου της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά ούτε έχει και αυτά τα συμφέροντα που θα’ δίναν στην Ελλάδα την κατάλληλη προσοχή σ’ εκείνο το χώρο και μια προστιθέμενη γεωπολιτική άξια για το Βερολίνο.

Είναι, ως εκ τούτου, ανησυχητικά χαρακτηριστική η απουσία της Ελλάδας από εξελίξεις που λαμβάνουν χωρά στη γειτονιά της. Ο φραστικός πόλεμος που μαίνεται μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας και που προφανώς άφορα διαφορετικές ερμηνείες για «ψιλά γράμματα» συμφωνιών γύρω από το μεταναστευτικό ζήτημα, βρίσκει αίφνης την Ελλάδα απούσα από ζητήματα που την αφορούν άμεσα. Και, είναι προφανές πως τα συμφέροντα της χωράς δεν εκπροσωπούνται επαρκώς σε συνομιλίες που αναμφιβόλως έχουν να κάνουν με αναδιάταξη δυνάμεων στην περιοχή.

Περαιτέρω, είναι ενδιαφέρον ότι παρά τους διαφορετικούς μακροπρόθεσμους στόχους τους, η Τουρκία κατά την περίοδο αυτή αναζητεί τρόπους συνεργασίας με τη Ρωσσια, τρόπους που σε βάθος χρόνου θα μπορούσαν να ελαχιστοποιήσουν την αμερικανικήικη επιρροή στη Νότια Ευρώπη και που, σταδιακά, θα καθιστούσαν την Τουρκία σε αδιαφιλονίκητη περιφερειακή δύναμη που θα κινεί τα νήματα στην ευρύτερη περιοχή.

Από τις πρόσφατες εξελίξεις στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις είναι προφανές ότι η εξ Ανατολών γείτων δεν επιθυμεί να διαδραματίσει το ρόλο του… «μικρού» που ενεργεί για λογαριασμό των Αμερικάνων και ασφαλώς θα’ θελε να παίξει στην ίδια σκακιέρα με τους «μεγάλους» της διεθνούς πολίτικης. Προβαίνει, ως εκ τούτου, σε πράξεις εξισορρόπησης με αβέβαιη εξέλιξη ακόμη και για αυτήν την ακεραιότητα της.

Ατυχώς, σε αυτή τη συγκυρία, λείπουν οι πολιτικοί από την Ελλάδα με το απαιτούμενο εκτός συνόρων πολιτικό παράστημα. Κατά τα πρόσφατα χρόνια, αλλά ακόμη περισσότερο τώρα, φαίνεται να υπάρχει ένα έντονο «σύνδρομο φόβου» μεταξύ των κρατούντων της ελληνικής πολιτικής σκηνής – ο φόβος της Γερμανίας.

Είναι ατυχές αυτό που συμβαίνει γιατί κατά τη συγκεκριμένη συγκυρία η χώρα  θα πρέπει να βρει το πολιτικό σθένος να τοποθετηθεί ηη να επανατοποθετηθεί μέσα στο νέο γεωπολιτικό γίγνεσθαι – επί τη βάσει στρατηγικών συμφερόντων και επιτακτικών απαιτήσεων σε ένα δραματικά μετασχηματιζόμενο ευρωπαϊκό  και διεθνές περιβάλλον. Το μόνο προαπαιτούμενο είναι η σωστή ανάγνωση των ζητημάτων που καθορίζουν τις αμερικάνικες στρατηγικές προτεραιότητες στη Νότια Ευρώπη και στην Ανατ. Μεσόγειο.

Αγνοώντας όλα αυτά, η επαρχιακών αντιλήψεων ελληνική πολιτική ηγεσία μεταβαίνει στην Ουάσινγκτον για να ζητήσει βοήθεια από τους Αμερικάνους έναντι των Ευρωπαίων στο ζήτημα του χρέους, αγνοώντας το δηλητηριώδες πολιτικό κλίμα στις αμερικανο-γερμανικές σχέσεις και καταναλώνει ασκόπως πολιτικό κεφάλαιο στα αυτονόητα.

Μάλιστα, επιστρέφοντας στην Αθήνα, οι Έλληνες πολιτικοί συνήθως φεύγουν με την… «εντύπωση» πως «βρήκαν κατανόηση» από τους συνομιλητές τους. Δυο τινά συμβαίνουν: Είτε δεν κατάλαβαν τι τους είπαν, είτε επέλεξαν να τα αγνοήσουν γιατί το κυρίαρχο ενδιαφέρον τους είναι το εσωτερικό τους ακροατήριο! Εν τω μεταξύ, πίσω στην Ουάσινγκτον, οι συνομιλητές τους μένουν πάντα με την απορία για τη μανία των Ελλήνων πολιτικών με τις επιδιωκόμενες φωτογραφικές ευκαιρίες που, εν τέλει, θέτουν υψηλότερα των συμφερόντων της χώρας τους.

Ο κόσμος και η Ευρώπη ιδιαίτερα βρίσκεται σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Πολλοί ισχυρίζονται εγκύρως ότι διανύεται μια περίοδος προπολεμικής γεωπολιτικής αναδιάρθρωσης. Οι τεκτονικές πλάκες της ευρωπαϊκής  αρχιτεκτονικής μετατοπίζονται. Παράλληλα, ελέω Τραμπ, οι κανόνες του παγκόσμιου παιχνιδιού αλλάζουν.

Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλο του και μιλάει δημόσια επί της ουσίας ζητημάτων που μέχρι τώρα αποτελούσαν ταμπού ή  απλώς, αντικείμενο παρασκηνιακής διαβούλευσης. Είναι ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που έχει χρησιμοποιήσει σκληρή γλώσσα κατά της Τουρκίας – αντίθετα από τον προκάτοχο του Ομπαμα, ο όποιος συνέβαλε τα μέγιστα στην τουρκική αλαζονεία με την πρώτη στο εξωτερικό επίσκεψη του εκεί, τον Απρίλιο του 2009, και αντίθετα, φυσικά, από την Χίλαρι Κλίντον, η όποια ήταν «αιχμάλωτη» αμφισβητήσιμου και σκοτεινού πολιτικού χρήματος ειδικών τουρκικών συμφερόντων.

Η ευκαιρία είναι μπροστά στον κ. Τσίπρα. Θα την αρπάξει;