Συνέντευξη στον Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο Βασίλης Αλεξάκης είχε μία πρόσφατη περιπέτεια με την υγεία του. Μεταξύ ζωής και θανάτου, μπήκε και βγήκε από την ζωή και το θάνατο.

Απ’ αυτό το φλερτ με τον θάνατο, βγαίνει  το μυθιστόρημα του «Η τελευταία λέξη», το οποίο βρίσκεται στη διαδικασία της συγγραφής και δεν το έχει ολοκληρώσει ακόμη. Σ’ αυτό, τα  αυτοβιογραφικά στοιχεία χάνονται πίσω από το πέπλο του ανατρεπτικού χιούμορ, οι εύκολες και έτοιμες μελοδραματικές λύσεις απουσιάζουν, αφού δεν γράφει ένα δοκίμιο αυτοβοήθειας και αλληλοβοήθειας.

Τελικά φαίνεται ότι έχει κερδηθεί από την ζωή, αφού τον έχουμε μπροστά μας με τα τσιγάρα του και τα καπνά του. Δεν το βάζει κάτω, γιατί πάντα σκέφτεται πώς θα κλείσει την ζωντανή εμπειρία σ’ ένα βιβλίο. Έχει την ικανότητα, τόσο τις ευχάριστες όσο τις δυσάρεστες περιπέτειες της ζωής του, να τις μεταποιεί, να τις μεταμορφώνει, να τις μετασκευάζει σε λογοτεχνία και σε σκίτσα.

Η τελευταία του πεζογραφική κατάθεση το μυθιστόρημα «Το κλαρινέτο» ένα ρέκβιεμ γιά την Ελλάδα, η οποία ολοένα και περισσότερο βυθίζεται στην κρίση. Κι ένας θρήνος πάνω στον τάφο του Γάλλου εκδότη του.  Δύο θάνατοι-λίπασμα αυτογνωσίας, για να βλαστήσουν δύο δέντρα αιωνόβια στο μέλλον, δύο  βασιλικές δρυς για να αναπαυθούν κάτω από την σκιά τους οι καθημαγμένοι.

Μετά τον θάνατο της εκδότριας του «Εξάντα», Μάγδας Κοτζιά, μείνατε εκδοτικά άστεγος στην Ελλάδα. Αποφασίσατε να επανεκδώσετε το σύνολο του έργου σας στο «Μεταίχμιο» του Νώντα Παπαγεγωργίου. Το τελευταίο σας μυθιστόρημα «Το κλαρινέτο» μιλάει για τον θάνατο του Γάλλου εκδότη σας, του Ζαν – Μαρκ Ρομπέρτς και παράλληλα για τον αργό θάνατο της χώρας μας. Αν μπορούσατε να πάρετε αποστάσεις από την πεζογραφική σας κατάθεση, ποιός είναι ο πυρήνας της γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ο αλεξάκειος κόσμος σας, ήδη από το πρώτο σας βιβλίο;

Ο θάνατος και η μνήμη. Η μνήμη σαν αντίπαλη δύναμη σε σχέση με τον θάνατο. Η σύγκρουση θανάτου και μνήμης. Η μνήμη σαν αντίδοτο, σαν αντίπαλο δέος.

Εχω συγκρατήσει στην μνήμη μου ένα σωρό ανθρώπους που έχουν πεθάνει. Μιλάω με τον αδελφό μου, με την μάνα μου. Τους λέω για αυτά που με στεναχωρούν, για τις αδυναμίες μου, για τους προβληματισμούς μου. Τους κάνω ερωτήσεις και προσπαθώ να φανταστώ-και είναι σχετικά εύκολο- τις απαντήσεις τους. Δηλαδή, θέλω να καταλάβετε ότι αυτοί μιλάνε πιο πολύ από μένα. Μού κάνει απίστευτο καλό που τους ακούω. Αυτό το δώρο, το οφείλω στην μνήμη μου.

Και επειδή μιλάμε τώρα για τα χρέη απέναντι στην μνήμη, εγώ της χρωστάω επίσης ότι δεν ξέχασα την γλώσσα μου, ότι δεν ξέχασα την Ελλάδα.

– Αυτό είναι αλήθεια, μετά από μισό αιώνα στο Παρίσι, δεν ξεχάσατε τα ελληνικά σας. Ακούγονται σαν να μην λείψατε ούτε μία μέρα. Πώς το καταφέρατε αυτό;

Συνειδητοποίησα πόσο μεγάλο ρόλο έχει παίξει στη ζωή μου και παίζει και στη ζωή των μεταναστών το γεγονός ότι κουβαλάμε μία ολόκληρη χώρα και μία ολόκληρη ζωή στην μνήμη μας. Για μένα και για αυτούς ο κίνδυνος να ξεχάσουμε καταντάει τραγικός.

-Τραγικός, γιατί;

Γιατί χάνεις όλη σου την ιστορία. Όποιος μείνει μια ζωή σ’ ένα χωριό, η μνήμη είναι μπροστά στα πόδια του. Δεν μπορεί να ξεχάσει και δεν χρειάζεται και δεν χρειάζεται να θυμάται. Με τον μετανάστη συμβαίνει το αντίθετο: Μπορεί να ξεχάσει και πρέπει να θυμάται.

    Το νέο έργο δημιουργείται εν  σιωπή

-Θα μπορούσατε να αντιμετωπίσετε κριτικά το έργο σας;

Όχι. Γιατί ευτυχώς έχω την τάση να ξεχνάω ότι έχω κάνει και δεν θέλω να το θυμάμαι. Πριν αρχίσει κανείς να γράφει ένα νέο έργο, πρέπει να κλείσει όλα τα βιβλία που έχει σπίτι. Πρέπει να σιωπήσουν αυτά, για  να μπορέσεις να συγκεντρωθείς σ’ αυτό που σε αναγκάζει να καθήσεις στην καρέκλα, και αφού πάρεις ένα φύλλο χαρτί, να λύσεις αυτό το μυστήριο.

-Πριν και μετά την συγγραφή, προηγείται και επέρχεται η σιωπή ως δημιουργικό κενό;

Υπάρχει μια καλή σιωπή και μιά κακιά σιωπή. Η καλή, όταν τελειώνεις ένα βιβλίο και αισθάνεσαι ότι έδωσες ό,τι καλύτερο μπορούσες να δώσεις. Τότε, κάπως ησυχάζεις. Είναι η σιωπή μιας γαλήνης. Η οποία, όμως, μετατρέπεται αιφνιδίως από καλή σε κακή μάγισσα. Αυτή η σιωπή μεταμορφωμένη σε αυστηρή δασκάλα, σού λέει: ‘‘Εσύ τι κάνεις τώρα; Τι νόημα έχει η ζωή σου; Είσαι ένα περιττό άτομο.’’ Και σε αναγκάζει έτσι να βρεις το θέμα του επόμενου βιβλίου σου γιά να απαλλαγείς από αυτήν, από τα δασκαλέματα και τις παρατηρήσεις της. Να σ’ αφήσει επιτέλους στην ησυχία σου.

-Καθώς μιλούσαμε μού κάνατε δώρο τον τίτλο του μυθιστορήματός σας που γράφετε αυτό τον καιρό, και αφού έχει διαγράψει μία θετική πορεία, «Το κλαρινέτο». Πώς, λοιπόν, θα το πείτε;

Γράφω ένα μυθιστόρημα που τού έχω δώσει τον τίτλο «Η τελευταία λέξη». Είναι η ιστορία ενός άνδρα, ο οποίος έχει ταλαιπωρηθεί από καρκίνο, όπως εγώ, έχει συνέλθει εν μέρει, αλλά έχει κουραστεί τόσο πολύ και θέλει να τελειώνει, όμως δεν ξέρει πως ακριβώς. Την ιστορία την αφηγείται κάποιος άλλος σε δεύτερο πρόσωπο. Αυτός ισχυρίζεται ότι θα βρει το καλύτερο δηλητήριο, το πιο ανώδυνο, ότι θα λύσει το πρόβλημα του άρρωστου πρωταγωνιστή με τον καλύτερο τρόπο.

Εκεί συναντώ την επικαιρότητα, διότι, όπως ξέρουμε, οι αυτοκτονίες έχουν πολλαπλασιαστεί λόγω της κρίσης και αυτός ο κάποιος άλλος εμφανίζεται ως τεχνικός σύμβουλος για αυτόχειρες και σκέφτεται ν’ ανοίξει και γραφείο στην Αθήνα. Γνωρίζουμε δε από την αρχή ότι απορρίπτει το κώνειο, επειδή προκαλεί οδυνηρούς σπασμούς στο στήθος.

Για το τέλος του μπορώ να φανταστώ ότι ο επίδοξος αυτόχειρας και ο σύμβουλος του βρίσκονται από κοινού στο χείλος του γκρεμού  και αναρωτιούνται ποιός θα πηδήξει πρώτος. Στην ουσία ο ρόλος του συμβούλου είναι να εμποδίσει τον άλλο να αυτοκτονήσει.

        Το χιούμορ είναι πάντα μαύρο

-Φαντάζομαι ότι η ιστορία σας δεν θα βαραίνει αποκλειστικά προς την τραγικότητα, αλλά υποθέτουμε ότι θα ανακατώνεται με τα υλικά του ανατρεπτικού χιούμορ και τής εύθυμης παραδοξολογίας. Άλλωστε μάς έχετε συνηθίσει σ’ αυτήν την εκτονωτική τεχνικής. Έτσι είναι;

Στο βιβλίο, λοιπόν, ίσως γιά να αποφύγω την προσήλωση στον θάνατο, έχω βάλει σκηνές, όπου η Παναγία έχει πάει στην ζούγκλα διότι έχει την περιέργεια να δει, γιά πρώτη φορά στην ζωή της, ένα δάσος. Και στην ζούγκλα τυχαία συναντάται με τον Ταρζάν, ο οποίος της μαθαίνει να πετάγεται από το ένα δέντρο στο άλλο, πιασμένη από μία λιάνα. Και της λέει ο Ταρζάν: ‘‘Γιά πρώτη φορά καλά τα καταφέρατε’’. Εκείνη δε τον επιπλήττει επειδή είναι γυμνός. Τού λέει: ‘‘Φορέστε επιτέλους κάτι, δεν μπορείτε να κυκλοφορείτε έτσι μπροστά μου’’. Δεν θέλω να χάσω την ισορροπία και  να βγει πεισιθάνατο. Έχει γέλιο το βιβλίο. Πιστεύω ότι η πιό υγιής αντίδραση στην απειλή του θανάτου, είναι το γέλιο.

Έστι εξηγείται άλλωστε ότι ο κόσμος έχει την τάση να γελάει στις κηδείες. Υποψιάζομαι ότι δεν αρέσει το γέλιο στον Χάρο, τον διώχνει, τον τρέπει σε φυγή. Δεν αντέχει ο Χάρος τα γέλια. Πίσω από το γέλιο, υπάρχει ένας φόβος. Όταν ο Σουΐφτ γράφει ότι για να λυθεί το πρόβλημα της πείνας στην Ιρλανδία, πρέπει να τρώμε τα παιδιά, υπάρχει ένας τρομερός φόβος από πίσω. Η πείνα στην οποία αναφέρεται είναι αληθινή και κανείς δεν θα το είχε  μάθει, αν δεν είχε ο Σουΐφτ το χιούμορ να το γράψει.

    -Δεν υπάρχει …«λευκό» χιούμορ;

Το χιούμορ είναι πάντα μαύρο.  Δεν είναι χαρά το χιούμορ, είναι φόβος και φυσικά ανακούφιση από τον φόβο.  Όταν παίζουν τα παιδιά κρυφτό, κι όταν έχει έρθει η στιγμή να βγουν από την κρυψώνα τους, ξεκαρδίζονται στα γέλια. Όταν κρύβονται, μιμούνται τον θάνατο και εν τέλει καταφέρνουν να τον εξαπατήσουν. Αυτό έκανε και ο Χριστός. Ξαφνικά, είπε:  ‘‘Εδώ είμαι!’’ Υποθέτω ότι ο Χριστός αγαπούσε το κρυφτό.