Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο Γιάννης Τζανετάκης με την ένατη ποιητική του συλλογή «Θαμπή πατίνα» (εκδόσεις «Πόλις»), συμπληρώνει ακριβώς σαράντα χρόνια από πότε που πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα, με τις «Μούμιες στην πανσέληνο». 

Το όριο του κάθε ποιήματος δεν ξεπερνάει την μία σελίδα, και δεν είναι λίγες φορές που ο ποιητής «εκμετταλλεύεται» μόνο την κορυφή με σχολιογραφικά δίστιχα ή τετράστιχα. Και στα συνολικά σαράντα επτά στιχουργήματα, συμβάντα ζωής και συμβάντα δημιουργίας, ο τόνος είναι πανομοιότυπος, ισοϋψής και κάπως μονοτονισμένος, αφού  ένα μονόχορδο άσμα ακούγεται επαναληπτικά.

Το άσμα αυτό, το οποίο ακούγεται σαν από ήχο κιθάρας που σβήστηκε στα πιο αποσκότεινα δάση της μνήμης, έλκει την καταγωγή του από την παιδική και την εφηβική ηλικία. Με τόπο συγκέντρωσης, ανάπτυξης και έκφρασης την γενέθλια Καλαμάτα, κι ό,τι αυτή η πόλη εκπέμπει ως περιοχή της πορείας προς την ενηλικίωση.

Μέσα από την πόλη, με τις συναντήσεις της και τους αποχωρισμούς της, την νεότητα της και τα γηρατειά της, τις γεννήσεις και τους θανάτους της, ο τόπος γέννησης μεταμορφώνεται σ’ έναν καθρέφτη -καθόλου παραμορφωτικό-, όπου ο Γιάννης Τζανετάκης αυτοεκπαιδεύεται κερδίζοντας και την ίδια στιγμή απολύοντας τον δυσβάσταχτο-αλήθεια-χρόνο των ρολογιών.

 

Αυτά τα ποιήματα σε καμία περίπτωση δεν τα αντιμετωπίζεις ως αυτόνομα σε χαλαρή παράθεση ποιήματα, αλλά τα διαβάζεις όλα μαζί ως ενιαίο σύνολο, αφού διαθέτουν πρωτίστως τον πρέποντα λυγμό, ενώ το θέμα έρχεται ύστερο και καταβαραθρωμένο από την ροπή του συναισθήματος. Επίκαιρα και ανεπίκαιρα σε άσπρο και μαύρο, αλλά και χρώματα τονισμένα και σβησμένα από φωτογραφίες πολαρόϊντ, αλλού εντόνως χρωματισμένα κι αλλού ατόνως αποχρωματισμένα, λες κι έβρεχε όλη την νύχτα και δεν είχαν σωθεί τα ύδατα εξ ουρανού μέχρι να ξημερώσει.

Πρωτίστως πρωταγωνιστούν οι δύο φακοί της κινηματογραφικής και της φωτογραφικής μηχανής, χωρίς όμως το καδράρισμα της γραμμικής αφήγησης, αλλά ένα ατελείωτο άναρχο και αζουμάριστο τράβελινγκ μέχρι τα έσχατα της ανάμνησης και εκ νέου φορτισμένης ως παροντικής παρουσίας στην έκτη δεκαετία του Γιάννη Τζανετάκη. Φιλιά, φιλάκια στο στόμα των ερωτευμένων και πάλι φιλιά αποχαιρετιστήρια στο στόμα των αποθανόντων, μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ φωτός και σκιάς. Πάνω σ’ αυτή τη διχοστασία ζυγίζει η ζυγαριά το αζύγιστο του βίου: «μ’ έσφιγγε/με φίλαγε/μου ‘κανε χαρές//-κάδρα αμοντάριστα/σε μονόπλανο-//μέσα στη ζάλη μου/τη φίλησα κι εγώ».

 

Ταινίες που προσωποποιήθηκαν, μετά την προβολή τους, αφού μέσα  τους σχηματίστηκε μία οιονεί αυτοβιογραφία του ποιητή, νέα αντικείμενα τεχνολογίας που ως τοτέμ και ταμπού σήμαναν την αλλαγή και μέσα στο ξεκίνημά της, απέμειναν πίσω ως απομεινάρια ενός αδιάβαστου κόσμου, αφού το ποδοσφαιρικό ματς έγινε και δεν έγινε: «σε ξένα σπίτια/σε βιτρίνες/παίζει η ‘Αρσεναλ//-σαν Χάιμπουρι χιονίζει η Uranya-//μέσα απ’ τις στέγες/βγαίνουν αερόστατα».

Στίχοι που ίσως παραπέμπουν σε πίνακες όπως του Ρενέ Μαγκρίτ, οπότε συντελούνται εικονοποιΐες και εικονογραφίες, μέσα από τις οποίες, ο πραγματικός κόσμος αναποδογυρίζει, αντιστρέφεται, αντιμετατίθεται, τέλος δίνει το χέρι του σε μία υπερρεαλίζουσα φαντασιοσκόπηση έως τα όρια της έλλειψης βάρους, Οι ποιητικοί πίνακες του Γιάννη Τζανετάκη είναι γεμάτοι από αδίστακτη, ρημαγμένη, εξ ου και ρημάζουσα επαρχία που κάποτε ήταν κέντρο εμπορίου και λιμάνι εισαγωγών-εξαγωγών, κι όπως άλλαξε η ελληνική οικονομία, άλλαξε κι αυτή, παραδομένη στην καθόλου ωραία ερήμωση, αλλά στην πλεισίστια εγκατάλειψης επαρχία.

Η δεδηλωμένη αγάπη του για το ποδόσφαιρο -μέσα σ’ αυτή την ερημιά αποσυντίθεται- γι αυτό και δεν εκβάλλει σε γηπεδικούς ήρωες που είναι οι σημερινοί και αναγνωρίσιμοι, σφύζοντες υγείας ποδοσφαιριστές, με οδοντοστοιχία για διαφήμιση οδοντόκρεμας, αλλά οι χθεσινοί -απολιθώματα του παρελθόντος τους-, με χοντρές κοιλιές, αξύριστοι και θλιμμένοι που κλωτσάνε πέτρες στα στενά της Καλαμάτας, ώσπου «να μπουν ξανά στο γήπεδο//ένα χαμένο να γυρίσουνε παιχνίδι».

Μέσα από τον ρεαλισμό των εικόνων της πραγματικής πραγματικότητας, ο ποιητής της «Θαμπής πατίνας» αιτείται αιωνιότητα και μία μέρα, την ημέρα εκείνη της τελευτής του θνητού σώματος. ‘Ολη η ποιητική συλλογή είναι μία συνομιλία με τον θάνατο, από τον οποίο δεν ζητάει αναβολή, αλλά περιμένει την πρέπουσα στιγμή, όταν του καθενός μου το καντηλάκι σωθεί: «’Ενα πρωί θα πάμε πάλι/στην παιδική χαρά//τώρα θα μού κρατάς εσύ το χέρι//μη φύγω/-όπως φεύγουν οι μεγάλοι-//όλα απαράλλαχτα//οι κούνιες οι τραμπάλες/τα σχοινιά//θα είναι Κυριακή και θα φυσάει».