Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Είναι ένα όνειρο που ξύπνησε σαν εφιάλτης ή ένας εφιάλτης που κόπηκε από το όνειρο; Τι είναι αυτές οι στιγμές, οι άπιαστες, τι είναι αυτές οι στιγμές της φωνής και της αντήχησής της, τι είναι αυτό που σηκώθηκε πάνω από τα νεοκλασικά κτίρια της οδού Πατησίων, και ανορθώθηκε και πέταξε, μέσα από τα ραδιοκύματα, πρώτα στις γύρω γειτονιές, στις κοντινές συνοικίες και μετά κι άλλο κι άλλο μέχρι τα ουράνια. Κι από κει σ’ όλη την Ελλάδα που κοιμόταν μέσα στο βαθύ και σκοτεινό ύπνο της δικτατορίας.

Ξάφνου, η χώρα ξύπνησε, κι όλα βάφτηκαν κόκκινα και γαλανά, συννεφιασμένα και ασυννέφιαστα, κι όλα τα χρώματα συνταίριαξαν, χώρισαν, φιλιώθηκαν, εναντιώθηκαν. ‘Ωσπου ένα ουράνιο τόξο τεντώθηκε στα επτά του χρώματα κι όλα ξανάνιωσαν, ξαναχρωματίστηκαν, ξανακινήθηκαν. Η ζωή βγήκε από τον ληθαργικό ύπνο της και κινήθηκε προς το φως των πρώτων ωρών της ημέρας, όταν είναι διαφανές σαν αλχημιστικός κρύσταλλος της μετουσίωσης της ύπαρξης.

Φωνές, κραυγές, αίμα, αδέσποτες, τανκ, γένια, μακριά μαλλιά, αμπέχωνα, φαντασίωση της επανάστασης, επαναστατημένες ιδέες, εφημερίδες διαβασμένες, αδιάβαστες, διπλωμένες, αδίπλωτες, σχισμένες. Συνθήματα, ψωμί, παιδεία, ελευθερία, λέξεις που χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν, πέρασαν στο παρασκήνιο και στο προσκήνιο. Ερπύστριες, κάγκελα, σίδερα, ασθενοφόρα, τραυματίες, νεκροί, συλλήψεις, νοσοκομεία, νεκροτομεία, κρατητήρια, βασανιστήρια. Εικόνες, ήχοι, απόηχοι, όνειρα χαμένα στην πραγματικότητα, πραγματικότητα χαμένη μέσα στο όνειρο.

Και ένας ανάμεσα στο πλήθος και το πλήθος βυθισμένος στην καρδιά τού ενός, στους κερδισμένους της μνήμης, στους εχθρούς της αμνησίας, το πλήθος που γινόταν μονάδα στην μοναξιά και σύντροφος στην αγωνία, καλώδια, ραδιοσταθμός, μικρόφωνο, Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο, Είμαστε άοπλοι, Είμαστε άοπλοι, Είμαστε άοπλοι, Αδέλφια μας στρατιώτες, Αδέλφια μας στρατιώτες, Αδέλφια μας στρατιώτες,

Ο Εθνικός Ύμνος ανατριχιαστικά ειπωμένος από το στόμα τού Δημήτρη Παπαχρήστου ενός 24χρονου φοιτητή της τότε Ανωτάτης Εμπορικής. Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, στα εξήντα επτά του χρόνια μ’ ένα μάτι που γυαλίζει από δημιουργία, αισθάνεσαι ότι δεν πέρασε ούτε μία μέρα από την 17η Νοέμβρη.

Ο λόγος του οικείος, στιβαρός, λαϊκός, αυθόρμητος, άμεσος, ευθύς. Πιστεύει ότι τα προτάγματα εκείνου τού Νοέμβρη δεν έχουν ακόμη δικαιωθεί, αλλά παραμένουν ως φωτεινά σήματα στην καθημερινότητά μας, γιατί δεν θέλει να ξεχαστεί μία από τις σημαντικότερες μεταπολεμικές εξεγέρσεις, κι ας μην είχε παλλαϊκή υποστήριξη, κι ας ξεκίνησε, ας κρατήθηκε και ας ολκληρώθηκε στα μέτρα της θέλησης μιας μερίδας φοιτητών.

Τον συναντήσαμε μέσα σ’ αυτή την εβδομάδα και ήπιαμε μαζί του ένα ποτήρι κρασί, Κρατούσε ένα φάκελο. Κάποια στιγμή μού είπε ότι θα μιλήσει ανήμερα της 17ης Νοέμβρη, στο 4ο Δημοτικό Σχολείο Υμηττού. «Δημήτρη,  έχεις την ομιλία αυτή μαζί σου;», τον ρώτησα. «Την έχω», μού απάντησε. Μού την έδωσε, έβγαλα μία φωτοτυπία από το πρωτότυπο. Μάς την εμπιστεύτηκε και τού υποσχεθήκαμε να την δημοσιεύσουμε.

«Πριν μισό αιώνα», ξεκινάει την αφήγησή του, απευθυνόμενος στα παιδιά τού Δημοτικού, τα οποία λειτουργούν κυρίως με το παιχνίδι των εικόνων, «έγινε στην πατρίδα μας δικτατορία. Κάποιοι στρατιωτικοί κατέβασαν τα τανκ, συνέλαβαν τούς πολιτικούς, κατάργησαν τη Βουλή και έβαλαν τη πατρίδα μας στο ‘’γύψο’’. ‘Ετσι έλεγε ο αρχηγός τους, ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος. Τα κόμματα και οι πολιτικοί ‘’πιάστηκαν στον ύπνο’’, δεν περίμεναν να κινηθεί ο στρατός.

»Εκείνο το καιρό είχαμε και βασιλιά που επενέβαινε στην πολιτική ζωή τού τόπου. Είχαμε και κινητοποιήσεις τού λαού για δημοκρατία, είχαμε τους νέους να βγαίνουν στους δρόμους και να ζητάνε περισσότερα λεφτά για τη παιδεία».

Και μετά και μετά τι έγινε; Τι ακριβώς σημαίνει δικτατορία; Πώς κυβερνούσαν; Πώς φέρονταν στους πολίτες;

Συνεχίζει ο Δημήτρης Παπαχρήστος: «Στις 21 Απριλίου τού 1967 λίγο πριν γίνουν εκλογές, η χούντα των στρατιωτικών κατέλαβε την εξουσία και συνέλαβε πολλούς αριστερούς και δημοκράτες. Πολλούς τούς έστειλε εξορία, πολλούς βασάνισε. Γίνονταν στρατοδικεία και έκλειναν στις φυλακές τούς αγωνιστές».

Κι ο λαός μας δεν αντέδρασε σ’ αυτά τα κακά; Τα άφησε να περάσουν έτσι;

«Πολλοί όχι παρά πολλοί, έφτιαξαν οργανώσεις, έγραφαν προκηρύξεις για να ενημερώσουν το λαό αλλά και τούς ξένους για τούς βασανισμούς που έκανε η χούντα και αγωνίζονταν για την ελευθερία και την αποκατάσταση τής δημοκρατίας»,

Εσείς που ήσασταν φοιτητής, τι ακριβώς κάνατε; Πηγαίνατε στα μαθήματά σας; Μήπως είχατε δυσκολίες;

«Οι φοιτητές στα πανεπιστήμια άρχισαν να αντιδρούν, άρχισαν να οργανώνονται, άρχισαν να ζητάνε εκλογές μέσα στα πανεπιστήμια.

»’Αρχισαν να κινητοποιούνται και το ‘’πανεπιστημιακό τμήμα’’ της ασφάλειας τους παρακολουθούσε και τους συνελάμβανε, τους βασάνιζε, μα αυτοί δεν το βάζανε κάτω».

Πώς φθάσαμε τον Νοέμβρη τού 1973; Γιατί ξεσηκωθήκατε; Τι ζητάγατε; Σάς κυνήγησαν;

«Πέρασαν δυο τρία χρόνια κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες και ήρθε το 1973 και τους βρήκε έτοιμους να εξεγερθούν…

»Το Πολυτεχνείο τούς περίμενε να μπούνε μέσα και να φωνάξουν ‘’ ’Εξι χρόνια είναι πολλά δεν θα γίνουνε επτά’’, ‘‘Κάτω η χούντα, δημοκρατία, ελευθερία’’,  ‘’Ψωμί παιδεία ελευθερία’’, ‘’Έξω οι Αμερικάνοι’’, ‘’’Εξω το ΝΑΤΟ’’, ‘’Συμπαράσταση λαέ’’ και πολλά άλλα συνθήματα όπως ‘’Εργάτες αγρότες φοιτητές’’. Συνθήματα και πράγματα που όταν μεγαλώσετε θα τα καταλάβετε και θα συνεχίσετε να αγωνίζεστε από εκεί που δεν μπορέσαμε να φτάσουμε εμείς, γιατί το Πολυτεχνείο είναι και δικό σας, δείχνει το δρόμο τού αγώνα. Είναι σύμβολο, είναι ένα ιστορικό γεγονός και σταθμός για το μέλλον που έχει δυστυχώς πολλή ξηρασία».

Αλλά πείτε, πείτε μας σας παρακαλώ τι έγινε εκείνες τις μέρες που κλειστήκατε μέσα στο Πολυτεχνείο; Υπήρξαν τραυματίες, υπήρξαν νεκροί;

«Μέσα στο Πολυτεχνείο κλειστήκαμε τέσσερις πέντε χιλιάδες νέοι φοιτητές, μαθητές, εργάτες. Απέξω ήρθε για συμπαράσταση ο αθηναϊκός λαός, καμιά πενηνταριά χιλιάδες, γίνανε ασπίδα προστασίας μας, δεν ήταν παρά πολλοί αλλά ήταν ψυχωμένοι. Σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν πολλοί, η χούντα κατέβασε ξανά τα τανκ και το στρατό. Γίναμε ‘’ελεύθεροι πολιορκημένοι’’, φωνάζαμε συνθήματα, τραγουδούσαμε, φτιάξαμε το ραδιοφωνικό σταθμό για να ακουστεί η φωνή μας, να ξεσηκωθεί ο λαός, να πέσει η χούντα, για μάς το ψωμί ήταν κάτι πιο λίγο από την ελευθερία».

Ο ραδιοφωνικός σταθμός ακούστηκε σ’ όλη την Ελλάδα; Ξεσήκωσε τον κόσμο;

«Ακουστήκαμε παντού, στη Θεσσαλονίκη ξεσηκωθήκανε οι φοιτητές, το ίδιο και στην Πάτρα. Δεν θα μπορούσε να σταθεί άλλο η χούντα, είχε σκοτώσει, είχε χυθεί αίμα, γι αυτό χρησιμοποίησε τα τανκ και τη βία, γιατί ο λαός θα κατέβαινε στους δρόμους την άλλη μέρα και δεν θα μπορούσαν να κινηθούν».

Και ποιό δίδαγμα βγαίνει από αυτό το γεγονός; Τι πρέπει να μάθουμε; Τι πρέπει να κρατήσουμε στην μνήμη μας;

Το Πολυτεχνείο ανήκει σε όλους εκείνους που συνεχίζουν να αγωνίζονται. Είναι ζώσα μνήμη, αντιστέκεται σε κάθε μορφή εξουσίας. Δυστυχώς δεν έχουμε την πλήρη αποκατάσταση της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Η χούντα έπεσε στα μαλακά, στην αγκαλιά αυτών των πολιτικών που την εξέθρεψαν. Δυστυχώς έγινε η προδοσία τής Κύπρου και μπήκε ο στρατός της Τουρκίας στο νησί.

’Οταν μεγαλώσετε, θα βγείτε στη ζωή και τη κοινωνία ως ενεργοί πολίτες. Χρειάζεται να καλλιεργείτε την μνήμη με γνώση και πίστη πώς μπορεί ν’ αλλάξει ο κόσμος με δικαιοσύνη, ανθρωπισμό και όνειρο, με την ελευθερία να γίνεται δημιουργία και τέχνη».

Ακόμη κι αν δεν αλλάξει ο κόσμος, τα παιδιά που αύριο θα γίνουν έφηβοι και μεθαύριο ενήλικες θα ζουν με τ’ όνειρο ότι μπορεί ν’ αλλάξει. Κι όλα θα ναι ένα όνειρο χωρίς εφιάλτες, όνειρο γλυκό που παίρνει τα νήπια και γαλήνια τα κοιμίζει μέσα στο φωτεινό μέλλον τους.