Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Πλήρης ημερών, πριν λίγες μέρες, «έφυγε» από την πραγματική ζωή και από την ζωή της κριτικής της λογοτεχνίας ο Ζεράρ Ζενέτ. Είχε γεννηθεί στο Παρίσι πριν από ακριβώς 88 χρόνια (γενν. 1930) στο Παρίσι.

Εθεωρείτο από τους επιφανέστερους και πιο επιδραστικούς κριτικούς λογοτεχνίας της σύγχρονης Γαλλίας, μέγας βιρτουόζος της αφηγηματολογίας στη θεωρία και στην πράξη, ο οποίος συνέβαλε σημαντικά και σημαντικά στην εξάπλωση του δομισμού.  Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (1963-1967) και υπήρξε διευθυντής σπουδών στην École des hautes études en sciences sociales ώς το 1994. Πολλοί τον συγκρίνουν ως προς την σημαντικό της προσφοράς με τον Ρολάν Μπάρτ και τον Κλοντ Λεβί-Στρος.

Ίδρυσε το 1970, μαζί με τον Τσβετάν Τοντόροφ, το περιοδικό Poétique και διηύθυνε την ομώνυμη σειρά ποιητικής στις εκδόσεις Seuil. Συγκαταλέγεται στους κύριους εκπροσώπους του ρεύματος της «νέας κριτικής» στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του 1960 και, στη συνέχεια, γίνεται θεωρητικός υπέρμαχος μιας επιστήμης της αφήγησης, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει νωρίτερα με τον Ρολάν Μπαρτ και τη σημειολογία.

Η θεωρία του Ζενέτ έχει καθιερωθεί διεθνώς ως μια από τις πιο έγκυρες μεθόδους έρευνας και ερμηνείας των φαινομένων του αφηγηματικού λόγου. Για τον Έλληνα αναγνώστη έχει ένα πρόσθετο ενδιαφέρον, καθώς βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και δανείζεται, σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλους, την ορολογία της από την αρχαία «Ποιητική» και «Ρητορική».

Γνωστότερα έργα του: Σχήματα I-V (1966-2002, «Πατάκης»), Μιμολογικά (1976), Εισαγωγή στο αρχικείμενο (1979, «Εστία»),  «Παλίμψηστα» (1982, «Μορφωτικό ‘Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης), Nouveau Discours du récit (1983), Seuils (1987). Μετά το 1990 τον απασχολεί η έρευνα ζητημάτων αισθητικής, καρπός της οποίας είναι το δίτομο έργο L’Œuvre d’art: Immanence et trascendance (1994) και La Relation esthétique (1997).

Ας δούμε μία μία τις ελληνικές εκδόσεις:

 

«Σχήματα ΙΙΙ»

Το βιβλίο αυτό -που πρωτοκυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1972, στο πλαίσιο της περίφημης σειράς «Ποιητική»- είναι, ανάμεσα στα έργα του Ζεράρ Ζενέτ εκείνο που αφορά περισσότερο από κάθε άλλο το ευρύ κοινό. Γιατί περιλαμβάνει την περίφημη μελέτη του «Ο λόγος της αφήγησης: δοκίμιο μεθοδολογίας», που αποτελεί έναν από τους μεγάλους σταθμούς στη συγκρότηση της σύγχρονης αφηγηματολογίας και προσφέρει ένα εύληπτο κι εύχρηστο εργαλείο για την ανάλυση των αφηγηματικών κειμένων.

Με αφετηρία ορισμένα κριτήρια στρατηγικής σημασίας, αποκαλυπτικά της εσωτερικής άρθρωσης του συστήματος -όπως η διάκριση μεταξύ αφηγηματικής πράξης, αφηγημένης ιστορίας και αφηγηματικού κειμένου (αφηγήματος) ή μεταξύ του ποιος λέει (αφηγητής) και ποιος βλέπει (εστιαστής)-, ο Ζενέτ οργανώνει τη μελέτη των φαινομένων σε τρία επίπεδα: των χρονικών δομών, των αφηγηματικών τρόπων ή εγκλίσεων, της φωνής του αφηγητή.

Με αντικείμενο αναφοράς τα έπη του Ομήρου και το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ, ο συγγραφέας πραγματοποιεί ένα συνεχές «πήγαιν’ έλα» ανάμεσα στη θεωρία και στην ανάλυση των κειμένων, πετυχαίνοντας έτσι ν’ αποκαλύψει «το γενικό στην καρδιά του ειδικού» και ταυτόχρονα να προσφέρει ένα υπόδειγμα εφαρμογής της μεθοδολογίας σε συγκεκριμένα κείμενα.

 

«Εισαγωγή στο αρχικείμενο»

Το αντικείμενο της ποιητικής δεν είναι το κείμενο αλλά το αρχικείμενο, το σύνολο δηλαδή των γενικών ή υπερβατικών κατηγοριών -τύποι λόγου, τρόποι εκφοράς, λογοτεχνικά γένη κλπ.- στις οποίες ανάγεται κάθε επιμέρους κείμενο. Από τον Αριστοτέλη και εξής, η δυτική ποιητική κατέβαλε ποικίλες προσπάθειες ώστε να συνθέσει τις κατηγορίες αυτές σε ενιαίο σύστημα και να καλύψει, με τον τρόπο αυτό, το σύνολο του λογοτεχνικού πεδίου. Με το κλασικό αυτό βιβλίο, ο Ζεράρ Ζενέτ, ανοίγει, έστω και κατά τρόπον οξύμωρο, το δρόμο σε μια ενδεχόμενη γενική θεωρία των λογοτεχνικών μορφών.

 

«Παλίμψηστα»

Το παλίμψηστο, ως γνωστόν, είναι μια περγαμηνή όπου έχει αποξεστεί μια πρώτη εγγραφή για να χαραχτεί μια άλλη, η οποία δεν κρύβει εντελώς την αρχική. Στο βιβλίο αυτό παλίμψηστα, μεταφορικά μιλώντας, είναι τα υπερκείμενα. Ο Ζενέτ περιγράφει αναλυτικά τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους ένα μεταγενέστερο κείμενο ωθεί τους αναγνώστες του, ρητά ή υπόρρητα, να διαβάσουν ή να θυμηθούν κάποιο παλαιότερο.

 

Μέσα από παραδείγματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και πρωτίστως της γαλλικής, πραγματεύεται συστηματικά τη φύση και τη γραμματολογική θέση συγκεκριμένων λογοτεχνικών γενών (λ.χ. της παρωδίας, του παστίς, του αντιμυθιστορήματος, της γελοιολογίας), καθώς και το πολύπλεγμα των υπερκειμενικών σχέσεων.

«Η θέση και η δράση στο λογοτεχνικό πεδίο αυτής της δευτέρου βαθμού λογοτεχνίας», λέει, «που γράφεται διαβάζοντας, είναι εν γένει, και δυστυχώς, παραγνωρισμένες. Επιχειρούμε εδώ να εξερευνήσουμε τούτα τα εδάφη. Ένα κείμενο μπορεί πάντα να διαβάζει ένα άλλο, και ούτω καθεξής ως το τέλος των κειμένων. Και τούτο εδώ δεν ξεφεύγει από τον κανόνα: τον εκθέτει και εκτίθεται κι αυτό το ίδιο. Θα διαβάσει καλά όποιος διαβάσει τελευταίος».