Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Είναι από τα βιβλία που διαβάζεις και δεν θέλεις να τελειώσουν. Το πρώτο μυθιστόρημα «Δικτατορία» (εκδόσεις ‘Απαρσις) τού 40χρονου δημοσιογράφου Γιάννη Συμεωνίδη, επαγγελματία της είδησης και συστηματικού σχολιογράφου τού πολιτικού βίου, διαθέτει όλα εκείνα τα υλικά που δεν σε αφήνουν να βαρεθείς.

Με μεγάλες δόσεις διαρκούς αμεσότητας που δεν σού γίνεται βαρετή, καθώς δεν εκτρέπεται εμμέσως στην αυτοψυχαναλυτική εξομολόγηση, ασθμαίνων μέχρι τελικώς πτώσεως πεζογραφικός ρυθμός, δοκιμιακά ιντεμέρδια που δεν κρεμιούνται ως σημαίες σε διαδηλώσεις ιδεολογικής αγκιτάτσιας, γρήγορη συρραφή και αποσυρραφή σεναρίου που δεν κουράζει με νωθρές επαναλήψεις. Και πάνω απ’ όλα, ο συγγραφέας φιλοτεχνεί έναν υπέρτατο μύθο για  την καταρρέουσα εποχή μας, με περίσσια νεορομαντικού ιδεολογικού ιεραποστολισμού, χωρίς κατ’ ανάγκην να μοιράζει τον κόσμο, σε «καλούς» και «κακούς».

Ναι, δεν τον μοιράζει. Ο Γιάννης Συμεωνίδης, μοναχικός μέσα στο πλήθος το αθηναϊκό, είναι ένα δέντρο γεννημένο και μεγαλωμένο στον Βόλο, ωστόσο με ρίζες μικρασιατικές και καρπούς προλεταριακούς. Το διασχίζει και δεν τον ρουφάει, γιατί η επιβίωση προέχει κι ας έχει μέσα της (και) την ανεμπόδιστη κίνηση τού «χομπίστα», γιαυτό το επάγγελμα δεν γίνεται κάτεργο υπό το βάρος τηής δύναμης τής συνήθιας.

‘Ο,τι τον σώζει οφείλεται στο γεγονός ότι είναι αρκούντως αυτοειρωνικός και καυστικός στους άλλους, γιαυτό ούτε στιγμή δεν χαλαρώνει από μία οιονεί καταγγελτικότητα, καθώς τον ανορθώνει και τον κραταιώνει κάτι στυφό που μένει στο στόμα του από το ολοκληρωτικό δόσιμο στην γεύση τής ζωής. Ουδέποτε πικρή, γιατί πίσω από τα μυωπικά του γυαλιά, γκαζώνει ο ερευνητής της ερημιάς, που δεν τον φοβίζει το γυμνό ακατοίκητο πεδίο, γιατί έχει αυτοεκπαιδευτεί με το λιτό κομμάτι τού ευ ζην, που δεν χορταίνει από τις μεγάλες μπουκιές της άπληστης βουλιμίας για να νοιώσει την βιογραφία του ως θέαμα.

Δεν μπορώ να γνωρίζω, όταν έγραφε την «Δικτατορία» πόσο υποψιασμένος ήταν για τους πεζογραφικούς του προδρόμους: Τον Κάφκα, τον Ζαμυάτιν ή τον Μπουλγκάκωφ ή έστω τούς μελλοντολόγους της επιστημονικής φαντασίας. Αλλά, πείτε μου, μήπως δεν βρίσκονται ανάμεσά μας ο Τραπεζιτάρχης, ο Επαναστατάρχης και ο Ανταρτάρχης; Το επίθημα -άρχης, όπως γράφει το λεξικό είναι δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει πρόσωπο με εξουσία.

Από το σχολείο θυμόμαστε τον γυμνασιάρχη και τον λυκειάρχη, ενώ είμαστε περικυκλωμένοι από περιφερειάρχες και τομεάρχες, οι οποίοι θέλουν να μάς σώσουν και να διασωθούν μέσα στο ρευστό πολιτικό κλίμα της εποχής μας. Μήπως τούς γνωρίζουμε και δεν χρειαζόμαστε, παρά λίγα δευτερόλεπτα, να τούς φέρουμε στο μυαλό μας ως αναγνωρίσιμα πρόσωπα ενός παζλ εξουσίας, που όλο συντίθεται και αποσυντίθεται;

Πάντως και τα τρία ονόματα κυκλοφορούν ανάμεσα μας, σύμβολα τού απολυταρχισμού της εξουσίας, είτε αυτή είναι καθεστηκυία, είτε εν δυνάμει μιάς κάποιας επανάστασης, είτε αντίπερα τής επανάστασης υπό την μορφή ανταρτοπόλεμου, όταν αυτή ανατρέπει την κατ’ όνομα και κατ’ ουσία δικτατορία. Σύμβολα από το παρελθόν που δεν έχουν χάσει την επικράτειά τους στο παρόν, καθώς δημιουργούν νέους στρατούς που ανάμεσά τους θα βρεθεί εκείνος που θα αναδειχθεί νέος απολυταρχικός στο κοντινό ή μακρινό μέλλον.

Ο μονολεκτικός τίτλος τού μυθιστορήματος «Δικτατορία» είναι ένα μακρύ σχόλιο για κάθε μορφής εξουσία, είτε «δεξιά», είτε «αριστερή», είτε φασιστική είτε επαναστατική. Οι τρεις εξουσιαστές τούς συμεωνίδειου μυθιστορήματος καταλήγουν, όταν έρθουν στα πράγματα και καταπέσουν τα ιδεολογικά προσχήματα, όταν καταλύσουν την προηγούμενη τυραννική εξουσία που την πολέμησαν με λύσσα, όταν την αντικαταστήσουν και το πόπολο έχει πιστέψει ότι έχει εγκαθιδρυθεί ένας οιονεί παράδεισος επί γης, τότε μία εκ νέου δικτατορία αναδύεται ως τέρας.

‘Ενα τέρας που νομίζαμε ότι ήταν ένας ολόλευκος κύκνος, όμως μόλις βουτούσε το κεφάλι του στα ύδατα της εξουσίας, μεταμορφωνόταν σ’ ένα ανθρωπόμορφο μυθολογικό τέρας, μακριά και εγγύτερα από τον ορθό λόγο, μία γραφή ερμηνεύσιμη κι όμως ανερμήνευτη, μία γραμματική που χρησιμοποιεί την λογική τού συντεταγμένου λόγου, με σκοπό να εξαρθρώσει ακόμη και το ελάχιστο πεδίο κοινής λογικής.

Ο Γιάννης Συμεωνίδης μέσα από τον κεντρικό ήρωα, τον επιτυχημένο συγγραφέα, με το επιφανειακώς άτονο όνομα και επώνυμο Πέτρος Αργυρίου-εκτός κι αν πίσω απ’ αυτά μπορούμε να διαβάσουμε τους αρνηθέντες τον Ιησού Πέτρο και Ιούδα-, εκτός κι αν πίσω από τον συγγραφέα της ευπώλητης ευκολίας των χιλιάδων αντιτύπων μπορούμε να αναγνώσουμε τον συμβιβασμένο άνθρωπο κάθε εξουσίας, όπως για παράδειγμα τους συγγραφείς που υπηρέτησαν καθεστώτα που μέχρι την πτώση τους προσομοίαζαν  κομμουνιστικά, αλλά όλες οι δομές τους υπάκουαν στον έναν, μοναδικό και απόλυτο δικτάτορα.

Η «Δικτατορία» δεν είναι μυθιστόρημα που θέλει να ανατρέψει την εξουσία, αλλά την κλείνει στο κελί της αδιέξοδης κρίσης της και εκεί μέσα την χτυπάει, την ματώνει, την σκοτώνει. Δείχνει τα αδιέξοδα όρια της, τον μηχανισμό καταστολής της, τον ανόητο λόγο της, τις πολλές και πολλαπλές μεταμορφώσεις εκείνων που κλήθηκαν να την υπηρετήσουν, οι οποίοι δεν είναι ακριβώς πάντα κυνικοί, τούς έχει μείνει κάποιο λίγο συναίσθημα, αλλά κι αυτό όταν καλείται να ανθρωπέψει τον απανθρωπισμό τους, ακόμη και τότε ηχεί σαν σκελετός χτυπημένος από έναν άνεμο ματαιοδοξίας.

Οι χρονιές που διαδραματίζονται τα μυθιστορηματικά γεγονότα είναι το 2027 και το 2045, όχι πολύ μακριά, κι όχι πολύ κοντά από το έτος που διανύουμε. Δεν γνωρίζω αν σημαίνουν κάτι οι συγκεκριμένες χρονιές για τον Γιάννη Συμεωνίδη, έχω όμως να καταθέσω ότι από το 2009 και μετά, όλες οι ημερομηνίες κι όλες οι χρονολογίες, έρχονται και παρέρχονται, σαν να έχει απολεσθεί η μνήμη από τον εγκέφαλό μας.

Η «Δικτατορία» γράφτηκε το φθινόπωρο του 2013, σε ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό όσο και προσωπικό περιβάλλον από το σημερινό. Απηχεί, ωστόσο, συναισθήματα μιας εποχής, που ακόμα κι αν το έργο δεν είναι αυτοβιογραφικό, εν τούτοις αποτελούν κομμάτι της πορείας μου. Και γι’ αυτό είναι πολύτιμα. Κι αν αυτά τα συναισθήματα συναντηθούν με τα δικά σας, τότε ακόμα καλύτερα. Γιατί αυτό το βιβλίο δεν είναι πολιτικό ή ερωτικό ή πολιτικοερωτικό. Είναι ένα βιβλίο για τις τύψεις και τις ενοχές, αλλά αυτή είναι απλώς η δική μου ανάγνωσή του. Περιμένω με ανυπομονησία και τις δικές σας αναγνώσεις του!», αυτοπαρουσιάζεται ο Γιάννης Συμεωνίδης στο ιστολόγιο του «τρύπιο ευρώ».

Είναι αλήθεια ότι στο μυθιστόρημα «μυρίζει μπαρούτι» από όλα αυτά που ζήσαμε, ζούμε και θα ζήσουμε. ‘Ομως δεν θα  μπω στον πειρασμό να τα φωτογραφίσω. Αναζητήστε τις δικές σας ερμηνείες, γιατί η «Δικτατορία» είναι ένα ανοιχτό βιβλίο, στο οποίο θέλω να πιστεύω ότι θα χρειαστείτε να επιστρέψετε κάμποσες φορές. ‘Οχι για να βρείτε έτοιμες λύσεις και απαντήσεις, αλλά για να δείτε τον εαυτό σας και τους γύρω σας στον καθρέφτη της αλήθειας. Ας είναι και σπασμένος μαζί με την αλήθεια του…