Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmaail.com]

Ο 60χρονος Κολομβιανός συγγραφέας ‘Εκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε δεν είναι ο σταρ, γιαυτό πέρασε στο παρασκήνιο τής έλευσης του Χαβιέρ Θέρκας. Πάντα στα πλαίσια του δέκατου φεστιβάλ ΛΕΑ που μας γνωρίζει συγγραφείς από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Λατινική Αμερική, στις χώρες δηλαδή, στις οποίες ομιλούνται τα ισπανικά και τα πορτογαλικά.

Εν τούτοις, λες και τους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής, τους έχει αγγίξει με το ραβδάκι της η μάγισσα της αλληλεγγύης, επικοινωνούν μεταξύ τους, αλληλοϋποστηρίζονται, αλληλοπαρουσιάζονται. Για κάποιους λόγους -που δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε-σ’ αυτούς περισσεύει η σύμπνοια και υπολείπεται ο εγωϊσμός.

‘Ετσι, η αναφορά στον Θέρκας από τον Φασιολίνσε, ως τον άνθρωπο που τον προέτρεψε να βγάλει -μετά από χρόνια- από το συρτάρι του το μυθιστόρημα «Ο χαμένος παράδεισος» (εκδόσεις Πατάκη, πρωτότυπος τίτλος «La Oculta»), την αντιληφθήκαμε ως μία ανυπόκριτη ευγνωμοσύνη. Βέβαια, στην χθεσινή παρουσίαση του βιβλίου του, στη Στοά του Βιβλίου, δεν θα έπαιρνε μπρος, αν δεν είχε στο πλάϊ ως παρουσιαστή του, τον 53χρονο συμπατριώτη του Σαντιάγο Καμπόα.

Το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί και ως ένα χρονικό μίας οικογένειας, η οποία διατηρεί για αρκετές γενιές μία φάρμα στην ορεινή περιοχή Λα Οκούλτα, χωμένη μέσα στα μετέωρα βουνά της Κολομβίας.  Πρωταγωνιστούν, οι κληρονόμοι αυτής της πολιτισμικής παράδοσης, στην οποία συγχωνεύονται το πνεύμα της φεουδαρχίας με το πνεύμα της αντίστασης, που  αριθμούν τρία αδέλφια: την προσηλωμένη στην γη και πρακτική Πιλάρ, την ρομαντική και υπάκουη στις φωνές των προγόνων Εύα και τον νοσταλγό ενός παραδείσιου παρελθόντος Αντόνιο-ομοφυλόφιλο που ζει στην Νέα Υόρκη.

Επειδή ένα βιβλίο δεν γράφεται από έναν μόνο, αλλά και από το περιβάλλον μέσα στο οποίο γράφεται, ακούσαμε τον Φασιολίνσε, χωρίς ίχνος ανταγωνιστικού σύνδρομου, να ευχαριστεί: «Στους συγγραφείς Μάριο Βάργκας Λιόσα, Χαβιέρ Θέρκας, Λέιλα Γκερριέρο  και Ρόσα Μοντέρο οφείλω κάτι πολύ σημαντικό: με αποπήραν που δεν έγραφα και με προέτρεψαν να μην παραδοθώ».

                             ‘Ενα «παλιομοδίτικο» μυθιστόρημα

Ο ‘Εκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε έχει χαραχτεί ως συγγραφέας από την παρουσία του δολοφονημένου πατέρα-γιατρού, δικηγόρου, βουλευτή, ακτιβιστή της Αριστεράς- και προσπαθώντας να τον βγάλει από την λήθη, ατομική και συλλογική, έγραψε «Η λήθη που θα γίνουμε» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη).

Αφού, λοιπόν, ξεμπέρδεψε από την αποκατάσταση της μνήμης του πατέρα του, ψαχνόταν. Είχε αρχίσει να μεγαλώνει ηλικιακά, κι όπως όλοι μας, μπήκε στον πειρασμό να επιστρέψει στην παιδική και εφηβική του ηλικία. Σ’ αυτή την κίνηση προς τα πίνω, τού γεννήθηκε η ιδέα, να γράψει-όπως λέει ο όδιος- ένα «παλιομοδίτικο» μυθιστόρημα.

«Παρατηρούσα ότι ενώ πολλοί συγγραφείς έχουν ασχοληθεί με θέματα πόλης, τα αγροτικά έχουν βγει εκτός του ενδιαφέοντός τους. Είναι γεγονός ότι οι ορεινές περιοχές είναι πιό συντηρητικές, ενώ οι πόλεις κοντά στη θάλασσα είναι ανεκτικές στην διαφορετικότητα. Στις πρώτες ψηφίζεται η Δεξιά, ενώ στις δεύτερες η Αριστερά». Είχε αρχίσει να γράφει τον «Χαμένο παράδεισο», αλλά κάποια στιγμή το παράτησε. ‘Ωσπου βρέθηκαν οι δικοί του άνθρωποι, οι συγγραφείς που προαναφέραμε, και ξαφνικά κινητοποιήθηκε. Και τελικώς ολοκλήρωσε μία οικογενειακή σάγκα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφού η μυθιστορηματική  έχει πολλά κοινά με την δική του οικογενειακή φάρμα.

Ετσι, σήμερα, μπορεί να λέει-κάπως ανακουφισμένος αλήθεια με το να φέρει εις πέρας το συγκεκριμένο μυθιστόρημα- ότι προσπάθησε να αντιμετωπίσει «το σπίτι ή τον οίκο ως παράδεισο. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Κολομβία, αν και ανεξαρτοποιήθηκε νωρίς, το 1810, δεν κατάφερε να λύσει το αγροτικό ζήτημα, αφού δεν έγινε ποτέ αγροτική μεταρρύθμιση. ‘Ετσι, οι απόγονοι των αποικιοκρατών Ισπανών έχουν περισσότερη γη από τους ιθαγενείς. Αλλά πείτε μου πόση γη μπορεί κάποιος δικαίως να κατέχει; Γιατί αυτή η προσήλωση στη γη;»

‘Ετσι διαμορφώθηκαν δύο στρατόπεδα, οι εργαζόμενοι των αφεντικών που δημιούργησαν παραστρατιωτικές ομάδες για να μην απολέσουν τα κεκτημένα και οι αντάρτες που βγήκαν από την ίδια γη και ζητούσαν δίκαια ανακατανομή του κολομβιανού καλλιεργήσιμου εδάφους. «Πρέπει να καταλάβετε ότι μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο από γυναίκες και είχα τη συνήθεια να τις ακούω να συζητούν. Ακόμη ακούω τις φωνές των αδελφών μου και μ’  αυτές τις φωνές μιλούν οι ηρωΐδες του μυθιστορήματός μου, η Πιλάρ και η Εύα.»

Κι ακόμη το βιβλίο είναι ένα σχόλιο για την κολομβιανή γλώσσα: «Τα ισπανικά μας είναι δουλόφρονα, δουλοπρεπή, του δούλου έναντι του αφέντη. Εκτός από το γλωσσικό, έχουμε και πρόβλημα ταυτότητας: δεν είμαστε ούτε Ευρωπαίοι, ούτε μαύροι, ούτε ιθαγενείς». Το μυθιστόρημα του ‘Εκτορ Αμπάδ Φασιολίνσε είναι μία αναζήτηση των πολλών και πολλαπλών κολομβιανών ταυτοτήτων πάνω στην διεκδικούμενη γη, καθώς ακούγονται εκατέρωθεν πυροβολισμοί από παραστριωτικούς και αντάρτες. Κι ανάμεσά σους, τις περισσότερες φορές, όμηροι οι πολίτες που κατοικούν στην περιοχή της Λα Οκούλτα.