60ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ελληνας πρόσφυγας στη χώρα του

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μπορεί να μην είναι κανείς φαν των trash movies του “πάπα των trash”, Τζον Γουότερς, ειναι όμως κάποιες ταινίες του (όπως το “Pink Flamingos” και το “Hairspray”), και κάποια στάση ζωής θα έλεγα, που τελικά κατάφεραν να τον κατατάξουν ανάμεσα στους καινοτόμους Αμερικανούς δημιουργούς.

Για ένα είδος καινοτομίας που με τις ανεξάρτητες φτηνές παραγωγές του, με το χιούμορ τους, τη δηκτική τους σάτιρα μιας κλειστής αμερικανικής επαρχιακής κοινωνίας (η Βαλτιμόρη όπου γεννήθηκε στάθηκε και η κύρια έμπνευσή του), κατάφερε να ανεβάσει το “κακό γούστο” στις ταινίες του σε άλλα επίπεδα και τελικά να αναγνωριστεί από τους καθιερωμένους συναδέλφους του (ανάμεσά τους και τους Μάρτιν Σκορσέζε και Πέδρο Αλμοδόβαρ).

Αυτό το δηκτικό, βιτριολικό χιούμορ έδειξε ο Γουότερς και στο one-man show, με τον τίτλο «The Filthy World» («Ο βρόμικος κόσμος») που παρουσίασε προχτές το βράδυ στην κατάμεστη αίθουσα του Ολύμπιον, όπου ο σκηνοθέτης έστρεψε τα βέλη του τόσο ενάντια στον πρόεδρο Τραμπ όσο και στην συντηρητική αμερικανική κοινωνία που εξακολουθεί να πιστεύει στον κυνικό αυτό πλανητάρχη και η οποία, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος (όπως ανάφερε ο Γουότερς), να τον ξαναψηφίσει. Έκπληξη ήταν όταν ανάμεσα στα χιουμοριστικά σχόλια του, ο 73χρονος σκηνοθέτης/συγγραφέας/ηθοποιός/κωμικός αναφέρθηκε και στην αστυνομική παρέμβαση στην προβολή του “Joker” στην Αθήνα, δείχνοντας πως είχε αρκετά καλά προετοιμάσει από πριν τα θέματά του ώστε να συμπεριλάβει σ’ αυτά και τη χώρα που τον φιλοξενεί.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης Βασίλης Μαζωμένος καταπιάνεται με την κρίση που μαστίζει την Ελλάδα τα τελευταία δέκα σχεδόν χρόνια. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η προηγούμενη, αλληγορική ταινία του “Γραμμές”, όπου μέσα από διάφορες ιστορίες παρακολουθούσαμε τον αντίκτυπο της κρίσης στα διάφορα στρώματα του λαού. Στη νέα του ταινία, που είδαμε στο πρόγραμμα “Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου” του φετινού 60ου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Μαζωμένος παίρνει για ήρωα έναν απλό Έλληνα, που, στα πρώτα πλάνα της ταινίας, τον βλέπουμε να προσπαθεί με μια βάρκα να “δραπετεύσει” από την Ελλάδα της κρίσης. Έναν Έλληνα, που ο ίδιος ο Μαζωμένος θεωρεί σύγχρονο Οδυσσέα, που ξεκινά με το μικροσκοπικό σκάφος για ένα ταξίδι προς τα πού; Για ποια Ιθάκη;

Η θάλασσα στην τέχνη εκφράζει συνήθως την ελευθερία μόνο που ακόμη και σ’ αυτήν, ο ανώνυμος ήρωάς του Μαζωμένου (δεν έχει ούτε όνομα, ούτε χαρτιά, είναι απλά ο “Κανένας” όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια) μοιάζει παγιδευμένος. Θα συρθεί μισόγυμνος και μισοπεθαμένος πίσω στην Ελλάδα όπου θα μπλέξει σε διάφορες περιπέτειες. “Κανείς δεν μένει σ’ αυτό τον κωλότοπο”, είναι το σχόλιο ενός από το σώμα της ακτοφυλακής που τον περισυλλέγουν.

 

Στο πρώτο επεισόδιο, όταν, ντυμένος με μια κελεμπία που βρίσκει σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι κοντά στη θάλασσα, διεισδύει σ’ ένα μουσουλμανικό μίνι-μάρκετ, και στην προσπάθειά του να κλέψει κάτι για να φάει, συλλαμβάνεται από την αστυνομία, ο Μαζωμένος χρησιμοποιεί ένα απλό στιλ, με ωραίες, διανθισμένες με ποίηση, εικόνες. Αντίθετα, στο επόμενο, με τους δυο αστυνομικούς που τον ανακρίνουν (ο ένας σε ανάπηρο καροτσάκι και ο άλλος με σορτσάκι και ρακέτα του τένις) και τον αναγκάζουν να γδυθεί και να ακούει τις διάφορες βρισιές τους ενάντια στους μουσουλμάνους (“πώς τόλμησες να κλέψεις από αυτά τα ζώα;” τον ρωτάνε οργισμένοι), στο νου έρχεται τόσο το παράλογο χιούμορ των θεατρικών έργων του Χάρολντ Πίντερ όσο κι εκείνο στις ταινίες του Ρόι Άντερσον.

Το επεισόδιο διακόπτεται με την εμφάνιση της Μις Άντζελα, μιας κομψής Γερμανίδας με όνομά που θυμίζει εκείνο της Μέρκελ, που ως από μηχανής θεός (μια πονηρή Καλυψώ;) τον χρησιμοποιεί για να ικανοποιεί τις σεξουαλικές τις επιθυμίες. Ο Κύκλωπας έρχεται στο νου όταν, με το κολιέ που αποσπά από την Άντζελα, ο Κανένας επισκέπτεται έναν ενεχυροδανειστή, που θέλει να τον κάνει υπηρέτη του και που ο ήρωάς μας (αντι-ήρωας στην πραγματικότητα), για να απελευθερωθεί, αναγκάζεται τελικά να τον σκοτώσει. Ενώ, σ’ ένα θέατρο, σ’ ένα φελινικό ντεκόρ, αιχμάλωτος τώρα των σειρήνων, ο Κανένας, που έχει πάρει τη θέση του ενεχυροδανειστή, γίνεται ο αποκλειστικός θεατής μιας αναπαράστασης ευφάνταστων ερωτικών σκηνών, πριν αποφασίσει ποια θα επιλέξει. Η τιμωρία του, όταν προσπαθεί να δραπετεύσει, είναι να αντιμετωπίσει για αντίπαλο, σ’ ένα αγώνα πάλης μέχρι θανάτου, τον άντρα με τον οποίο σχεδίαζε να δραπετεύσει.

Εκείνο που επιδιώκει, και τελικά καταφέρνει, ο Μαζωμένος είναι, μέσα από τα επεισόδια αυτά, να παρουσιάσει τους διάφορους τρόπους εκμετάλλευσης, ταπείνωσης και εξευτελισμού του νεοέλληνα, εξόριστου, όπως υποβάλλει και ο τίτλος της ταινίας, στην ίδια του τη χώρα, την Ελλάδα της κρίσης. Εξόριστου σε μια χώρα όπου τα ελληνικά έχουν καταντήσει μια δεύτερη γλώσσα, με τους άλλους γύρω του (εκτός από μερικές εξαιρέσεις) να μιλάνε αγγλικά. Μπλεγμένου σε μια σειρά επεισόδια που μοιάζουν με εφιάλτη, που πολύ έξυπνα ο σκηνοθέτης τονίζει γυρίζοντας τις σκηνές που συνδυάζουν το πέρασμα από το ένα στο άλλο επεισόδιο, σε ραλαντί, τονίζοντας ακόμη περισσότερο το εφιαλτικό αυτό κλίμα με την κατάλληλη μουσική.

Ταυτόχρονα, με το εφιαλτικό αυτό ταξίδι του σύγχρονου, ταλαιπωρημένου Οδυσσέα μέσα από την Ελλάδα της κρίσης, η ταινία είναι και ένα ταξίδι μνήμης αλλά και Ιστορίας, ένα είδος σύνοψης των θεμάτων που απασχολούν τον σκηνοθέτη σε όλες τις μέχρι σήμερα ταινίες του. Μαζί και ένα συναρπαστικό ταξίδι μέσα από τον ίδιο τον κινηματογράφο και φόρος τιμής στους σκηνοθέτες που δείχνει να αγαπά ο Μαζωμένος: Αντονιόνι και Αγγελόπουλος (στο επεισόδιο στο ερειπωμένο σπίτι), Ρόι Αντερσον και Χάνεκε (στο επεισόδιο της ανάκρισης), Βισκόντι (στις σκηνές στο σπίτι του ενεχυροδανειστή), Κιούμπρικ, Φελίνι και Ζορζ Φρανζί (στο επεισόδιο με τις αναπαραστάσεις ερωτικών σκηνών) και αμερικανικός κινηματογράφος (στις σκηνές της πάλης).

Η φρίκη του πολέμου μέσα από την ιστορία μιας ομάδας έφηβων ανταρτών είναι στο επίκεντρο της συγκλονιστικής ταινίας “Οι Monos” του Βραζιλιάνου Αλεχάνδρο Λάντες (διαγωνιστικό τμήμα), που πρωτοείδαμε στο φεστιβάλ του Βερολίνου. Η ομάδα των νεαρών στρατιωτών, μέλη κάποιας αόρατης “Οργάνωσης”, διασχίζει την επικίνδυνη ζούγκλα και τα απάτητα βουνά, κάπου στη Λατινική Αμερική, κουβαλώντας μαζί τους και μια αιχμάλωτο Αμερικανίδα γιατρό, που υποτίθεται πως έχουν αναλάβει να προσέχουν.

Κάποια στιγμή όμως τα πράγματα παίρνουν άλλη πορεία, με τα νεαρά παιδιά της ομάδας “Monos” (δηλαδή πίθηκοι), αποκτηνωμένα από τις καθημερινές σκληρές στρατιωτικές ασκήσεις και τις απαιτήσεις των ανωτέρων τους, να ξεσπούν σε αδικαιολόγητη βία. Ο Λάντες χρησιμοποιεί την ιστορία του για να κάνει ένα δριμύ σχόλιο πάνω στη χρήση νεαρών παιδιών σε πολέμους (ας μη ξεχνάμε πως σήμερα υπάρχουν στον πλανήτη μας πάνω από 250.000 παιδιά-στρατιώτες) και εκμεταλλεύεται έξοχα τους φυσικούς χώρους (το ομιχλώδες τοπίο, τα βουνά, τη ζούγκλα) για να δημιουργήσει μια σχεδόν σουρεαλιστική ατμόσφαιρα (η εξαιρετική φωτογραφία είναι του Τζάσπερ Γουλφ), που άλλοτε χρησιμοποιεί ως σχόλιο κι άλλοτε ως αντίστιξη με τα δρώμενα.

Με τη μοναξιά, την έλλειψη του πατέρα, αλλά και την ενηλικίωση καταπιάνεται στη βουτηγμένη σε μια φαντεζίστικη ατμόσφαιρα ταινίας της, “Cosmic Candy” η Ρηνιώ Δραγασάκη (διαγωνιστικό τμήμα). Η ήρεμη, καλά οργανωμένη και ασφαλής ζωή της 30χρονης Άννας, υπαλλήλου σε ένα κατάστημα τροφίμων, ανατρέπεται όταν αναγκάζεται να φιλοξενήσει στο σπίτι της μια μικρή γειτόνισσά της, τη 10χρονη Πέρσα, της οποίας ο πατέρας έχει εξαφανιστεί.

Η Πέρσα θα περάσει σα σίφουνας, καταστρέφοντας την καθημερινή ρουτίνα της, σκορπώντας το χάος και αναγκάζοντας την Άννα να ξανασκεφτεί και τελικά ν’ αλλάξει τη ζωή της. Με ένα γρήγορο ρυθμό, με όμορφες φαντεζίστικες, σουρεαλιστικές, ωραία γυρισμένες, σκηνές (η Άννα να αιωρείται στο κατάστημα ή να ταξιδεύει στο διάστημα μέσα σε μια φούσκα καραμέλας), με ωραία, φανταχτερά χρώματα, και δυο καλές ερμηνείες, από την Μαρία Κίτσου (‘Αννα) και Μάγια Πιπερά (Πέρσα).

Με το πέρασμα στην ενηλικίωση καταπιάνεται στην πέμπτη του ταινία, “Winona” ο γνωστός μας ως The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης). Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια απόμερη παραλία, στη διάρκεια μιας ηλιόλουστης, καλοκαιριάτικης μέρας. Τέσσερα κορίτσια, έφηβοι, φτάνουν εκεί για να διασκεδάσουν, όπως πιστεύουμε: παιχνίδια με την άμμο, με το σκυλί τους, τραγούδια, αστεία, εξομολογήσεις, πειράγματα, βουτιές στη θάλασσα. Πίσω όμως από τη ξεγνοιασιά και τα τραγούδια, και το εκτυφλωτικό φως που περιλούζει τα τέσσερα νεανικά πρόσωπα, υπάρχει και κάτι το διαφορετικό, ένα απειλούμενο σκοτάδι, που τονίζεται από ένα (το μοναδικό στην περιοχή) σπίτι στο λόφο κι ένα τζιπ μισοκρυμμένο πίσω από τα δέντρα.

Θα αργήσει να μάθουμε το “μυστικό” που κρύβεται πίσω από αυτή την εκδρομή στη θάλασσα (που μας αποκαλύπτεται το τελευταίο 10λεπτο) και δίνει μιαν άλλη, δραματική διάσταση στην ταινία. Δεν θ’ αποκαλύψω το μυστικό, φτάνει να πω πως τελικά αυτό που περνάει ο σκηνοθέτης είναι ένας αποχαιρετισμός στη ξεγνοιασιά και την εφηβεία, με τα τέσσερα κορίτσια να ξεχωρίζουν για τις τόσο ζωντανές ερμηνείες τους.