Κάηκε τα ξημερώματα η ξύλινη στέγη του μουσουλμανικού τεμένους Βαγιαζήτ, που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία Διδυμοτείχου. Η φωτιά έγινε αντιληπτή στις 3 τα ξημερώματα και κατασβέστηκε.

Λόγω της μεγάλης θερμότητας όμως στο εσωτερικό του οθωμανικού μνημείου δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί αν έχει καεί και ο περίφημος ξύλινος διάκοσμός του εσωτερικά. Ωστόσο, το κηρυγμένο αυτό μνημείο (από το 1946) διατηρούσε ώς χθες την αρχική του στέγη που ήταν από ξύλο βελανιδιάς.

Η ελληνική πολιτεία για πολλά χρόνια αντιμετώπιζε με «μπαλώματα» τα σοβαρά προβλήματα που παρουσίαζε το μνημείο τόσο στη στέγη του, που τώρα κάηκε ολοσχερώς, όσο και στον υπό κατάρρευση μιναρέ. Το 2010 όμως αποφασίστηκε η έναρξη μιας συνολικής αναστήλωσης και συντήρησής του γιατί πρόκειται για «το σημαντικότερο μουσουλμανικό μνημείο της Ευρώπης και οφείλουμε να το αναδείξουμε» όπως είχε πει τότε η γ.γ. του ΥΠΠΟ Λίνα Μενδώνη στα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, για να μην καθυστερήσουν άλλο την έγκριση των σχετικών μελετών.

Το οθωμανικό αυτό μνημείο θεωρείται το σημαντικότερο επί ευρωπαϊκού εδάφους και το μεγαλύτερο των Βαλκανίων. Αρχισε να κτίζεται κατόπιν διαταγής του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α’ το 1367 και εγκαινιάστηκε το 1420.

Ο δήμαρχος Διδυμοτείχου, που έσπευσε χθες στον τόπο της καταστροφής, έκανε χρόνια εκκλήσεις για τη σωτηρία του τζαμιού και μάλιστα πρόσφερε ένα σεβαστό ποσό για τη μελέτη, για να πάψουν να το βλέπουν οι ντόπιοι καθημερινά να καταρρέει. Η ανάγκη για τη λήψη κάποιων σωστικών μέτρων φάνηκε ήδη από το 1969.

Τότε πρωτοάρχισαν οι σωστικές επεμβάσεις και αφορούσαν τη συντήρηση των μολύβδινων φύλλων της στέγης. Τοποθετήθηκαν στα κενά κάποιες λαμαρίνες, οι οποίες αντικαταστάθηκαν ύστερα από μία δεκαπενταετία με φύλλα μολύβδου. Οι υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού χρειάστηκε να επέμβουν κι άλλες φορές, τοποθετώντας εσωτερικά υποστυλώματα, συντήρησαν κάποιες τοιχογραφίες, και το 1999 κάλυψαν τη σκεπή με μια πλαστική μεμβράνη, για να μην μπαίνουν μέσα τα νερά της βροχής.

Το 2008 όμως, όταν έπεσαν κάποια κομμάτια από το δεύτερο εξώστη του μιναρέ, καταστράφηκε ένα τμήμα της μεμβράνης της στέγης. Η τρύπα διορθώθηκε, αλλά παρέμεινε ο κίνδυνος κι άλλων αλλοιώσεων από έναν πιθανό σεισμό.

Το τεράστιο σε μέγεθος αυτό τέμενος έσωζε πάνω από την κεντρική είσοδό του την κτητορική επιγραφή και σε μια πλάγια είσοδο μια άλλη, που αναφέρει ότι ο καδής Διδυμοτείχου που ανέλαβε την οικοδόμησή του ήταν ο Seyyid Ali και οι αρχιτέκτονες που το σχεδίασαν ήταν οι: Dogan bin Abdullah και Ivan bin Bayezid (ο ίδιος έχει κατασκευάσει το γνωστό και σημαντικό Πράσινο τζαμί στην Προύσα).

Τα εν εξελίξει έργα που γίνονταν αφορούσαν τη δομική αποκατάσταση του κτηρίου, την επισκευή του πανύψηλου κυλινδρικού μιναρέ (ύψους 22 μ.), που έχασε από μια θεομηνία το 1970 την κωνική απόληξή του, και την επισκευή της στέγης, που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ξύλινα ιστορικά μνημεία της Ευρώπης.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της στέγης (εμβαδού ενός στρέμματος) είναι ότι δεν αποτελείται από τρούλους, όπως συνηθίζεται στα οθωμανικά τεμένη. Είναι τριγωνική, ξύλινη και επηρεασμένη από την αρχιτεκτονική των Σελτζούκων.

Το τέμενος καλύπτει έκταση σχεδόν ενός στρέμματος και αποτελείται από μια τετραγωνική αίθουσα προσευχής κι έναν ενιαίο μιναρέ. Οι μελετητές του μνημείου πιστεύουν ότι «η ιδιόρρυθμη στέγη του ίσως προήλθε από την αλλαγή του αρχικού σχεδίου, λόγω του θανάτου του σουλτάνου. Γιατί τα στοιχεία της κάτοψης και τα πάχη των τοίχων συνηγορούν στο ότι υπήρχε η πρόθεση να γίνει κάλυψη με δύο κεντρικούς θόλους στον άξονα της εισόδου και άλλους δύο σκαφοειδείς εκατέρωθεν.

»Παρατηρήθηκε επίσης ότι υπάρχουν αναμονές στην πρόσοψη για ένα προστώο που θα καλυπτόταν από τρεις χαμηλότερους θόλους. Αντ’ αυτών κατασκευάστηκε ένα σχεδόν τετράγωνο κτίσμα κάλυψης, με μια εξαιρετικά ογκώδη πυραμιδοειδή ξύλινη στέγη, η οποία ήταν καλυμμένη με μολύβι και με τρουλωτή ψευδοροφή στο εσωτερικό της».

Η ελληνική πολιτεία έχει αναστηλώσει δεκάδες οθωμανικά μνημεία την τελευταία εικοσαετία, στο ερώτημα λοιπόν γατί άφησε το σημαντικότερο σε αυτή την κατάσταση, η απάντηση των αρμοδίων το 2010 ήταν ότι η καθυστέρηση της λήψης μέτρων για την οριστική λύση των προβλημάτων αυτού του μνημείου δεν οφειλόταν τόσο σε αδιαφορία ή στις συνήθεις μυωπικές προκαταλήψεις. Ούτε στην έλλειψη πόρων. Υπήρξε ένας σκεπτικισμός για τον τρόπο επέμβασης, κυρίως στη στέγη.

«Εξετάστηκαν πολλές λύσεις, όπως η αποσυναρμολόγηση της στέγης και η ανακατασκευή της και η εισαγωγή φέρουσας μεταλλικής κατασκευής», είχε πει τότε ο εισηγητής της μελέτης στο ΚΑΣ κ. Μποζιόπουλος. «Ολες οι λύσεις παρουσίαζαν δυσεπίλυτα τεχνικά προβλήματα και ήταν εξαιρετικά επικίνδυνες στην εφαρμογή τους».

Μάλιστα, η αρχική μελέτη παρουσιάστηκε σε επιστημονική διημερίδα στο Διδυμότειχο. Οι συμμετέχοντες από διάφορα κράτη συμφώνησαν με το πνεύμα της μελέτης. Ωστόσο, επισημάνθηκε πως σε άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε. και κυρίως στην Ιταλία έχουν αναπτυχθεί νέες επιστημονικές μέθοδοι, που δίνουν τη δυνατότητα ενόργανης αποτύπωσης των ξύλινων στοιχείων στη θέση που βρίσκονται. Με μια βελόνα που μπαίνει στο ξύλο, διαπιστώνεται ο βαθμός αλλοίωσής του σε βάθος.

Αυτό ακριβώς αποφασίστηκε να γίνει και η μέθοδος αυτή να εφαρμοστεί σε συνεργασία με μια επιστημονική ομάδα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Σήμερα μεταβαίνει στο Διδυμότειχο η γ.γ. του ΥΠΠΟΑ Μαρία Βλαζάκη για να εξετάσει με ειδικούς την κατάσταση του μνημείου και να διερευνηθούν τα αίτια που προκάλεσαν την καταστροφή.

Τη διαβεβαίωση ότι θα προχωρήσει άμεσα η αποκατάσταση των όποιων ζημιών έχει προκαλέσει η πυρκαγιά στο τέμενος Βογιαζήτ, στο Διδυμότειχο, έδωσε ο υφυπουργός Εξωτερικών, Γιάννης Αμανατίδης, μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό “Πρακτορείο 104,9 FM”.

«Η θέληση της κυβέρνησης είναι άμεση αποκατάσταση» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Αμανατίδης και πρόσθεσε πως εκτός της γενικής γραμματέως του υπουργείου Πολιτισμού, Μαρίας Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, στο Διδυμότειχο θα μεταβεί και ομάδα επιστημόνων.

«Θα προχωρήσουμε άμεσα στη συντήρηση και αποκατάσταση των όποιων ζημιών έχουν γίνει» υπογράμμισε ο υφυπουργός Εξωτερικών.