Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Το μάτι το οποίο θεάται είναι μια παμπάλαια ανθρώπινη ιστορία. Από την αρχική ανεπεξέργαστη εντύπωση ως την οντολογία του βλέμματος του Μεγάλου Οφθαλμού που ακόμη μέχρι χθες ανήκε στον Θεό και πλέον σήμερα ανήκει στον ανθρωπόμορφο Μεγάλο Αδελφό.

Από αυτή την στιγμή και μέχρι εκείνη  που ο πλανήτης Γη θα γυρίζει άδειος στο σύμπαν, τα «μάτια» των δορυφόρων αποτυπώνουν την κάθε κίνησή μας στον χώρο και στον χρόνο.

Το μυθιστόρημα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (1899-1977) «Το μάτι» και όχι νουβέλα -παρά το μικρό του μέγεθος-  ανήκει στη ρωσική περίοδο του Ρωσοαμερικανού συγγραφέα. Κυκλοφορεί στα ελληνικά από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη που υπογράφει την μετάφραση και το επίμετρο (εκδόσεις Μεταίχμιο).

Η πρώτη του εκδοχή γράφτηκε το 1930 στο Βερολίνο και δημοσιεύτηκε σε επιθεώρηση Ρώσων εμιγκρέδων στο Παρίσι. Η ιστορία σε τρεις συνέχειες επανεμφανίστηκε τριάντα πέντε χρόνια μετά -σε τρεις συνέχειες-  στο περιοδικό «Playboy» (1965). «Οι άνθρωποι στις σελίδες του βιβλίου», εξομολογείται στον πρόλογό του ο λεπιδόπτερος της αφήγησης, «είναι οι αγαπημένοι χαρακτήρες της λογοτεχνικής μου νιότης: εκπατρισμένοι Ρώσοι που ζουν στο Βερολίνο, στο Παρίσι ή στο Λονδίνο».

Η ιστορία εξελίσσεται τη διετία 1924-’25. Ο Λένιν έχει πεθάνει, αλλά «η τυραννία του συνεχίζει να ανθίζει». Είναι σαφές ότι μέσα από τα δικά του λόγια, καταλαβαίνουμε ότι ο Ναμπόκοφ αποστρέφεται το εγκαθιδρυμένο σοβιετικό καθεστώς. Οι εκπατρισμένοι συμπατριώτες του ανήκουν στους εκδιωχθέντες Λευκούς και φιλοτσαρικούς. Σ’ αυτό το σημείο καλό είναι θυμηθούμε τον δικό μας Καραγάτση και τους δικούς Ρώσους  ήρωες του: τον Λιάπκιν και τον Γιούγκερμαν.

Οι ναμποκοφικοί ήρωες είναι όλοι τους εκπατρισμένοι στο Βερολίνο και κινούνται οικονομικά από την απόλυτη μίζερη φτώχια έως την λαμπερή δρώσα επιχειρηματικότητα. Ο πρωταγωνιστής του, ο Σμίροφ, ποιητής, ονειροπόλος, επινοητικός ψεύτης, κατάσκοπος των πράξεων των άλλων, πλάνητας εντός και εκτός του εαυτού, αυτοπαρατηρούμενος και παρατηρητής. «Το θέμα», αποκαλύπτει ως κεντρικό οδοδείκτη ανάγνωσης ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, «είναι μια έρευνα που οδηγεί τον πρωταγωνιστή μέσα από έναν κυκεώνα από καθρέφτες στη συγχώνευση δίδυμων εικόνων».

Το μυθιστόρημα «Το μάτι» είναι ένα έξοχο παράδειγμα το πως εναλλάσσεις το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο της αφήγησης και πως ανάμεσά τους βρίσκεται χώρος για να περάσει ο συγγραφέας, ο οποίος μπορεί να είναι και ο ίδιος ο Σμίροφ που αποπειράται να γράψει τη ζωή του.

Μπορεί να διαβαστεί και ως ένα πεδίο πάνω στο οποίο ο συγγραφέας έχει απεριόριστες ελευθερίες που του στερεί η πραγματική ζωή, οπότε ελευθερωμένος από δεσμεύσεις και υποχρεώσεις κοινωνικές-λες και η κοινωνία είναι ένα καρφί μπηγμένο στο μάτι που πρέπει επειγόντως να αφαιρεθεί-, παίζει καθόλου παιδιάστικα, μα εντελώς οικειοποιούμενος τις αναφλέξεις της παιδικής ηλικίας: Την ιστορία αυτή ή πιάνεις μεμιάς το νόημα της με την κίνηση εκείνη την χωρίς σκέψη, όπως ορμάει το παιδί από τη σκοτεινή γωνιά του και λέει στους συμπαίκτες του «Φτου ξελευτερία!».

«Ορκίζομαι ότι είμαι ευτυχισμένος», πλασάρεται στον αναγνώστη ο Σμίροφ στην προτελευταία σελίδα της ελληνικής έκδοσης. Εδώ έχουμε την κορύφωση της αποκάλυψης, αφού έχει προηγηθεί μία κατά συνθήκη αφήγηση μυστηρίου: «Συνειδητοποίησα πως η μόνη ευτυχία είναι το να παρατηρείς, να κατασκοπεύεις, να παρακολουθείς, να περιεργάζεσαι τον εαυτό σου και τους άλλους, να μην είσαι παρά ένας οφθαλμός, ένα μεγάλο, κάπως υαλώδες, κάπως κόκκινο και ερεθισμένο, ορθάνοιχτο μάτι. Το ορκίζομαι, αυτό είναι ευτυχία». Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο επίορκος της δυστυχίας να είσαι παρατηρούμενος.