Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο καθηγητής Ιστορίας Βασίλης Κρεμμυδάς, όσο μελετούσε εργαστηριακά τη διαμόρφωση τού νέου ελληνισμού, κυρίως πριν από την εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση τού 1821, δεν απασχολούσε τα μίντια.

Ως καθηγητής της Ιστορίας, ο οποίος ειδικεύτηκε στο αφήγημα σε θέματα περί Τουρκοκρατίας έκανε καλά τη δουλειά του, κλεισμένος στις βιβλιοθήκες τού εν Αθήναις Πανεπιστημίου. Έτσι μάλλον ελάχιστοι θα θυμούνται την υφηγεσία του «Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο 1793-1821» ή την διδακτορική του διατριβή «Το εμπόριο τής Πελοποννήσου τον 18ο αιώνα».

Τι θέλουμε να υποστηρίξουμε; Ότι ο τελετευτήσας τον βίο του  καθηγητής σε ηλικία 82 ετών, άρχισε να απασχολεί τον θαυμαστό αδηφάγο κόσμο της συνήθως κατ’ όνομα ενημέρωσης, όταν άρχισε να βάζει «βόμβες» στα θεμέλια των μύθων και των θρύλων για την ίδρυση του μετεπαναστατικού ελληνικού κράτους.

Όταν υποστήριξε ότι ουδέποτε υπήρξε το Κρυφό Σχολειό ή ότι το λάβαρο της Επανάστασης ουδέποτε υψώθηκε στην Αγία Λαύρα. Μαζί μ’ αυτά «χτύπησε» και τον ιστορικό τού μαρξισμού Γιάννη Κορδάτο, ο οποίος κάποτε μίλησε για ταξική εξέγερση. Το πόνημα του «Η Ελληνική Επανάσταση τού ΄21 – Τεκμήρια, αναψηλαφήσεις, ερμηνείες», το οποίο κυκλοφόρησε μόλις πέρσι, ήταν η αφορμή να δώσει συνεντεύξεις και να διευκρινίσει κατά πόσο είναι αναθεωρητής της ιστορίας τού νέου ελληνισμού. Έτσι κι αλλιώς οι καιροί «επιτρέπουν» να παίρνεις θέσεις στις δύο έστω-κινούμενες- άκρες τού εκκρεμούς.

Ο ίδιος έλεγε ότι ως ιστορικός της Τουρκοκρατίας αναζητούσε να ερευνήσει τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που οδήγησαν στην Επανάσταση και να εμβαθύνει στις αιτίες που την προκάλεσαν. ΄Ετσι, εκτιμούσε ότι οι Έλληνες ασχολήθηκαν με την ναυτιλία λόγω της ουδετερότητας τους βοηθώντας τον ανεφοδιασμό πλοίων εμπόλεμων ευρωπαϊκών χωρών, κατά την διάρκεια των Ναπολεοντείων Πολέμων, με αποτέλεσμα να βρεθούν αποτόμως με πολλά γρόσια στα σεντούκια τους.

Μέσω αυτού τού «πειρατικού» εμπορίου δημιουργείται μία νεοπλουτική τάξη, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ασχολείται και με την τοοκογλυφία, όπως στην περίπτωση τού Πελοποννήσιου τραπεζίτη και τοκογλύφου Νικολή Ταμπακόπουλου από τη Βυτίνα (δες την μελέτη του «Εταιρεία Τοκογλυφίας Ν. Ταμπακόπουλος & ΣΙΑ 1816-1820).

Στους κόλπους της Ελληνικής Επανάστασης φρονούσε ότι υπήρχαν δύο αντίπαλες ομάδες, οι οποίες οδηγήθηκαν σε εμφύλιες διαμάχες: η μία εκπροσωπούσε την παλαιά γαιοκτητική τάξη προσδεδεμένη στην προστασία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ η άλλη την νεοεμφανισθείσα αστική τάξη, η οποία στο πρόταγμα τού κοινοβουλευτισμού, αναζητούσε την νεωτερικότητα.

Αρνιόταν ο Βασίλης Κρεμμυδάς ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν εκσυγχρονιστής. Αντιθέτως θεωρούσε ότι ανήκε στην πεφωτισμένη δεσποτεία, ότι ήθελε να κυβερνά μόνος του και ότι τελικά αποξενώθηκε, τόσο από την λαϊκή βάση, όσο και από την ηγεσία της Επανάστασης.

Αναφορικά με την πολιτική που ασκούσαν οι Οθωμανοί στους κατακτημένους Έλληνες, δεν έκρυβε ότι υπήρχαν κάποιες προνομιούχες κοινότητες, οι οποίες μορφώνονταν, είχαν εμπορικές δραστηριότητες και χρησιμοποιούσαν την τραπεζική πίστη. Κέντραρε κυρίως στο γεγονός ότι οι κατακτητές ενδιαφέρονταν να εισπράττουν την βαρύτατη φορολογία και να έχουν έτσι γεμάτα τα αυτοκρατορικά τους ταμεία. Το γεγονός ότι ορισμένοι είχαν προνόμια, αυτό δεν σήμαινε ότι οι αυθαιρεσίες και οι βαρβαρότητες της εξουσίας δεν ήταν συχνές και ουκ ολίγες φορές παρατεταμένες.

Τα φερώνυμα Κρυφά Σχολειά που πολύς λόγος έγινε, τι είχε να πει; Όχι ακριβώς ότι ήταν φαντασιοσκοπία «κατασκευαστών» εθνικής συνείδησης για την συνεκτικότητα τού έθνους-κράτους. Σε κάποια μοναστήρια όντως είχαν ιδρυθεί οιονεί σπουδαστήρια όπου εγγράμματοι μοναχοί δίδασκαν μέσω της Βίβλου γραφή και ανάγνωση σε μαθητές τους. Και περί τού Λαβάρου; Τελικώς το σήκωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός; ‘Οχι την 25η Μαρτίου, αλλά λίγες ημέρες αργότερα στην πόλη των Πατρών.

Η ύφεση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και η ανεργία που επακολούθησε ήταν δύο από τα φυτίλια που έβαλαν φωτιά για την Ελληνική Επανάσταση. Η οικονομική κρίση της εποχής –με αντίπαλο το Πατριαρχείο το οποίο την καταδίκασε- ήταν ο καταλύτης. Με όπλο την νεοσύστατη και νεοεισαγόμενη έννοια τού έθνους, κυρίως οι ελληνικές παροικίες ανοιχτές στο πνεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού έγιναν οι βασικές παίκτες και εμπνευστές τού Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα. Βέβαια την οργάνωση είχε αναλάβει και είχε μελετήσει μέχρι της τελευταίας κεραίας η Φιλική Εταιρεία, η οποία σχεδίασε την ίδρυση ενός ανεξάρτητου αστικού ελληνικού κράτους.

Τα δάνεια τής Μεγάλης Βρετανίας δεν τα αντιμετώπιζε μονοσήμαντα ως κατ’ ανάγκην –και αποκλειστικά-εξάρτηση της Ελλάδας από μία μεγάλη κεντρική δύναμη, αλλά ως μία προσπάθεια της ηγετικής ομάδας των επαναστατών να αποσπάσουν μία έμμεση αναγνώριση, ώστε να διεθνοποιηθεί το ελληνικό ζήτημα. Συν τοις άλλοις πίστευε ότι το οικονομικό όφελος ήταν μικρό-μεγάλο μέρος «φαγώθηκε»-, αλλά το πολιτικό και διπλωματικό τους αντίκρισμα ήταν μεγάλο. Δεμένη στο άρμα μίας ξένης δύναμης, -ακόμη και ο φίλος της Ρωσίας Κολοκοτρώνης συγκατάνευσε-, η επαναστατημένη επαρχία της καταρρέουσας αυτοκρατορίας, θα αποκτούσε μία προνομιακή μεταχείριση στο υπό διαμόρφωση γεωπολιτικό τοπίο.

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς ξεχώριζε από τις προσωπικότητες τού Αγώνα, τον Θεόδωρο Κολοκτρώνη από τούς στρατιωτικούς και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο από τούς πολιτικούς. Ο πρώτος ήταν ο ευφυής στρατηγός, ο δεύτερος ο εκσυγχρονιστής πολιτικός. Ο Βασίλης Κρεμμυδάς ταράζοντας τα ύδατα της ελληνικής ιστοριογραφίας της εποχής που επόπτευε, θέλουμε να πιστεύουμε ότι οδήγησε ορισμένους να στραφούν στις πηγές και να (ξανα) διαβάσουν την Επανάσταση τού 1821 μέσα από τα τεκμήρια. Ας τούς έμεινε τουλάχιστον το αρχικό σκίρτημα και η ύστερη αγωνία των αγωνιστών.

Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν