Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία της πλατείας Κάνιγγος που υποστηρίζει το κείμενο αυτό φέρει την υπογραφή του ουκρανικής καταγωγής αμερικανού φωτογράφου Ντμίτρι Κέσελ.

Είναι τραβηγμένη, μετά από μία μάχη (μάχες;) ΕΛΑΣιτών και Βρετανών, κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών του 1944. Ο κόσμος κυκλοφορεί ελεύθερα, κι αν δεν εστιαζόταν το βλέμμα μας στα μισογκρεμισμένα κτίρια από τους όλμους και τα βλήματα των βρετανικών τανκ, θα πιστεύαμε ότι ήταν μία «ήσυχη» μέρα ενός οποιουδήποτε παγωμένου Δεκέμβρη.

Ίσως τα ρούχα των περαστικών να σηματοδοτούσαν την εποχή που τραβήχτηκε η φωτογραφία, οι οποίοι διασχίζουν την πλατεία σαν να βιάζονται να πάνε στη δουλειά τους. Το καλ.λιτεχνικό αποτέλεσμα κινείται σε μία επιφανειακή ηρεμία και δεν έχει τίποτα το ανησυχαστικό, εκτός από τον άνδρα σε πρώτο πλάνο, ο οποίος χωρίς να είναι ξαφνιασμένος, περιεργάζεται, καθότι νοιώθει πρόσκαιρα ασφαλής, τα φριχτά ερείπια που κάποτε στέκονταν όρθια οικήματα, καθότι «θεμελιωμένα» από ανθρώπινες φωνές.

Σ’ ένα οδόφραγμα αυτής της αθηναϊκής πλατείας, βρέθηκε ως μαχητής ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου (1924-1991). Ακόμη δεν είχε διαμορφωθεί ως δημιουργός, όμως στο αίμα του κυκλοφορούσε η νεότητα ενός φτωχόπαιδου από το Μεταξουργείο, φανατικού γιά γράμματα και νέες ιδέες. Αργότερα αυτό το «παιδί» θα δράσει όχι μόνο με την «έντεχνη» ποίηση του, αλλά και με τα υπέροχα τραγούδια του.

Βγαλμένος μέσα από τον μεγάλο πόλεμο, που μόλις έχει σημάνει ψευδεπίγραφα η λήξη του και αφού έχει ήδη χωρίσει τους Ελληνες σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Κακά τα ψέμματα, η γερμανική και η ιταλική Κατοχή γιά τους λίγους αιώνιους καταφερτζήδες και κατ’ επιλογή προδότες, λειτούργησε ως πεδίο πλουτισμού δοσίλογων και μαυραγοριτών, ενώ τους περισσότερους τους συσπείρωσε γύρω από το ΕΑΜ, μία πολιτικά και ιδεολογικά πλουραλιστική αντιστασιακή οργάνωση, γιά την οποία πολύς λόγος γίνεται τώρα τελευταία από ορισμένους αναθεωρητές της νεοελληνικής ιστορίας της συγκεκριμένης περιόδου.

Μία μέρα του Δεκέμβρη του 1944, στα οδοφράγματα της πλατείας Κάνιγγος συνελήφθη ο Δημήτρης Χριστοδούλου και βρέθηκε μαζί με άλλους χιλιάδες αγωνιστές, στο βρετανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων Ελ Ντάμπα. Στην πλειονότητα τους ήταν κομμουνιστές, αλλά ανάμεσά τους -από μαρτυρίες που έχουμε-, βρέθηκαν και λούμπεν στοιχεία που τα συνέλαβε η βρετανική στρατιωτική δαγκάνα, γιατί βρέθηκαν τυχαία στον χώρο των μαχών.

Η επανέκδοση του μυθιστορήματος «Ελ Ντάμπα» του Δημήτρη Χριστοδούλου (εκδόσεις Μετρονόμος), κοντά σαράντα χρόνια από την πρώτη έκδοση του από τον «Κέδρο», είναι ένα μνημείο αξιοπρέπειας γιά τις βιαιοπραγίες της τάχατες συμμάχου Βρετανίας, με τη σιωπηλή συγκατάθεση της τότε ελληνικής κυβέρνησης, με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου:

«[…] Τυλιγμένοι μέσα στην τρυπημένη χλαίνη, με το ‘‘μαύρο καρό’’ στην πλάτη γιά να μην μπορούν να αποδράσουν, με μια πιτζάμα γκρι από μέσα και τα άρβυλα γιομάτα από την ψιλή άμμο της Λιβυκής φωνάζουν: ‘‘ Όλα, όλα, όλα…’’, συνεχίζοντας τον αγώνα γιά επιβίωση, κάτω απ’ τα χέρια των συμμάχων τώρα και δυο βήματα από το πεδίο της νίκης, του Ελ Αλαμέιν.
»Είναι δέκα χιλιάδες Έλληνες, μεταφερμένοι χίλια εξακόσια μίλια μακριά από το Λεκανοπέδιο της Αττικής, και που με μια μονοκοντυλιά του Τσόρτσιλ βρέθηκαν πακέτο στην άμμο.
»Αντάρτες, εφεδρικοί, άμαχος πληθυσμός, παιδιά και γέροι, χωροφύλακες, αστυφύλακες, πυροσβέστες, δημόσιοι υπάλληλοι, δικηγόροι, πολιτικοί άντρες ύποπτοι για φιλοεαμισμό και αθώοι του ύπνου και του απότομου ξυπνήματος της προελαύνουσας φάλαγγας των αλεξιπτωτιστών, βρέθηκαν στα «κλουβιά», τα περίφημα «Κέιτς» , στο 312 στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου της El Daba!»

Ο πρωταγωνιστής, ο 16χρονος Άρης, είναι ένας ανυποψίαστος μέχρι τη σύλληψή του περί τα πολιτικά. Τον έχουν πιάσει στην Ομόνοια, μπροστά στου Μπακάκου, καθώς τρέχει κατά την οδό Αθηνάς, μήπως και βρει κανένα κομμάτι ψωμί και κανένα λάχανο για την μάνα και τα δύο μικρότερα αδέλφια του που λιμοκτονούν.

Ο οδηγός του βρετανικού Φόρντσον βρέθηκε στην γραμμή πυρός και θέλοντας να σώσει τη ζωή του και καθώς έπεσε μπροστά του ο Άρης, αντί να τον σκοτώσει, τον φόρτωσε στην καρότσα μαζί με άλλους αιχμαλώτους. Σε λίγα δευτερόλεπτα ένας όλμος θα βρει το μπαλκόνι ξενοδοχείου και θα τινάξει στον αέρα μία ακροβολισμένη ομάδα.

Ο Δημήτρης Χριστδούλου, κοντά σαράντα χρόνια από την εμπλοκή του αυτή, στήνει το μυθιστόρημα «Ελ Ντάμπα», αντί να γράψει μία μαρτυρία σε πρώτο πρόσωπο ή το χρονικό της κράτησής του που κράτησε περί τους δύο μήνες μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας που προέβλεπε αφοπλισμό των ΕΛΑΣιτών, τον Φλεβάρη του 1945.

Μετερχόμενος το εύρημα του έφηβου-κρύβεται η πρωτογενής εμπειρία πίσω από αυτό το προσωπείο-, χρησιμοποιώντας το τρίτο πρόσωπο και ζωντανούς, κοφτούς διαλόγους που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση, φτιάχνει ένα οιονεί φιλμ χρησιμοποιώντας την μέθοδο του μοντάζ.

Ο Άρης, αυτό το ανίδεο από θεωρίες και ιδέες «κουτάβι» ενηλικιώνεται πνευματικά και πολιτικά μέσα στο κλουβί και το μόνο που μαθαίνουμε, μετά την επιτροφή του στην Αθήνα, είναι ότι τρώει κάμποσες στην Ασφάλεια, αφού έχει πέσει σύρμα ότι στη φυλακή έχει περάσει από το κομμουνιστικό «πανεπιστήμιο». Από την ανάκριση:

«-Τι ήθελες στην Ελ Ντάμπα;
-Με πήγαν οι Άγγλοι!
Του ’χουν δώσει ένα μπαμπάκι με οινόπνευμα και καθαρίζει τις πληγές του.
-Σου κάνανε διαφώτιση ’κει κάτω τα ‘‘κουμμούνια’’; του λέει ο αξιωματικός.
-Μου κάνανε, λέει ο Άρης
-Λοιπόν, τι παραπονιέσαι, κουκουέδαρε; Θες να φας και τις υπόλοιπες;
-Κι άλλες; Λέει ο Άρης
-Λίγες έφαγες
-Μα αφού δεν πήρα μέρος.
-Θα πάρεις, ρε πουστόπαιδο, αργότερα, νομίζεις δε σας ξέρουμε, σαν τις ψείρες είσαστε, μια σκοτώνεις δέκα βγαίνουν…[…]».

Δεν μαθαίνουμε τίποτε άλλο γιά τον μικρό μας ήρωα. Αν πήρε μέρος στο δεύτερο αντάρτικο με τους μαχητές του ΔΣΕ, αν σπούδασε, έστω αν εξακολούθησε να παραμένει στις τάξεις της Αριστεράς. Στις ακροτελεύτιες αράδες μαθαίνουμε ότι είναι παντρεμένος, καθώς ζητάει από την γυναίκα του να του φτιάξει έναν καφέ για να εξηγήσει στην ηλικιωμένη μητέρα του τι σημαίνει να διαβάζεις…

Γιατί έχει γίνει φανατικός βιβλιόφιλος, μετά τα βιβλία που του χάρισε ο «ευγενικός», ένας άγνωστος «συναγωνιστής» του με πολυετείς εξορίες στην πλάτη. Δεν μαθαίνουμε τίποτα για τον μυσταγωγό του. Εχει ξεσπάσει ο δεύτερος εμφύλιος, στον οποίο μάλλον πήρε μέρος, γιατί ο συγγραφέας τον αναγγέλει. Δεν μαθαίνουμε τίποτα άλλο για αυτόν. Μόνο τα βιβλία του έμειναν στην βιβλιοθήκη του Άρη.

Το μυθιστόρημα «Ελ Ντάμπα» είναι ένα βιβλίο πολιτικής διαπαιδαγώγησης υπό συνθήκες κράτησης, είναι η μύηση ενός απολίτικου πλάσματος στην πολιτική αυτοσυνειδησία, είναι η έξοδος του από τον μικροαστισμό μιας ενδεούς οικογένειας. Πολύ σημερινό για να είναι χθεσινό και πολύ μελλοντικό για να το ξεπεράσουμε. Το ζούμε σ’ άλλα συμφραζόμενα.