Του Συμεών Σολταρίδη

Λόγω της σοβαρότητας των θεμάτων και των εξελίξεων , απευθυνθήκαμε σε τρεις επιστήμονες λαμβάνοντας απαντήσεις στα ερωτήματά μας. Η θεματική σχετίζεται με την συμφωνία Ελλάδας και Ιταλίας, με την πιθανή συμφωνία Ελλάδας και Αιγύπτου και την αξιολόγηση της επίσκεψης του Έλληνα Πρωθυπουργού στο Ισραήλ.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΑΛΤΑΣ  Ομ. Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου ,Τ. Πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου, Ιδρυτικός Διευθυντής του επιστημονικού Κέντρου ΕΚεΠΕΚ (Ευρωπαϊκό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Κατάρτισης). Μέλος του Δ. Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων (ΕΔΔΔΣ), Μέλος του Δ. Σ. του Ινστιτούτου του Αιγαίου του Δικαίου της Θάλασσας και του Ναυτικού Δικαίου, Έχει διατελέσει στο παρελθόν Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Πρόεδρος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών (2010-2012), Αντιπρόεδρος της Association Internationale du droit de l’urbanisme (AIDRU).

Ερώτηση πρώτη: Πώς σχολιάζετε την ΕλληνοΙταλική συμφωνία. Τρωτά υπάρχουν;

Η υπογραφή της ελληνό-ιταλικής συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ στην περιοχή της νοτίου Αδριατικής και του Ιονίου πελάγους στη Μεσόγειο έχει μεγάλο πολιτικό βάρος τόσο όσον αφορά στο περιεχόμενό της όσο και στο χρόνο σύναψής της. Αρχικά λοιπόν πρόκειται για μια διμερή συμφωνία στη βάση του διεθνούς δικαίου και στη συγκεκριμένη περίπτωση του δικαίου της θάλασσας και πιο συγκεκριμένα τη Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ του 1982.

Δεύτερον επαναδιαδηλώνει τη βούληση και των δύο κρατών να υιοθετήσουν τη μέθοδο της μέσης γραμμής ως οριοθετική δοκιμασμένη πρακτική για τον καθορισμό του θαλάσσιου ελέγχου σε επίπεδο υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στην περιοχή. Και τούτο στη βάση της ήδη από το 1977 υπογραφείσας διμερούς συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Η σημασία της απόφασης αυτής των κρατών είναι όντως βαρύνουσα λόγω του ότι η μέθοδος της μέσης γραμμής το 1977 στηρίζονταν πρωτίστως στο δίκαιο της θάλασσας που απέρρεε από το παλαιότερο συμβατικό πλαίσιο του 1958, ενώ η ίδια μέθοδος δεν υιοθετείται αυτολεξεί και από τη σύμβαση του 1982 αναφορικά με την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.

Τρίτον, υιοθετείται η αποδοχή ότι όλα τα νησιωτικά εδάφη απολαμβάνουν πλήρη δικαιώματα σε επίπεδο θαλασσίων ζωνών όπως και τα ηπειρωτικά εδάφη. Τέλος, στο πλαίσιο αυτό τα κράτη είναι ελεύθερα κατά το διεθνές δίκαιο να διευθετούν λεπτομερέστερα τις όποιες διευκολύνσεις αποδεχτούν ότι είναι αναγκαίες, με πνεύμα συνεννόησης και λειτουργικό χωρίς να θίγουν δικαιώματα άλλων κρατών.

Το τελευταίο αυτό αφορά στις λεπτομέρειες των ρυθμίσεων που αφορούν στην άσκηση των δικαιωμάτων αλιείας των κρατών. Όσον αφορά στη χρονική στιγμή που επελέγη για την υπογραφή της εν λόγω διμερούς συμφωνίας, η τελευταία αυτή έρχεται να αντιπαραταχθεί στην αντίστοιχη παράνομη συμφωνία ανάμεσα σε Τουρκία και Λιβύη (Νοέμβριος 2019), αποτελώντας υπόδειγμα σεβασμού της διεθνούς νομιμότητας στον ίδιο θαλάσσιο χώρο.

Ερώτηση δεύτερη: Πως θα μπορούσε να εξελιχθεί μία Ελληνο Αιγυπτιακή συμφωνία; Παρατηρούμε ότι το Καστελόριζο παραμένει ως εμπόδιο.

Αναφορικά με την ενδεχόμενη να υπογραφεί συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και Αίγυπτο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στην περιοχή της νότιο-ανατολικής Μεσογείου, είναι γεγονός ότι η όποια διαπραγμάτευση θα στηρίζεται και αυτή στη βάση του σεβασμού των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Ως τέτοια δικαιολογεί πλήρως τη βούληση των ενδιαφερόμενων κρατών να διευθετήσουν προβλήματα στην κοινή θαλάσσια περιοχή που τους αφορά ως απέναντι κράτη (νησιωτική Ελλάδα – Ρόδος, Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη, συστάδα Καστελόριζου και ηπειρωτική Αίγυπτος).

Η αρχική αυτή αποδοχή από την πλευρά της Αιγύπτου δείχνει ότι η τελευταία αποδέχεται την επήρεια των νησιωτικών εδαφών σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας στη βάση πάντα του διεθνούς δικαίου της θάλασσας (Σύμβαση Μοντέγκο Μπαίυ 1982, άρθρο 121). Η αποδοχή αυτή καταρρίπτει πλήρως το τούρκο-λιβυκό memorandum του 2019 που στηρίζεται αρχικά σε παράνομη οριοθέτηση ανάμεσα σε κράτη που δεν είναι γεωγραφικώς απέναντι, αλλά και στην μη αποδοχή από την Τουρκία ότι τα νησιά δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.

Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι ίσως υπάρχουν ορισμένοι ενδοιασμοί από πλευράς Αιγύπτου για την συμπερίληψη στη συγκεκριμένη συμφωνία και χρονική στιγμή και της συστάδας του Καστελόριζου. Στη βάση αυτή η όποια προσωρινή διευθέτηση θα μπορούσε να προχωρήσει μερικώς χωρίς η Ελλάδα να απεμπολεί τα σχετικά δικαιώματα της συστάδας του Καστελόριζου, αφήνοντας για αργότερα την όποια τελική διευθέτηση. Τέλος, η χρονική επίσης στιγμή έχει και αυτή ύψιστο πολιτικό ενδιαφέρον.

Ερώτηση Τρίτη: Η συνεργασία Ελλάδας και Ισραήλ τι δηλώνει; θα υπάρχει δυναμική εξέλιξη μετά την επίσκεψη Μητσοτάκη στο Ισραήλ;

Η καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με το Ισραήλ αποτελεί εγγύηση για ανάπτυξη διαρκούς όσο και μακράς συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Και τούτο σε όλους τους τομείς, αλλά κυρίως και σ΄ εκείνον που αφορά γενικότερα στους υποθαλάσσιους υδρογονάνθρακες. Τα προβλήματα των τελευταίων δεν εντοπίζονται μόνον στον τομέα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας των κρατών όπου και βρίσκονται, αλλά και στον τομέα της μεταφοράς τους μέσω υποθαλάσσιων αγωγών.

Στην περίπτωση αυτή είναι δηλωμένη η βούληση και του Ισραήλ στην κατασκευή του east med προς την Ευρώπη στη βάση πάντα της εφαρμογής των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου. Τέλος, η αναγνώριση εκ μέρους του Ισραήλ και κατά δήλωση του πρωθυπουργού του ότι τα νησιά δικαιούνται όλων των ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας είναι πολιτικά σημαντική, συμπληρώνοντας και στην πράξη το πάζλ των κρατών που σέβονται το διεθνές δίκαιο απομονώνοντας τους όποιους αρνητές του.

ΑΦΕΝΤΟΥΛΗΣ ΛΑΓΓΙΔΗΣ. Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διδάσκει στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών και στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου, και υπήρξε διαλέκτης του Τμήματος Τουρκικών και σύγχρονων Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.Εργάσθηκε ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Πάντειου Πανεπιστημίου και διατέλεσε ειδικός επιστημονικός συνεργάτης της Ναυτικής Σχολής Πολέμου.

Διατέλεσε επίσης, επιστημονικός συνεργάτης του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών, καθώς και του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων. Aπό το 1998 ως το 2001 o Α. Λαγγίδης υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης της Επιτροπής Διαχείρισης Κρίσεων του Επιτελείου του Υπουργού Εθνικής Άμυνας. Είναι συγγραφέας του Βιβλίου «Η Τουρκία στον 21ο αιώνα» από τις εκδόσεις Ι.Α. Σιδέρη, Αθήνα, 2012.

Ερώτηση πρώτη: Πώς σχολιάζετε την ΕλληνοΙταλική συμφωνία. Τρωτά υπάρχουν;

Η Ελληνοτουρκική Συμφωνία για οριοθέτηση ΑΟΖ στο Ιόνιο, παράγει εξόχως σημαντικά αποτελέσματα που προφανώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υποδείγματα (template) στην υπογραφή παρομοίων συμφωνιών της χώρας με τρίτες χώρες, πιθανόν και στο πολύ προσεχές μέλλον. Δυο είναι τα ιδιαίτερα σημεία τα οποία χρήζουν σχολιασμού στη συμφωνία αυτή:

Πρώτον: η αντισυμβαλλόμενη πλευρά -η Ιταλία- αναγνωρίζει ρητά πως τα νησιά έχουν σαφές δικαίωμα σε ζώνες κυριαρχίας όπως η ΑΟΖ.

Δεύτερον: βάση της Συμφωνίας, η «επήρρεια» που ασκούν στην κατάστρωση της οριοθετικής «γραμμής» συγκεκριμένες νήσοι, είναι μειωμένη, με αποτέλεσμα η τελευταία να μην ανταποκρίνεται κατ’ απόλυτο τρόπο στην αρχή της μέσης γραμμής-ίσης απόστασης. Στην περίπτωση των ελληνο-ιταλικών ζωνών, τούτο αφενός δεν σημαίνει ότι η μερίδα του λέοντος καταλήγει στην ιταλική πλευρά, αλλά, αφετέρου δεν εξασφαλίζει πως σε παρόμοιες μελλοντικές συμφωνίες της Ελλάδος με τρίτα μέρη, δεν θα ισχύσει κάτι τέτοιο.

Η Ελληνο-ιταλική Συμφωνία ναι μεν στηρίζεται σαφέστατα στα δεδομένα του «προσχεδίου» του 1977 και υπ’ αυτή την έννοια δεν αποτελεί άμεσο παράγωγο της με χαρακτήρα επείγοντος κατάστασης που υφίσταται στις σχέσεις Ελλάδος- Τουρκίας με αφορμή τις κινήσεις της τελευταίας στην Ανατ. Μεσόγειο, αλλά, απεικονίζει προφανώς τον συσχετισμό δυνάμεων (πολιτικής και διπλωματικής ισχύος -και όχι μόνο) που χαρακτηρίζει την παρούσα συγκυρία.

Ερώτηση δεύτερη:Πως θα μπορούσε να εξελιχθεί μία Ελληνο Αιγυπτιακή συμφωνία; Παρατηρούμε ότι το Καστελόριζο παραμένει ως εμπόδιο.

Στην περίπτωση Ελλάδος- Αιγύπτου, τα δεδομένα που ίσχυσαν για την υπογραφή της Ελληνο-ιταλικής συμφωνίας, ενώ παραμένουν στη φύση τους ουσιαστικά τα ίδια, οι επιδιώξεις της αιγυπτιακής πλευράς, προφανώς έχουν μεταβληθεί στο χρόνο και δεν παραμένουν στη βάση κάποιου ήδη υπάρχοντος «προσχεδίου» (βλ. ελληνο-ιταλικό 1977). Να σημειωθεί όμως εδώ, με έμφαση, πως πέραν κάποιων πληροφοριών που εσχάτως είδαν το φως της δημοσιότητας σε σχέση με τις αιγυπτιακές αξιώσεις, δεν υπάρχει δημοσιευμένος κάποιος , ενδεικτικός «χάρτης» με τα όρια των αιγυπτιακών θέσεων.

Αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί και στο ότι η αιγυπτιακή πλευρά, παρά το γεγονός πως οι σχέσεις της με την Τουρκία στη συγκυρία είναι σαφώς δυσχερέστατες, -σε ποικίλα σημαντικότατα μέτωπα- είτε διότι διατηρεί διαύλους με την τελευταία -η οποία και υπόσχεται μεγαλύτερα ανταλλάγματα επί θαλασσίου χάρτου-, είτε/και διότι εκμεταλλεύεται την θέση της Ελλάδος η οποία βρίσκεται δυνητικά ενώπιον μιας μείζονος κρίσεως στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις (με συγκεκριμένο μάλιστα χρονικό ορίζοντα, βλ. αρχές φθινοπώρου), επιζητεί μεγαλύτερες παραχωρήσεις από την Ελλάδα, επί τη βάση της αρχής ότι τα νησιά έχουν μεν δικαίωμα σε ΑΟΖ, αλλά η επήρεια των, ποικίλλει ανάλογα και με το μέγεθος τους.

Ερώτηση Τρίτη: Η συνεργασία Ελλάδας και Ισραήλ τι δηλώνει; θα υπάρχει δυναμική εξέλιξη μετά την επίσκεψη Μητσοτάκη στο Ισραήλ;

Στην ελληνική πλευρά, τα τελευταία χρόνια -εκούσια ή ακούσια- έχει καλλιεργηθεί η εντύπωση πως το Ισραήλ, υπό το πρίσμα των σε πολιτικό-στρατιωτικό (πλην όχι οικονομικό) επίπεδο, κακών σχέσεων που διατηρεί με την Τουρκία από το 2009 και μετά, θα παρέμβει δυναμικά υπέρ της Ελλάδος σε μια ενδεχόμενη Ελληνοτουρκική εμπλοκή.

Τούτο, πιθανότατα θα συμβεί μόνο στο επίπεδο της παροχής πληροφοριών προς την ελληνική πλευρά (κάτι που ήδη συμβαίνει) αλλά με σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα δεν θα λάβει τη μορφή είτε έμμεσης -σε άλλο μέτωπο- στρατιωτικής πίεσης προς την Τουρκία, πολύ δε περισσότερο άμεσης, στο όποιο κύριο μέτωπο ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.

Αυτή η πλέον πιθανή στάση, αποδίδεται -μεταξύ άλλων-σε δυο κύριες κατηγορίες λόγων.

Α) από την ίδρυση του το 1948, το Ισραήλ έχει αποφύγει χαρακτηριστικά να ενταχθεί τυπικά -de jure- σε αμυντικά σχήματα, και όποτε συνέβη αυτό (βλ. Πόλεμος Σουέζ 1956, με Αγγλο-Γάλλους κατά Αιγύπτου), έγινε υπόρητα και αφού το ίδιο είχε εξασφαλίσει εδαφικά ή άλλα ανταλλάγματα.

Β) το Ισραήλ δεν αισθάνεται -τουλάχιστον επί του παρόντος- να απειλείται άμεσα από την Τουρκία (δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των δυο εξακολουθούν να υπάρχουν) και δεν θα διακινδυνεύσει ανεπανόρθωτη πλέον ρήξη με την τουρκική πλευρά, αποτέλεσμα της ανοικτής στήριξης προς την Ελλάδα.

ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΣΙΚΑΣ. Πολιτικός Επιστήμονας-Διεθνολόγος. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις στην Ελλάδα. Έκανε μεταπτυχιακά στη Γαλλία. – Ασχολείται με θέματα διεθνούς, εξωτερικής και ευρωπαϊκής πολιτικής. Τα τελευταία χρόνια έχει ιδιαίτερη ενασχόληση με τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.- Αρθρογραφεί τακτικά για τα θέματα αυτά. Έχει συμμετάσχει σε σχετικά Συνέδρια και εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Eρώτηση πρώτη: Σχολιάστε την ελληνο-ιταλική συμφωνία. Υπάρχουν αδύνατα σημεία;

Σίγουρα είναι ένα πρώτο θετικό βήμα η ΑΟΖ με την Ιταλία. Θα μπορούσαμε να το είχαμε κάνει αυτό πολλά χρόνια τώρα, αν είχαμε πάρει ορισμένα διδάγματα. Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) δεν μπορείς να προσδιορίζεις μονομερώς. Πρέπει τα κράτη, των οποίων τα ύδατα γειτονεύουν, να έρθουν σε διαπραγματεύσεις. Σε κάθε διαπραγμάτευση, κάτι δίνεις και κάτι παίρνεις. Πάντα υπάρχει συμβιβασμός. Δεν μπορείς να καταλήξεις σε μια συζήτηση με τις αρχικές μαξιμαλιστικές θέσεις σου, διότι υπάρχουν και τα δικαιώματα των άλλων.

Η χώρα μας επέδειξε ρεαλισμό και ευελιξία. Αποδέχτηκε ότι οι Οθωνοί και οι Στροφάδες, επειδή είναι πολύ μικρά νησιά, δεν έχουν πλήρη “επήρεια” στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Δεν μπορεί παρά να εφαρμόσει τα ίδια κριτήρια και στις συζητήσεις με Αίγυπτο, Αλβανία, Λιβύη και Τουρκία. Αν δεν το κάνει, θα γίνει καταγέλαστη διεθνώς. Οι ΑΟΖ δεν είναι ζώνες εθνικής κυριαρχίας. Είναι διεθνή ύδατα, στα οποία τα παράκτια κράτη έχουν δικαιώματα οικονομικής εκμετάλλευσης.

Οι Ιταλοί ψάρευαν μέχρι τα έξι μίλια έξω από τα Επτάνησα. Από τη στιγμή που η θάλασσα μέχρι το μέσο της απόστασης Ελλάδας-Ιταλίας, γίνεται ελληνική ΑΟΖ, μπορεί να την εκμεταλλεύεται οικονομικά μόνο η Ελλάδα. Για να μπορούν να αλιεύουν και οι Ιταλοί, ζήτησαν να πάρουν σχετική παραχώρηση μέσα στην συμφωνία.

Ερώτηση δεύτερη: Τι μας ετοιμάζει η πιθανή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου; Γιατί το Καστελόριζο είναι σημείο μη επιλύσιμο; Η συμφωνία θα είναι απόλυτη ή κατά το ήμισυ;

Η Αίγυπτος συμφωνεί ότι τα νησιά γενικά έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Αλλά, όπως και πολλές άλλες χώρες, δεν αποδέχεται πλήρως την επίσημη ελληνική ερμηνεία για την εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας. Δεν δέχεται ότι τα πολύ μικρά νησιά, όπως το Καστελόριζο και η νησίδα Χρυσή στο Νομό Λασιθίου νοτίως της Κρήτης, είναι λογικό να έχουν πλήρη «επήρεια» στην χάραξη της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Γι΄ αυτό, τόσα χρόνια δεν κατορθώσαμε να συνάψουμε σχετική συμφωνία.

Ενώ το Καστελόριζο έχει αναμφισβήτητα «επήρεια», δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι μπορεί να έχει ΑΟΖ 4.000 φορές μεγαλύτερη από την έκταση του. Δεν μπορεί να «εμποδίσει» την έξοδο της Τουρκίας στα διεθνή ύδατα, όσον αφορά ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Είναι πολύ αμφίβολο -επιεικώς- ότι μια μελλοντική ελληνική ΑΟΖ θα συναντιέται με την κυπριακή ΑΟΖ.

Το ίδιο έχει συμβεί και με την Λιβύη, όσον αφορά την περίπτωση της Γαύδου, της οποίας την πλήρη «επήρεια» αρνείται. Επί πολλά χρόνια, επί καθεστώτος Καντάφι ήδη, και όχι μόνο με την σημερινή, διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση Σάρατζ.

Αυτός είναι και ο λόγος, που η Ελλάδα προσανατολίζεται τώρα στην λεγόμενη «μερική» οριοθέτηση με την Αίγυπτο. Αφήνει δηλαδή τα θεωρούμενα «δύσκολα» σημεία, και επιδιώκει την οριοθέτηση προς την περιοχή της δυτικής Κρήτης, Αιγύπτου και Λιβύης.

Ερώτηση Τρίτη: Πώς ερμηνεύεται η επίσκεψη Μητσοτάκη στο Ισραήλ; Είναι σημαντική για την χώρα ή το Ισραήλ, συνεχίζει μόνο να είναι σύμμαχος μόνο στα λόγια;

Οι σχέσεις της Ελλάδας με το Ισραήλ είναι χρήσιμες και θα ήταν καλό να συνεχιστούν. Σε ορισμένα ζητήματα οι απόψεις των δύο χωρών συμπίπτουν. Και υπάρχουν πολλά πεδία συνεργασίας, οικονομικής, ενεργειακής, εμπορικής, αμυντικής, επιστημονικής, τεχνολογικής, τουριστικής. Μπορούν μάλιστα, υπό προϋποθέσεις, να συμβάλουν στην πολυμερή συνεργασία και με αραβικές χώρες της περιοχής, ακόμα και για την άρση του αδιεξόδου στο Παλαιστινιακό. Και να αξιοποιηθεί ο ρόλος της Ελλάδας ως κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης.

Δεν μπορούν όμως να υποκαταστήσουν την ανάγκη συνεννόησης με την Τουρκία, πολύ περισσότερο να αποσκοπούν ή να φαίνεται ότι αποσκοπούν στον αποκλεισμό της Τουρκίας. Εξάλλου κάποια στιγμή οι σχέσεις του Ισραήλ με την Τουρκία θα εξομαλυνθούν και ήδη υπάρχουν προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση.

Δεν πρέπει να περιοριζόμαστε στις «τριμερείς συνεργασίες» που -μαζί με την Κύπρο- έχουμε με Αίγυπτο και Ισραήλ. Και να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι τουλάχιστον αβέβαιη η υλοποίηση “φαραωνικών” έργων, όπως ο σχεδιαζόμενος αγωγός EastMed. Διότι είναι πολυδάπανα, με αμφίβολη οικονομική ανταποδοτικότητα, τεχνικά δύσκολα και επιβαρυντικά για το περιβάλλον.

Αυτό που χρειάζεται, είναι να πρωταγωνιστήσουμε σε μια διάσκεψη των ενδιαφερομένων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου για την από κοινού χάραξη των ΑΟΖ, σε συνδυασμό με την επίλυση του Κυπριακού, και να αποφεύγουμε να συμβάλλουμε σε αχρείαστες εντάσεις.

Τρεις λοιπόν συνεντεύξεις με κοινές ερωτήσεις, με απαντήσεις που είναι εν μέρει ταυτόσημες, σε κάποια σημεία αντίθετες, αλλά αλληλοσυμπληρούμενες.

Το σημείο αναφοράς και πάλι η επήρεια που έχουν κάποια νησιά,  η ερμηνεία που δίνεται στο σύμπλεγμα του Καστελόριζου και η επιτακτική ανάγκη ως μέσου επίλυσης των διαφορών ο διάλογος.