ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Ταξίδι στην Ελλάδα

The Trip to Greece. Βρετανία, 2020. Σκηνοθεσία: Μάικλ Γουίντερμπότομ. Ηθοποιοί: Στιβ Κούγκαν, Ρομπ Μπράιντον, Μάικλ Τάουνς. 103΄

Από την Τουρκία ξεκινάει τη φορά αυτή το κωμικό δίδυμο Στιβ Κούγκαν – Ρομπ Μπράιντον για να διασχίσει στη συνέχεια όλη την Ελλάδα και να καταλήξει στην Ιθάκη, ακολουθώντας την πορεία Οδυσσέα από την Τροία ως την επιστροφή του στο νησί του, στο ντοκιμαντέρ αυτό του Μάικλ Γουίντερμπότομ.

Ένα απολαυστικό, όπως πάντα, ρόουντ-μούβι, τμήμα μιας σειράς ταξιδιών με το δίδυμο αυτό που ο Βρετανός σκηνοθέτης ξεκίνησε το 2010/11, με ένα ταξίδι στη Βόρεια Αγγλία, και που ακολούθησαν άλλα ταξίδια (στην Ιταλία, το 2014 και στην Ισπανία, το 2017), ντοκιμαντέρ αρχικά για μίνι-σειρές του BBC, με παράλληλες κινηματογραφικές βερσιόν τους.

Η ταινία αρχίζει με απαγγελία του Κούγκαν από τον Όμηρο, ενώ το δίδυμο βρίσκεται στο χώρο της αρχαίας Τροίας, ο οποίος μας υπενθυμίσει πως τα ταξίδια τους άρχισαν δέκα χρόνια πριν (με «Το ταξίδι» στην αγγλική Lake District), όσα ακριβώς χρόνια πήρε τον Οδυσσέα για να γυρίσει στην πατρίδα του. Το ταξίδι είναι γεμάτο με αναφορές στον Όμηρο, τον Αριστοτέλη και γενικά την αρχαία Ελλάδα, με απολαυστικές μιμήσεις (όπως και στα προηγούμενα ταξίδια/ντοκιμαντέρ τους) διάσημων ηθοποιών (Μάρλον Μπράντο, Λόρενς Ολίβιε, Ντάστιν Χόφμαν και άλλων), μαζί και τον Σταν Λόρελ, που ο Κούγκαν είχε ερμηνεύσει στο βιογραφικό του διάσημου ντουέτου, αλλά και διάφορες ιστορίες άλλοτε φανταστικές και άλλοτε αυτοβιογραφικές, ενώ, προς το τέλος θα έχουμε και μια δραματική «παρέμβαση» με το θάνατο του πατέρα του Κούγκαν, που τον αναγκάζει να επιστρέψει ξαφνικά στη Βρετανία, τη στιγμή που εμφανίζεται η γυναίκα του Μπράιντον για να τον συντροφεύσει στο υπόλοιπο ταξίδι.

Από την Τουρκία οι δυο κωμικοί περνάνε, με πλοίο, στη Μυτιλήνη (όπου αντιμετωπίζουν και σχολιάζουν και το προσφυγικό), συνεχίζουν το ταξίδι τους μέσα από διάφορα άλλα νησιά (τη Μύκονο, και την Ύδρα, το νησί του Λέναρντ Κοέν) σταματάνε στη Μακεδονία, περνάνε από τους Δελφούς, τον Πειραιά και την Αθήνα και διασχίζουν την Πελοπόννησο πριν τελικά καταλήξουν στην Ιθάκη – δεν θα ξεχάσω τη δοσμένη σε μια ποιητική ατμόσφαιρα σκηνή του ονείρου, με τον Κούγκαν να μεταφέρει το νεκρό πατέρα του σε μια βάρκα, αναφορά στο μυθικό πέρασμα του Αχέροντα.

Αν απολαύσατε τα προηγούμενα τρία ταξίδια του ξεχωριστού αυτού δίδυμου, όπως κι εγώ, σίγουρα θ’ απολαύσετε κι αυτό τους το ταξίδι στην Ελλάδα. Ταξίδι που τους δίνει την ευκαιρία να σχολιάσουν και να κάνουν το χιούμορ τους για τους εαυτούς τους (τους μυθιστορηματικούς και τους πραγματικούς), για όλους και για όλα. Ένα ταξίδι γεμάτο χιούμορ, απρόοπτα, απολαυστικές μιμήσεις, ωραία φαγητά, με ψάρια και θαλασσινά, με το φαγητό να αποτελεί κι ένα από τα μόνιμα, πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία των ταξιδιών τους (η αφορμή ήταν πάντα πως έκριναν εστιατόρια για κάποια εφημερίδα), με τους κωμικούς να μιλάνε όχι μόνο για τη ζωή και τις χαρές της αλλά και να φιλοσοφούν, με ανεξάντλητο πάντα χιούμορ, πάνω σε θέματα όπως η πατρότητα, ο γάμος, το γήρας και ο θάνατος.

** Μέχρι ο γάμος να μας μεθύσει

Hasta que la boda nos separe. Ισπανία, 2020. Σκηνοθεσία: Ντάνι ντε λα Όρντεν. Σενάριο: Έρικ Ναβάρο, Όλατζ Αρόγιο. Ηθοποιοί: Μπέλεν Κουέστα, Άλεξ Γκαρθία, Σίλβια Αλόνσο. 110΄

Διασκεδαστική ρομαντική κωμωδία παρεξηγήσεων (ριμέικ της γαλλικής «Jour J») γύρω από τα προβλήματα και τις παρεξηγήσεις που δημιουργούνται όταν μια ελκυστική διοργανώτρια γάμων ανακαλύπτει πως είναι αναγκασμένη να διοργανώσει το γάμο ενός άντρα (με τον οποίο πέρασε μια ερωτική νύχτα) με μια παιδική της φίλη. Εκτός από μερικά έξυπνα, διασκεδαστικά ευρήματα στο πρώτο μέρος (όπως η φωτιά και τα απρόοπτα που συμβαίνουν στη διάρκεια του πρώτου γάμου στην αρχή της ταινίας), η ταινία στρέφεται στα διάφορα κλισέ μιας φαρσικής βασικά κωμωδίας που δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο να προσφέρει.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Τσαϊνατάουν

Chinatown. ΗΠΑ, 1974. Σκηνοθεσία: Ρόμαν Πολάνσκι. Σενάριο: Ρόμπερτ Τάουν. Φωτογραφία: Τζον Α. Αλόνσο. Ηθοποιοί: Τζακ Νίκολσον, Φέι Ντάναγουεϊ, Τζον Χιούστον, Ρόμαν Πολάνσκι, Πέρι Λοπέζ. 131΄

Από τις πιο σημαντικές ταινίες της δεκαετίας του ’70 το «Τσαϊνατάουν» του Ρόμαν Πολάνσκι, είναι μια επιστροφή στο κλασικό φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ’40, ιδιαίτερα τις ταινίες του Τζον Χιούστον και του Χάουορντ Χοκς. Επιστροφή όμως όχι νοσταλγική αλλά μ’ ένα τρόπο που ανανεώνει το είδος με τον Πολάνσκι να φτιάχνει μια από τις πιο ολοκληρωμένες ταινίες που μας έδωσε ο σύγχρονος αμερικανικός κινηματογράφος.

Βρισκόμαστε στο Λος Αντζελες του 1937. Ο Τζέι Τζέι Γκίτις (Τζακ Νίκολσον) είναι ένας σκληροτράχηλος ιδιωτικός ντετέκτιβ, στο στιλ του Φίλιπ Μάρλοου του Ρέιμοντ Τσάντλερ, που ασχολείται με την παρακολούθηση παράνομων ζευγαριών για λογαριασμό απατημένων συζύγων. Ώσπου μπλέκει σε μια φαινομενικά εύκολη υπόθεση που του αναθέτει η μυστηριώδης Ίβλιν Μάλρεϊ (Φέι Ντάναγουεϊ): να παρακολουθήσει τον άντρα της, υπεύθυνο της Υπηρεσίας Ύδρευσης της πόλης, υπόθεση όμως που θα αποδειχτεί πολύπλοκη και επικίνδυνη και στην οποία αναμιγμένη είναι και η Ίβλιν και της οποίας στη συνέχεια ο σύζυγος δολοφονείται. Πίσω όμως από την υπόθεση της ύδρευσης, όπως θ’ ανακαλύψει ο Γκίτις, κρύβονται και άλλα μυστικά, ανάμεσά τους και το ξέπλυμα χρημάτων καθώς και μια υπόθεση αιμομιξίας ανάμεσα στην Ίβλιν και τον πατέρα της Νώε Κρος (Τζον Χιούστον), τον ισχυρό άνθρωπο που κινεί τα νήματα της πόλης..

Εκείνο που φαίνεται να τράβηξε βασικά τον Πολάνσκι στο δομημένο με μαεστρία σενάριο του Ρόμπερτ Τάουν (που δίκαια του χάρισε το Όσκαρ) είναι η ατμόσφαιρα του φιλμ νουάρ. Με τη βοήθεια του εξαίρετου ντεκορατέρ Ρίτσαρντ Σάιλμπερτ, ο σκηνοθέτης κατάφερε να αναπλάσει, ως την παραμικρή λεπτομέρεια, με ξεχωριστή αγάπη αλλά και τρόπο πέρα ως πέρα αυθεντικό, την ατμόσφαιρα του Λος Άντζελες της εποχής (από τα ρούχα και τα αυτοκίνητα μέχρι τους δρόμους και τα σπίτια). Ολόκληρη η πλοκή στρέφεται γύρω από τον κύριο χαρακτήρα της ταινίας, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Γκίτις (χαρακτήρα που ο Νίκολσον συνθέτει με τρόπο υποδειγματικό), κι είναι βασικά μέσα από τη ματιά του που παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας, με επίκεντρο τις χωρίς αποτέλεσμα προσπάθειές του, τουλάχιστο στα δύο τρίτα της ταινίας, να καταλάβει πού έχει μπλέξει, θυμίζοντας σ’ αυτό όχι τόσο τον Μάρλοου του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ όσο τον κατοπινό Μάρλοου, εκείνο που ερμήνευε ο Έλιοτ Γκουλντ στην ταινία του Ολτμαν, «Μια σφαίρα, ένα αντίο».

Για τον Πολάνσκι, η βία και η ωμότητα βγαίνουν μέσα από την καθημερινότητα (φτάνει να θυμηθούμε το «Μωρό της Ρόζμαρι»), στοιχεία που υποβάλλει μέσα από πολλές σκηνές του, όπως εκείνες (που καλύπτουν μάλιστα ένα μεγάλο μέρος της ταινίας) όπου ο Γκίτις που περιφέρεται μ’ ένα λευκοπλάστη στη μύτη, υπενθυμίζοντας στο κοινό τη σκηνή όπου ένας ασήμαντος γκάνγκστερ, τον οποίο ερμηνεύει ο ίδιος ο Πολάνσκι, του τρυπά κυριολεκτικά τη μύτη μ’ ένα μαχαίρι λέγοντάς του το περιβόητο: «όσοι χώνουν τη μύτη τους εκεί που δεν πρέπει, χάνουν τη μύτη τους».

Με το «Τσαϊνατάουν», ο Πολάνσκι δείχνει, για μια ακόμη φορά μετά το «Μωρό της Ροζμαρί», μια εξαιρετική ωριμότητα και μαεστρία, ελέγχοντας με τρόπο υποδειγματικό το κάθε στοιχείο της ταινίας: από τη δημιουργία της σωστής ατμόσφαιρας, τη σύνθεση των πλάνων και την έγχρωμη φωτογραφία, με τα ξεπλυμένα της χρώματα (ο κάμεραμαν Τζον Αλόνζο έκανε μια εκπληκτική δουλειά) μέχρι το μοντάζ, τη χρήση της μουσικής (του Τζέρι Γκόλντσμιθ) και, βέβαια, τις ερμηνείες (εκτός από εκείνη του Νίκολσον, εντυπωσιακή είναι και η παρουσία τόσο της Φέι Ντάναγουεϊ όσο και εκείνη του Χιούστον).

***** Περσόνα

Persona. Σουηδία, 1966. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ηθοποιοί: Μπίμπι Άντερσον, Λιβ Ούλμαν, Μαργκαρέτα Κρουκ, Γκούναρ Μπγιόρνστραντ. 85΄

Η 27η αυτή ταινία του Σουηδού σκηνοθέτη ΄Ινγκμαρ Μπέργκμαν, «Περσόνα», είναι αναμφισβήτητα μια από τις καλύτερες ταινίες του. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε τον τίτλο «Περσόνα» με τη λατινική έννοια, που εκτός από «πρόσωπο» θα πει και «μάσκα» και που εξηγεί κατά κάποιο τρόπο την έννοια της ταινίας του. Η μάσκα, δηλαδή το διπλό πρόσωπο ή η διπλή προσωπικότητα, είναι το θέμα της ταινίας.

Πρωταγωνίστριες δυο γυναίκες, η μια, η Ελίζαμπετ, διάσημη ηθοποιός του θεάτρου που στη διάρκεια μιας παράστασης της «Ηλέκτρας» παθαίνει νευρική κρίση και αρνείται να μιλήσει στους άλλους, η δεύτερη, μια νοσοκόμα, η Άλμα, που αναλαμβάνει να προσέχει την ηθοποιό, ενόσω αυτή βρίσκεται σε ανάρρωση στο εξοχικό σπίτι του γιατρού, κοντά στη θάλασσα. Με πλαίσιο τη θάλασσα και το κάπως ψυχρό σπίτι του γιατρού, παρακολουθούμε στην αρχή τη σύγκρουση των δυο γυναικών και σταδιακά το πλησίασμα και το σμίξιμο των χαρακτήρων τους, έτσι που στο τέλος η Άλμα να παίρνει τον χαρακτήρα της ηθοποιού και η ηθοποιός τον χαρακτήρα της Άλμα.

Το πρόβλημα αυτό, που απασχόλησε τον Μπέργκμαν και σε προηγούμενες ταινίες του –ιδιαίτερα στον «Άνθρωπο με τα δύο πρόσωπα» – γίνεται εδώ το πρωταρχικό θέμα της «Περσόνα». Χρησιμοποιώντας τη φορά αυτή ένα απλό στυλ, που άρχισε να αντικαθιστά το έργο του από την εποχή του «Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη», ο Μπέργκμαν αφαιρεί κάθε περιττό στοιχείο και αφήνει τους ηθοποιούς του να δώσουν, όσο καλύτερα μπορούν, τη σύγκρουση αυτή της διπλής προσωπικότητας του ανθρώπου.

Μέσα στους κάτασπρους γυμνούς τοίχους του νοσοκομείου ή το απέριττο ντεκόρ της ακρογιαλιάς, παρακολουθούμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας ένα δράμα συγκλονιστικό, ένα δράμα που θέτει σε συζήτηση το θέμα της συνεννόησης ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο με τον εαυτό του. Η ανάμιξη στοιχείων, όπως η μηχανή προβολής, το φιλμ, το σπάσιμο της ταινίας, μια σκηνή γυρισμένη δυο φορές από διαφορετικές γωνίες, χρησιμοποιούνται από τον σκηνοθέτη για την επίτευξη ακόμη μεγαλύτερης αντικειμενικότητας στην παρουσίαση και είναι θαυμάσια δεμένα με την υπόλοιπη ταινία.

Όσο για τις ερμηνείες των δύο γυναικών, της Λιβ Ούλμαν στον ρόλο της ηθοποιού Ελίζαμπετ και της Μπίμπι Άντερσον στον ρόλο της νοσοκόμας Άλμα, πρέπει να τονίσω πως είναι εξαιρετικές, όπως συμβαίνει σε όλες τις ταινίες του Μπέργκμαν, και μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της ταινίας, φωτογραφία (του εξαίρετου και τακτικού του συνεργάτη, Σβεν Νίκβιστ), ντεκόρ, λιγοστή μουσική συντείνουν ώστε η «Περσόνα» να είναι μια από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές απολαύσεις του Σουηδού αυτού δημιουργού.