Στα χωριά της Ρούμελης  ονομαζόταν μπακαλέος . Είναι ο παστός μπακαλιάρος, που έχει υλική υπόσταση, είναι βρώσιμος και τρώγεται, συνήθως τηγανητός ή πλακί.

 Εισαγωγής  ο υλικός και βρώσιμος μπακαλιάρος,  κυκλοφορεί όμως και ντόπιος.  Άυλος αυτός, απαντάται σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, εφημερίδες, στην επικοινωνία εν γένει.

Τον παράγουν  πολιτικοί κυρίως,  στρατευμένοι της οικόσιτης δημοσιογραφίας, συνδικαλιστές , παιδιά του σωλήνα-κομματικού ή άλλου, εν γένει.

Πρόκειται  για γλωσσικά κλισέ που, σαν προκάτ διατυπώσεις, ενδημούν στη λεγόμενη ξύλινη γλώσσα.

Συνήθως αποφθεγματικού ύφους, οι λεκτικοί μπακαλιάροι, εντάσσονται στη κενολογία που χαρακτηρίζει τους άσχετους και απαίδευτους, τα γυαλιστερά μηδενικά.

Εκφράσεις  “παστές” είναι  λοιπόν οι ντόπιοι άυλοι μπακαλιάροι. Προκαλούν αηδία και τάση για εμετό, αλλά όχι σε όλους. Αν είσαι  “βλήτο” ουδόλως σε ενοχλεί. Ίσα ίσα μπορεί και να εντυπωσιαστείς.

Ο λεγόμενος  λαϊκισμός, και δη ο αριστεροπροοδευτικός,  με τοιούτα παστά έχει ανατραφεί.  Ας πούμε σαν αυτό που λέει «με κέντρο τον άνθρωπο»!

Το άκουσα ξανά αυτές τις μέρες από υποψήφιο-α του  μπακάλ(ιάρ)ικου «κενροαριστερά».

Μου προκάλεσε αηδία και οίκτο μαζί-πονάω βλέπεις για το …μαγαζί!  Κι αυτό διότι το  όποιο «κέντρο» προϋποθέτει περιφέρεια διάολε-ακόμα και ο πισινός!

Περιφέρεια που, εν προκειμένω, πρέπει να είναι και ανθηρή. Να υπάρχει κράτος δηλαδή, οικονομία με παραγωγή, τάξη, παιδεία, προοπτική.  Χωρίς αυτά,  που το βάζεις το κέντρο  ρε κνώδαλο;

Εκεί που ο Τσίπρας έβαλε την αξιοπρέπεια μήπως;